-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
«Ξεκουράσου, ξεκουράσου, καημένο παιδί» είπε εκείνος και άνοιξε τη βρύση έτσι που πετάχτηκε καυτό νερό. «Αμάρτησες, υποθέτω, όμως η τιμωρία σου ήταν εντελώς δυσανάλογη. Σε μετέτρεψαν σε κάτι διαφορετικό από ανθρώπινο ον. Δε διαθέτεις πλέον τη δύναμη της επιλογής. Είσαι εξαναγκασμένος σε πράξεις κοινωνικά αποδεκτές, μια μικρή μηχανή ικανή μόνο για το καλό. Και το βλέπω καθαρά – αυτή η υπόθεση με την οριακή εξάρτηση. Η μουσική και η ερωτική πράξη, η τέχνη και η λογοτεχνία, όλα αυτά δεν αποτελούν πλέον πηγές ηδονής, αλλά οδύνης.»
Περπατώντας κάθε πρωί για να πάω στη δουλειά στα Εξάρχεια, περνούσα από την οδό Σολωμού, ένα τρελά πολυσύχναστο στενό που σε βγάζει καρφί στην πλατεία και που, αν δεν προσέξεις, τα ερκοντίσιον στάζουν πάνω σου χειμώνα-καλοκαίρι. Κάθε πρωί, ανάμεσα σε πάρκινγκ γεμάτα, παρκαρισμένα αυτοκίνητα στα πεζοδρόμια, κουτούκια που μόλις άνοιγαν το μάτι τους για να καλλωπιστούν και να περιμένουν το βραδινό γλέντι, μέσα από μια γυάλινη βιτρίνα με παρακολουθούσε ένα μάτι. Δεν θα το έλεγε κανείς ακριβώς κανονικό. Ήταν ένα μάτι κάπως μηχανικό, θα έλεγε κανείς κουρδιστό, και με βλεφαρίδες γύρω γύρω που το έκαναν να μοιάζει με γρανάζι. Με κοιτούσε έντονα, κάθε μέρα, ξανά και ξανά, μέχρι που αποφάσισα πως, ντάξει, αρκετά φλερτάραμε, ήρθε η ώρα να έρθει σπίτι. Μπήκα μέσα, το βούτηξα και να σου το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» από τις εκδόσεις Anubis στο γραφείο μου. Την ταινία δεν την είχα δει (στοχευμένα) κι ήθελα οπωσδήποτε να μην με επηρεάσει το κιουμπρικό σύμπαν πριν να διαβάσω το πρωτότυπο έργο, όπως ήθελε ο ίδιος ο συγγραφέας να διαβαστεί.
Είναι βράδυ, το περιβάλλον, αν και δεν περιγράφεται πολύ γλαφυρά, μοιάζει ξεκάθαρα δυστοπικό κι εμείς γνωριζόμαστε με τον μικρό Άλεξ και την παρέα του, που τα πίνουν σε ένα γαλατομπάρ, δηλαδή ένα μπαρ που σερβίρει κανονικό γάλα με όλα τα ντρόγκια του κόσμου μέσα. Άρα, ντάξει, όχι και «κανονικό γάλα». Ο Άλεξ και οι υπόλοιποι βαριούνται φανερά κι αναζητούν με αγωνία τον επόμενο στόχο τους για το βράδυ, αυτό που θα τους κινητοποιήσει λίγο, που θα τους ζωντανέψει. Αυτό σημαίνει: κάποιον να χτυπήσουν / να ξεφτιλίσουν, κάποια να βιάσουν, κάτι να κλέψουν (για να πιουν κι άλλο), κάποια ζωή να καταστρέψουν. Χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες, όλα αυτά συμβαίνουν πράγματι, όπως επίσης και λίγο ξύλο με μια εχθρική συμμορία, κι όλοι τους είναι ευχαριστημένοι και φανερά κατάκοποι από το πλούσιο έργο τους.
Λίγο πολύ έτσι κυλά η καθημερινότητα για τον Άλεξ (συνοδευόμενη από πολλή κλασική μουσική την οποία λατρεύει), μέχρι που μια μικρή διαφορά με εκείνον κι ένα μέλος της συμμορίας του κλονίζει την αρχηγία του και τον φέρνει στη γλυκιά αγκαλιά των αρχών. Ο Άλεξ συλλαμβάνεται γρήγορα γρήγορα (κι όχι για πρώτη φορά στη ζωή του), περνά αρκετό χρόνο στη φυλακή μέχρι που ξαφνικά το κράτος αποφασίζει να εφαρμόσει πάνω του μια νέα, επαναστατική θεραπεία για τον σωφρονισμό των εγκλείστων. Θεωρώντας ότι έχετε δει την ταινία ή έχετε ίσως διαβάσει το βιβλίο, θα συνεχίσω το στόρι, οπότε να ξέρετε ότι από εδώ και πέρα ακολουθούν σπόιλερ.

