100 βαθμοί Κελσίου


-στα λόγια η Δώρα Παρδάλη

Ο έρωτας δεν ήταν ποτέ το θέμα μου

Η κοπέλα της ιστορίας φορούσε το αγαπημένο της πουλόβερ. Φαρδύ και τσαλακωμένο, μαύρο και μαλακό. Κυνηγούσε μία κατσαρίδα στο σπίτι όταν, κουρασμένη από την άνιση μάχη, κάθισε στον καναπέ και σκέφτηκε: «Δε θα τη βρω ποτέ. Πρέπει να μαγειρέψω κάτι αλλιώς θα περάσω όλη τη μέρα ψάχνοντάς την.»

Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να πρέπει να μαγειρέψεις όταν δεν έχεις όρεξη και τίποτα πιο δύσκολο από το να πρέπει να φροντίσεις τον εαυτό σου, όταν είσαι θλιμμένος, σκέφτηκε. Έτσι ξάπλωσε στον καναπέ και πέρασε δύο ώρες κοιτάζοντας στο κενό μέχρι να ξανασηκωθεί.

Εκείνος μαγείρευε πολύ συχνά, εκείνη σπάνια.  Όχι γιατί δεν ήξερε, κυρίως γιατί δεν ήθελε, δεν της άρεσε πολύ η ιδέα του εαυτού της μέσα στην κουζίνα, την έκανε να αισθάνεται κάπως νοικοκυρά και οι νοικοκυρές ήταν ο μεγάλος της τρόμος. Είχε αφεθεί, λοιπόν, στην φροντίδα του γιατί ήταν ξεκάθαρο πως εκείνον δεν τον ενοχλούσε καθόλου να νιώθει νοικοκυρά, αντιθέτως, τον έκανε να νιώθει χρήσιμος.

Θα έλεγε κανείς πως αυτό το ζευγάρι ήταν γεμάτο αντιθέσεις. Του άρεσε η τάξη, της άρεσε η αταξία. Του άρεσαν τα σιδερωμένα ρούχα, της άρεσαν τα τσαλακωμένα. Του άρεσε το σπιτικό φαγητό, της άρεσε το βρώμικο. Κι όμως, με τους περίεργους μηχανισμούς που μόνο η ζωή και οι μεγάλοι έρωτες διαθέτουν, αυτοί οι δύο ήταν τελικά πολύ ταιριαστοί.

Τι έγινε λοιπόν, ρωτούσαν έντρομοι όλοι οι φίλοι. Γιατί χωρίσατε; Πώς έγινε; Πότε έγινε; Γιατί έγινε;

Η κοπέλα της ιστορίας πάσχιζε να δώσει απαντήσεις μα δεν ήταν εύκολο. Πώς να περιγράψει κάτι το οποίο ούτε η ίδια δεν είχε καταλάβει; Απλώς συνέβη, έλεγε, ήταν κοινή απόφαση, έπρεπε να βρούμε τους εαυτούς μας, ήμασταν μαζί από μικρά παιδιά, μας είχε φάει η ρουτίνα. Ήταν κάτι όντως από όλα αυτά; Δεν ήξερε. Ίσως και να ήταν όλα αυτά μαζί. Το να περιγράψεις με καθαρότητα τον χωρισμό δύο ανθρώπων που αγαπήθηκαν πολύ, είναι ακατόρθωτο. Είναι σαν να προσπαθείς να περιγράψεις τον μεγάλο τους έρωτα.

Ήταν τώρα έξι μήνες που είχε φύγει από το σπίτι.

Και να ‘μαι εδώ μόνη μου να προσπαθώ να φτιάξω μακαρόνια, σκέφτηκε. Ήταν καλοκαίρι όταν χωρίσανε και τώρα χειμώνα πια μαγείρευε για πρώτη φορά.

Εκείνο το πρωινό το είχε περάσει στο κρεβάτι προσπαθώντας να μιλήσει στο τηλέφωνο με την μητέρα της χωρίς να θυμώσει. Όση ώρα μιλούσαν άκουγε το διπλανό ζευγάρι να τσακώνεται. Εκείνος της ούρλιαζε να σκάσει, εκείνη ακουγόταν μετά βίας. Υπέθεσε, δηλαδή, ότι μιλούσε αφού εκείνος της έλεγε να σκάσει. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις, θα μπορούσε να μην είχε ανοίξει ποτέ το στόμα της.

