-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
Ακούω το αυτοκίνητο να φρενάρει στο δρομάκι με τα χαλίκια, την πόρτα να ανοίγει και τότε κάνω αυτό που ξέρω να κάνω καλύτερα. Δεν χρειάζεται καν να το σκεφτώ. Αποκεί που ήμουν όρθια, αρχίζω και τρέχω όλο και πιο γρήγορα στην κατηφόρα. Δεν αισθάνομαι πια την καρδιά μου στο στήθος μου, είναι σαν να την κρατάω στα χέρια μου και να τη μεταφέρω όλο και πιο γρήγορα, λες και είμαι εγώ η αγγελιοφόρος όσων συμβαίνουν μέσα μου.
«Ahh, shit, here we go again«. Κάθε καλοκαίρι -τα τελευταία τουλάχιστον τέσσερα χρόνια- συμβαίνει το εξής καταπληκτικό: δεν μπορώ με τίποτα να αποφασίσω τι πρέπει να διαβάσω. Δεν ξέρω ποιο είναι εκείνο το βιβλίο που θα συντροφεύσει τη βαρεμάρα, τη ραστώνη, τη σαπίλα, τις ατελείωτες ώρες το απόγευμα και αργά τη νύχτα, που δεν έχει τι να κάνεις -αφού δεν έχεις δουλειές, ξεκουράζεσαι- και κάνει υπερβολική ζέστη για να κοιμηθείς ακόμη. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τις άλλες εποχές: ποτέ δεν αναζητώ κάτι συγκεκριμένο για τα Χριστούγεννα ας πούμε, πάντα υπάρχει κάτι διαθέσιμο για τις τρομακτικές νύχτες του χειμώνα, η άνοιξη είναι πάντα κλάιν αναγνωστικά, οπότε μας μένει ένα καλοκαίρι κατά το οποίο το βιβλίο πρέπει να είναι ελαφρό αλλά όχι πολύ ελαφρό, σημαντικό αλλά όχι κλασικό, και -πώς να το κάνουμε- πρέπει να έχει και μια ατμόσφαιρα καλοκαιριού. Ντάξει παιδιά, εννοείται πως δεν είναι κανόνας αυτό, δικό μου βίτσιο είναι, αλλά να, είναι που με προβλημάτισε πολύ φέτος και είπα να σας πω τον πόνο μου. Κι αν πέρσι είχα φάει τον κόσμο να βρω ένα καλοκαιρινό βιβλίο τρόμου (update: δεν βρήκα), φέτος είχα όρεξη για κάτι πιο μελαγχολικό, πιο βανίλια, πιο ήρεμο.
Τσουπ, πέφτω πάνω στα «Τρία φώτα» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Καυτό, άνυδρο καλοκαίρι στην Ιρλανδική επαρχία. Τα πράγματα είναι ζόρικα για μια μεγάλη μερίδα πληθυσμού της επαρχίας, αφού η βασική πηγή εσόδων της, η γη, δεν έχει δροσιστεί καθόλου από κάποια βροχή, εδώ και καιρό. Ένα μικρό κορίτσι ξεκινά να μας αφηγείται πώς μια Κυριακή πρωί, αντί να επιστρέψει στο σπίτι, όπου βρίσκονται τα αδέρφια της και η έγκυος μητέρα της, ταξιδεύει με τον πατέρα της προς κάποιους συγγενείς, με σκοπό να παραμείνει εκεί για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Τους συγγενείς δεν τους γνωρίζει σχεδόν καθόλου, όμως δεν φαίνεται να αντιδρά στην απόφαση αυτή των γονιών της. Οι Κινσέλα, που την υποδέχονται, είναι ένα ζευγάρι όπως πολλά της περιοχής: έχουν γη και καλλιεργούν, έχουν ζωντανά, έχουν μια ζωή ήσυχη και απαλή.
Ο Μπαμπάς αφήνει το κορίτσι και φεύγει, με την υπόσχεση πως δεν θα τους δημιουργήσει πρόβλημα και πως κάποια στιγμή θα έρθει να το πάρει. Οι Κινσέλα αγκαλιάζουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά τη μικρή, σαν να επρόκειτο για το παιδί τους που είχε χαθεί και επέστρεψε. Μαζί τους, το κορίτσι θα βιώσει μια πλευρά της ζωής που δεν είχε συναντήσει ως τώρα, θα γνωρίσει τη ζεστασιά και το φως, θα μεγαλώσει απότομα και θα καταλάβει τι σημαίνουν τα τρία φώτα, γιατί το τρίτο μένει σταθερό, γιατί τα άλλα δύο αναβοσβήνουν.
Η νουβέλα της Claire Keegan, είναι η απόδειξη πως η αξία της ιστορίας έγκειται στην απλότητα, τόσο της γλώσσας όσο και της πλοκής. Παρατηρούμε έναν χαρακτήρα να μετουσιώνεται δια της αντιθέσεως, να μη μιλά πολύ αλλά να νιώθει πολύ, να μεγαλώνει χωρίς ξέσπασμα, χωρίς μεγάλη αποκάλυψη, χωρίς να δείχνει ότι μεγαλώνει.