Η θεραπεία Λουντοβίκο, λοιπόν, έχει ως εξής: ειδικές ενέσεις στο σώμα του Άλεξ τού φέρνουν αναγούλες, τον αρρωσταίνουν, ενώ ταυτόχρονα οι ειδικοί στο κέντρο που φυλάσσεται τον δένουν και του κρατούν τα μάτια ανοιχτά, δείχνοντάς του εικόνες γεμάτες με βία, εικόνες που και ο ίδιος έχει ζήσει, ενώ παράλληλα στα ηχεία παίζει η αγαπημένη του κλασική μουσική. Μετά από μερικές εβδομάδες ο Άλεξ πράγματι θεραπεύεται και βγαίνει ξανά στην κοινωνία, όπου πλέον του είναι αδύνατο να κάνει, να παρακολουθήσει, να υποστεί ή έστω να σκεφτεί οτιδήποτε κακό. Όλο αυτό τον οδηγεί σε νέες περιπέτειες, νέα εκμετάλλευση από άλλους, τον οδηγεί στο να βλάψει τον εαυτό του, πράγμα που σπάει μέσα του το φράγμα απέναντι στη βία και, ω, ο Άλεξ θεραπεύεται ξανά, αυτή τη φορά από τη θεραπεία του. Ο Κιούμπρικ εκεί τελειώνει την ταινία.
Το βιβλίο, όμως, έχει ένα κεφάλαιο ακόμη. Ο Άλεξ μεγαλώνει. Έχει επιστρέψει σε κάποιες από τις παλιές του συνήθειες, όμως αυτό δεν είναι αρκετό. Κι όχι μόνο, αλλά όλα αυτά που τόσο καιρό τον τροφοδοτούσαν με ζωή και με νόημα, τώρα δεν έχουν καμία αξία. Τώρα ίσως σκεφτεί πως πρέπει να φτιάξει τη ζωή του και τώρα δεν έχει νόημα πια να καταστρέψει, αλλά να χτίσει, μήπως και τελικά καταφέρει να βρει αυτό που τόσο καιρό ψάχνει.
Το βιβλίο του Burgees είναι ένα γλωσσικό κι ένα αφηγηματικό έπος. Στο πρώτο μέρος βλέπουμε την ανεξέλεγκτη ορμή της νεότητας, την εφηβική μανία, που έχει κατεβάσει ρολά και σαν λυσσασμένο θηρίο προσπαθεί να διαλύσει ό,τι βρίσκει γύρω του, θεσμούς, ζωές, γονείς, σχέσεις. Υπάρχει επιβολή εδώ, υπάρχει όλη η τάση της αμφισβήτησης του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε, υπάρχει η προσπάθεια να τον αλλάξεις μέσω της καταστροφής ή να τον αποφύγεις μέσω των ναρκωτικών. Η νεότητα δεν νοιάζεται, δεν χαλιναγωγείται κι αυτό σημαίνει κυρίως βία, σημαίνει ανασφάλεια για τους άλλους. Κατά τα άλλα οι νέοι έχουν ό,τι ακριβώς χρειάζονται: ένα βασίλειο με δικούς τους κανόνες κι έναν εχθρό για να πολεμήσουν.