Τι μαλάκας, σκέφτηκε και βγήκε στη σκάλα για να ακούσει καλύτερα και να δει αν όλα ήταν εντάξει. Η μητέρα της, μιλούσε παράλληλα και της έλεγε πόσο κουρασμένη είναι. Δεν της έδινε σημασία, προσπαθούσε να ακούσει τους από πάνω, ανέβηκε λίγα σκαλιά αλλά τώρα είχαν σταματήσει.

Έκλεισε το τηλέφωνο και μπήκε σπίτι. Κοίταξε γύρω της και κατάλαβε πως ζούσε σε ένα χάος.  Αυτό το ένιωθε κάθε φορά που έμπαινε στο σπίτι αλλά μόνο τότε την ενοχλούσε. Μόνο την στιγμή που έμπαινε απ’ έξω, μόνο τότε συνειδητοποιούσε την τραγική κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει τα πάντα. Πεταμένα ρούχα, άπλυτα πιάτα, σκόνη και βρώμικες βεράντες, όλα παρατημένα, όλα εγκαταλελειμμένα. Η αποστροφή της, όμως, δεν κρατούσε πολύ και σίγουρα δεν ήταν αρκετή για να την κάνει να καθαρίσει. Μετά από λίγα λεπτά μέσα σε εκείνο το απόλυτο μπέρδεμα ένιωθε και πάλι εντάξει. Είχε συνηθίσει τους τελευταίους μήνες να ζει έτσι.

Μπορεί πού και πού να θύμωνε με τον εαυτό της και να σκεφτόταν «γαμώτο έτσι είμαι μάλλον, αυτό είμαι. Αυτό το πράγμα που δε μπορεί με τίποτα και με κανέναν τρόπο να φροντίσει τον εαυτό του. Αυτό είμαι. Πρέπει να το δεχτώ, να το πάρω απόφαση. Είμαι σαν αυτούς τους τύπους που μεγάλωσαν με τις μανάδες τους και μετά όταν έμειναν μόνοι τους απλώς τα σκάτωσαν. Και δε τα σκάτωσαν απλώς, τα σκάτωσαν μια για πάντα. Ε, λοιπόν κι εγώ μετά από αυτό το χωρισμό τα σκάτωσα. Ας το δεχτώ να τελειώνουμε, να μη βασανίζομαι, να μην υποφέρω, να μην βλέπω όλους τους άλλους μέσα στα πεντάμορφα και πεντακάθαρα σπίτια τους και να ζηλεύω. Να μπορώ να πω με θάρρος εγώ δεν το έχω παιδιά, δεν το έχω. Εγώ θέλω άλλα πράγματα στη ζωή μου, δε ξέρω ποια ακόμη αλλά σίγουρα είναι διαφορετικά από τα δικά σας. Να είστε καλά, ευχαριστώ πολύ αλλά δε θα πάρω

Μέσα σε αυτό το σπίτι, το μπερδεμένο, το βρώμικο, μέσα στο σπίτι που την έκανε να αμφιβάλλει για το αν θα έχει καμιά ελπίδα να καταφέρει κάτι στη ζωή της, μέσα στο σπίτι που τη θύμωνε, είχε και στιγμές απόλυτης έκλαμψης, ανάτασης και ναρκισσισμού που την έκαναν να πιστεύει πως θα κατακτήσει το κόσμο. Στη ζυγαριά, όμως, κέρδιζαν οι άλλες.

Δε θέλω γράφοντας τα παραπάνω να δώσω την εντύπωση πως η ηρωίδα μας ήταν σπιτόγατα. Σε καμία περίπτωση δε θα τη χαρακτήριζα έτσι, το αντίθετο. Περνούσε πολύ λίγες ώρες στο σπίτι, πόσο μάλλον τους τελευταίους μήνες. Δούλευε πολύ, έβγαινε πολύ και έκανε τα πάντα για να περιτριγυρίζεται από φασαρία. Η κοπέλα της ιστορίας απεχθανόταν την ησυχία. Θα λέγαμε πως μάλλον τη φοβόταν. Κάθε φορά που η σιωπή φάνταζε απόλυτη, φοβόταν πως θα πάθει κρίση πανικού.