Οι ήρωες δεν μιλάνε για τα συναισθήματά τους, δεν εξηγείται το ποιόν τους, απλά σημαίνεται. Ο αναγνώστης παρατηρεί τον κόσμο όπως παρατηρεί τον κόσμο ένα παιδί -αλλά όχι με τρόπο παιδιάστικο. Προσπαθεί να ανιχνεύσει τον άλλον απέναντί του από τον τρόπο που ζει, από τον τρόπο που μιλά, από τον τρόπο που κινείται, προσπαθεί να ανιχνεύσει πώς νιώθει ή τι σκέφτεται ή τι προθέσεις έχει, χωρίς να ζητά εξηγήσεις, προσπαθώντας απλώς να καταλάβει -με την αθωότητα τού να θέλει να καταλάβει. Κι ενώ τίποτα το φοβερό δεν συμβαίνει, ως γεγονός ή ως περιγραφή ενός γεγονότος, αυτή η αντίθεση από το σκοτάδι στο φως, από την ψυχρότητα στη ζεστασιά κι από ένα περιβάλλον γεμάτο αγκάθια σε ένα τοπίο που μπορείς να ξαπλώσεις και να απολαύσεις τον ήλιο, οδηγεί στο να ανθίσει η αλλαγή -τόσο για την ηρωίδα όσο και για τον αναγνώστη.
Αν θα μπορούσα κάπως να μεταφέρω το συναίσθημα της ανάγνωσης, αν χρησιμοποιούσα μια παρομοίωση, τότε θα ήταν πως κάθε σελίδα και κάθε μικρό περιστατικό είναι ένα τούβλο στο σπίτι που χτίζεται -κάνοντάς το δεν καταλαβαίνεις ότι συμβαίνει. Στο τέλος ένα μικρό βήμα πίσω αποκαλύπτει το σπίτι που έχει ήδη χτιστεί -στο τέλος, μια μικρή φράση αποκαλύπτει την αλλαγή που έχει συντελεστεί. Προσωπικά, αυτό το μικρό βήμα πίσω, αυτή η σχεδόν ανούσια φράση, με χτύπησε κατάστηθα, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να κρατήσω τα μάτια μου στεγνά για το υπόλοιπο βράδυ.

Η γλώσσα της Claire Keegan είναι απλή και κατανοητή, συνήθης. Οι περιγραφές, η αφηγηματική τεχνική, το ύφος δεν έχουν κάτι το καινοφανές, σε βαθμό που αρχικά δεν φαίνεται να ξεχωρίζει. Δεν υπάρχουν μεγάλες περιγραφές, υπάρχουν όμως λεπτομέρειες μέσα στις σκηνές της που είναι καίριες, που δίνουν την απαραίτητη τροφή στον αναγνώστη για να πλάσει το περιβάλλον με βάση και τα δικά του βιώματα. Στο ίδιο πλαίσιο κάνει κάτι ακόμη, που εγώ τουλάχιστον δεν έχω ξανασυναντήσει: παρόλο που δεν χρησιμοποιεί λέξεις βαρύγδουπες ή συναισθηματικά φορτισμένες, καταφέρνει με μια απλή περιγραφούλα, με τις πιο ασήμαντες φράσεις ή λέξεις, να χτίσει την ατμόσφαιρα μιας σκηνής, να δώσει τη συναισθηματική κατάσταση του ήρωα ή ακόμα και να αποκαλύψει κάτι που υπήρχε σε όλο το βιβλίο κάτω από το έδαφος και που δεν είχες αντιληφθεί. Σε όλο αυτό, δεν μπορούμε, φυσικά, να παραλείψουμε τη συμβολή της μεταφράστριας, Μαρτίνας Ασκητοπούλου, που με την κατάλληλη επιλογή των λέξεων παραδίδει την ατμόσφαιρα του κειμένου όπως την παρέλαβε.
Στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, λάτρεψα το εξώφυλλο του βιβλίου, τόσο από άποψη σχεδίου και στησίματος όσο και από άποψη υλικού. Επειδή οι σελίδες δεν είναι πάνω από 100, το -λίγο πιο- σκληρό του εξωφύλλου έρχεται και αγκαλιάζει το βιβλίο δίνοντας αυτή την αίσθηση του «συμπαγούς», χωρίς να εμποδίζει την τσάκιση του βιβλίου (πράγμα που εμένα μου αρέσει πολύ όταν συμβαίνει). Σχέδιο εξωτερικά που μεταφέρει πολύ εύστοχα την ατμόσφαιρα της αφήγησης, γραμματοσειρές και στήσιμο που θυμίζουν κάτι το κλασικό, το παλιό, κενά στις μέσα σελίδες που κάνουν την ανάγνωση απίστευτα άνετη. Η νουβέλα αποτελείται από 8 κεφαλαιάκια και διαβάζεται μέσα σε ένα απόγευμα.
Το bottom line: «Τα τρία φώτα» είναι ένα βιβλίο καλοκαιρινό, γλυκό και ζεστό, όπως ένα ώριμο φρούτο που μόλις τράβηξες από το δέντρο του. Είναι πραγματικά έτσι: δεν προσπαθεί να σε κερδίσει, το κάνει. Δεν προσπαθεί να σου αφηγηθεί, λέει απλά την ιστορία του. Και σαν φρούτο, σε ποτίζει, σε ξεδιψά, αλλά στο τέλος αφήνει πάντα την αίσθηση πως θα ήθελες λίγο ακόμα.