Στο δεύτερο μέρος βλέπουμε τον πόλεμο, βλέπουμε το σύστημα να επιβάλλεται και να νικά γιατί, αν κάτι ξέρει να κάνει το σύστημα είναι να επιβάλλεται και να νικά. Το Κράτος λαμβάνει ένα μέλος του που του αντιτίθεται και σκορπά ανασφάλεια και δεν το αγκαλιάζει αλλά το μαστιγώνει. Αν καταφέρει, το χρησιμοποιεί πλέον για τους δικούς του σκοπούς, διοχετεύει τη βία του μέσα από τους δικούς του θεσμούς, επιτρεπόμενα. Αν δεν καταφέρει, τότε μετατρέπει το μέλος σε κάτι λειτουργικό, σε ένα προϊόν που βαρά προσοχή στις δικές του διαθέσεις, σε ένα Κουρδιστό Πορτοκάλι. Η ηθική που επικρατεί είναι αυτή που επιβάλλεται. Κι αν δεις τι έκανε πιο πριν ο Άλεξ, δεν λες και πολύ όχι σε αυτή την τακτική. Αλλά, να, που ξεκινά και που σταματά όλο αυτό;
Στο τελευταίο μέρος βιώνουμε την αγωνία, με όλη τη σημασία της λέξης, που μπορεί να νιώσει το άτομο μέσα στον κόσμο. Τα χαμόγελα γύρω είναι φιλικά, χέρια προτείνονται να σε βοηθήσουν, όμως στην τελική δεν παύεις να θεωρείσαι ακόμη ένα κουρδιστό πορτοκάλι. Πρέπει να πειθαρχήσεις, πρέπει να ακολουθήσεις τις οδηγίες. Κι ο Άλεξ καταφέρνει να ξεπεράσει την παβλοφική του θεραπεία, μόνο όταν το κακό στρέφεται πάνω του, όταν γυρνά ο ίδιος το μαχαίρι στον εαυτό του κι η καταστροφή που για καιρό έσπερνε στους άλλους τώρα στοχεύει τον ίδιο. Σκοτώνει τον εαυτό του προκειμένου να θεραπευτεί, να αναγεννηθεί. Αυτό κι αν είναι δυστοπικό.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι ένας άθλος. Κυριολεκτικά, καλή τύχη. Μεγάλο πλήθος λέξεων είναι γραμμένο σε μια αργκό επινόησης του συγγραφέα που προέρχεται από ρώσικες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνηθίσετε σε λέξεις όπως μάλτσικος, μπεζούμνικος, γκλάζια, πλότι που στην αρχή θα σας φαίνονται βουνό, αλλά μετά θα τις συνηθίσετε. Όλη η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο και ο αφηγητής απευθύνεται συχνά ευθέως στον αναγνώστη, πράγμα που δίνει την αίσθηση της εξομολόγησης, αλλά το ύφος είναι τόσο ειρωνικό και σαρκαστικό όλη την ώρα που, παρά το βαρύ του θέματος, καταφέρνει να μη σε βαραίνει πολύ. Ίσα ίσα είναι κάπως fun. Επίσης ο Burgees σε κάνα δυο σημεία σπα τον τέταρτο τοίχο, πράγμα που –πάντα– είναι πολύ ενδιαφέρον.
Στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, το ντύσιμο του βιβλίου μου άρεσε και δεν μου άρεσε. Το εικαστικό είναι ωραίο αλλά όχι κάτι εντυπωσιακό, τα χρώματα είναι πολύ όμορφα, το υλικό από την άλλη όχι και τόσο. Στο εσωτερικό του, η γραμματοσειρά σε επικεφαλίδες κλπ πολύ ταιριαστή, το κείμενο χωρίζεται όμορφα, δεν βιάζεται και δεν στριμώχνεται και το βιβλίο σαν σύνολο είναι χρηστικό, ελαφρύ. Μεγάλο ρισπέκτ στον Βασίλη Αθανασιάδη που το μετέφρασε (και σε όποιον έχει ασχοληθεί με μετάφραση του συγκεκριμένου βιβλίου δηλαδή), η μεταφορά ήταν εξαιρετική, και πολύ μεγάλο συν το λεξικό της Νάντσατ που υπάρχει στο πίσω μέρος του βιβλίου· δεν νομίζω να έχω ξανακάνει ποτέ τόσα πολλά μπρος-πίσω σε βιβλίο.
Το bottom line: «Το κουρδιστό πορτοκάλι» είναι ένα μυθιστόρημα-χτύπημα κάτω από τη ζώνη. Σε καλεί να αναμετρηθείς με την ηθική σου δεκάδες φορές, σε κλωτσά και γελά με την πάρτη σου, σε βάζει μετά να σκεφτείς. Μην προσπαθήσετε να ταυτιστείτε με τον ήρωα, δεν θα τα καταφέρετε. Αν συμβεί, να το κοιτάξετε. Όταν, όμως, κλείσετε το βιβλίο, προσπεράσετε το κοινωνικό ξεμπρόστιασμα και εντοπίσετε το νεανικό ασυνείδητο που πραγματεύεται, μπορεί κάποια μοτίβα κάτι να σας θυμίσουν. Κι εκεί είναι η μαγεία του βιβλίου αυτού.
Υ.Γ: Η ταινία δεν μου άρεσε. Καμία σχέση με το βιβλίο. Αν θέλετε οπωσδήποτε να τη δείτε, ακολουθήστε την αντίστροφη από μένα πορεία. Ίσως έτσι να εκτιμήσετε και τα δύο.