Τώρα, όμως, τη βρίσκουμε σε μια στιγμή πάλης για ανασυγκρότηση πάνω από μια κατσαρόλα που βράζει, με το νερό να  έχει φτάσει τους 100 βαθμούς κελσίου, θερμοκρασία που για κάποιο λόγο πάντα την έκανε να σκέφτεται γιατί στη ζωή της πηγαίνουν όλα λάθος.


Σαράντα βαθμοί Κελσίου

Σήμερα θα κλείσω οκτώ μέρες απομονωμένη μες στο σπίτι. Φοράω το αγαπημένο μου πουλόβερ, φαρδύ και τσαλακωμένο, μαύρο και μαλακό.. Αν αυτή την εποχή βλέπεις ειδήσεις θέλεις να πηδήξεις από το παράθυρο. Οπότε δε βλέπω πολύ, κυρίως διαβάζω. Θέλω να σε πάρω τηλέφωνο αλλά δε θα το κάνω. Δε διαρκούν τα πράγματα για πάντα. Το έμαθα αυτό μεγαλώνοντας. Ο παππούς μου πέθανε ένα καλοκαίρι, ο σκύλος μου πέθανε το επόμενο από εκείνο το καλοκαίρι και τώρα, φέτος, πάλι καλοκαίρι, πέθανε η γιαγιά μου. Ήμουν βέβαιη, και είμαι ακόμα δηλαδή, πως όσοι αγαπώ θα πεθαίνουν καλοκαίρι από εδώ και πέρα. Κάτι συμβαίνει με τα γονίδιά μας, κάτι συμβαίνει με την καρδιά μας. Της αρέσει φαίνεται να σταματάει καλοκαίρι. Της αρέσει να δίνει τον τελευταίο χτύπο της με σαράντα βαθμούς Κελσίου. Της αρέσει να φοράμε αμάνικα και ρούχα ελαφριά όταν αποφασίζει να μας εγκαταλείψει. Έχει κάτι η ζέστη για την οικογένειά μου, κάτι το θανατερό.

Οι κηδείες τον Αύγουστο είναι πάντα οι χειρότερες. Οι άνθρωποι σε αγκαλιάζουν και σε φιλάνε ιδρωμένοι ενώ τα μάγουλά τους κολλάνε από κάτι που δε μπορείς να προσδιορίσεις ακριβώς κι έτσι μετά την ανθρώπινη υποστήριξη, το μόνο που καταφέρνεις είναι να μη νιώθεις περισσότερο δυνατός αλλά περισσότερο βρώμικος.

Φόρεσα στην κηδεία το λιγότερο κατάλληλο ρούχο, μια κοντή μαύρη φούστα με σταυρούς. Ισχυρίστηκα πως δεν είχα τίποτε άλλο μαύρο και πως παραδόξως η φούστα ταίριαζε με το θέμα. Είχα μεγάλη ανάγκη να προκαλέσω. Μπροστά τους δεν έχυσα ούτε ένα δάκρυ. Αν μπορούσα να είμαι χαμογελαστή θα ήμουν. Πόσο απαίσια έμοιαζα στα μάτια τους, πόσο απαίσιοι έμοιαζαν στα δικά μου. Είχα κουραστεί να μοιάζω καλή, με ανακούφιζε να μοιάζω απαίσια. Μάλλον αυτό σημαίνει να ζεις. Να ζεις σημαίνει να μοιάζεις σε κάποιους απαίσιος και σε κάποιους υπέροχος. Να ζεις σημαίνει να μοιάζεις κάπως σε κάποιους.

Δεν ξέρω γιατί γράφω για κηδείες. Από τότε που έφυγες φοβάμαι να κοιμηθώ. Χθες βράδυ σε ονειρεύτηκα για ακόμη μια φορά. Μου έλεγες κάπως αδιάφορα πως δε με αγαπάς πια. Θυμάμαι να καλύπτει πόνος το στέρνο μου και μετά να προσπαθώ με διάφορες ερωτήσεις να ανατρέψω αυτό που μόλις είχες πει. Η γιαγιά μου έλεγε πως όταν ένα όνειρο το λες σε κάποιον, δε βγαίνει. Δεν το είπα πουθενά, μόνο σε σένα τώρα.

Δεν ξέρω γιατί γράφω για κηδείες.

Ήταν καλοκαίρι όταν χωρίσαμε.

–φωτογραφία από Pinterest

Σχολιάστε