Λευκή πέτρα


-στα λόγια η Ηλιάνα Τσακίρη

Πάντα προτιμούσε να μένει μόνη της. Δεν ήθελε πολλά. Δεν ήθελε φίλους και υποχρεώσεις που την βάραιναν. Μοναχική και σκληρή, σαν τη λευκή πέτρα που της αφαίρεσε τη ζωή. Την έλεγαν Άννα και τη νύχτα που άφησε τη τελευταία της πνοή, έβρεξε τόσο που πολλοί ήταν εκείνοι που θεώρησαν ότι μπορεί και να ερχόταν το τέλος του κόσμου.

Η Άννα δεν ήθελε σταθερές σχέσεις. Άλλαζε τους συντρόφους της συχνά, δεν επιθυμούσε να βαριέται και να πλήττει. Η ελευθερία ήταν το παν για εκείνη. Έτσι και εκείνο το βράδυ, πριν τον θάνατό της, είχε ψαρέψει τη διασκέδασή της. Δεν της γέμιζε το μάτι, τον έβρισκε σταθερό, αλλά δεν ήθελε να γυρίσει και μόνη στο σπίτι της. Προσπάθησε να εστιάσει στα καλά του «θύματος» της.

Ήπιαν δυο ποτά, τέσσερα σφηνάκια ο καθένας, και το σπίτι της τους υποδέχτηκε. Είχε δίκιο, δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, αλλά ok, το βράδυ πέρασε. Ήθελε να μείνει μαζί της, τον έσυρε έξω, με ευγενικές, συνοπτικές διαδικασίες. Ήθελε να κάνει το μπάνιο της, να μη μυρίζει το άρωμα του πάνω της. Μετά από Εκείνον δεν υπήρχε άλλος, άλλωστε. Γαμώτο!

Μπανιαρίστηκε, φόρεσε τη ρόμπα της και ξάπλωσε στον καναπέ. Σε κανένα μισάωρο θα την έπαιρνε ο ύπνος, σιγουράκι. Άφησε να παίζει μια ταινία, έτσι ίσα ίσα, να νανουριστεί. Η ταινία έδειχνε κάτι παιδάκια να καλούν πνεύματα, να δεις πώς το λένε αυτό το παιχνίδι… Α! Ouija. Δεν το είχε κάνει ποτέ της, πώς να το κάνει άλλωστε; Φίλους δεν είχε.

Κάτι μέσα της, την γαργάλησε… «Δε βαριέσαι, γιατί όχι; Μόνη εξάλλου τα κάνω όλα». Έτσι σηκώθηκε και έκατσε στο πάτωμα. Έπιασε μερικά κεριά που είχε στο τραπέζι και έκλεισε τη τηλεόραση. Δεν διέθετε, προφανώς, το διάσημο αυτό ταμπλό, αλλά… Άμα ήταν να έρθει το πνεύμα που ήθελε, θα ερχόταν με ή χωρίς ταμπλό.

Έπιασε και την πέτρα του, μια λευκή, ολοστρόγγυλη. Ήταν το τελευταίο πράγμα που της χάρισε πριν φύγει μακριά της. Δεν πρόλαβε να τον αποχαιρετήσει. Έφυγε ενώ ήταν τσακωμένοι… Ούτε που θυμάται τον λόγο του καβγά τους.

Δεν ήξερε τι να πει, πώς να φερθεί. Απλά κράτησε σφικτά τη πέτρα του. Τη φίλησε, ένιωσε το χνώτο της. Φώναξε το όνομά του. Σκέφτηκε τις πιο ευτυχισμένες μέρες τους. Σκέφτηκε το χαμόγελο του, τα χέρια του και τα μάτια του. Είχε τα πιο φωτεινά μάτια, που είχε δει σε άνθρωπο. Ή μήπως εκείνη τα έβλεπε όλα σκοτεινά, τρία χρόνια μετά.

Δάκρυα ήρθαν στα μάτια της. Παρακάλεσε με όλη της την ψυχή. Φώναζε ξανά και ξανά το όνομα του, τον καλούσε να της φανερωθεί, έστω η σκιά του. Τότε το άκουσε. Ακούστηκε κάποιο από τα διακοσμητικά καμπανάκια που συνέλεγε από κάθε χώρα, να χτυπά. Ο πρώτος χτύπος ήταν αδύναμος, δεύτερος πιο δυνατός και στον τρίτο το καμπανάκι έσπασε. Η τσιρίδα της ήταν απότομη.

«Πες μου ότι είσαι εσύ, σε παρακαλώ…» ψιθύρισε. Μια σκιά την πλησίασε, πάνω από δυο μέτρα. Της έκοψε την ανάσα και το μυαλό της μούδιασε. Τα κεριά έσβησαν, μόνο ένα έμεινε αναμμένο, το πιο κοντό και αδύναμο.

Ένιωσε ένα βάρος στο δεξί της ώμο. Μια πίεση στα χείλη. Ένα ελαφρύ τράβηγμα στα μαλλιά. Η σκιά απομακρύνθηκε και είδε ότι ήταν Εκείνος. Μάλλον…

«Άσε με να δω καθαρά το πρόσωπό σου. Φύγε από τις σκιές, άσε με λίγο να σε αντικρίσω πάλι» παρακάλεσε.

«Το πρόσωπό μου δεν θα έχει τη μορφή που είχε. Θα με δεις όπως έφυγα, μετά το ατύχημα και δε το θέλω. Επίσης, αν σε αφήσω, θα πρέπει να σε σκοτώσω μετά. Δε μπορούμε να μιλάμε με τους ζωντανούς…»

«Δε με νοιάζει, απλά άσε με να σε δω και μετά κάνε ό,τι θες. Δες πως έχω γίνει. Χαμένη, αποκομμένη… έχω φύγει από όλους και όλα μετά από σένα. Έχω γίνει τόσο εγωίστρια, μίζερη, είμαι για μένα μια άγνωστη και εσύ τώρα είσαι η μόνη μου ταυτότητα. Νομίζεις, ότι με νοιάζει πως θα είναι η μορφή σου; Για όταν θα με σκοτώσεις ή όχι; Ίσα ίσα ευτυχισμένο θάνατο θα έχω…».

Το πρόσωπό του φανερώθηκε. Καμμένο δέρμα, γεμάτο αίμα και πύον. Το κρανίο του φαγωμένο, τούφες να απουσιάζουν και τα χείλη του σκαμμένα. Ήταν αποκρουστικό, αλλά ήταν ο άνθρωπός της. Ο μόνος άνθρωπος που της έδινε ζωή.

Πήρε τη λευκή πέτρα από τα χέρια της. Τη φίλησε και της χαμογέλασε.

«Ό,τι πιο κοντινό μπορώ να σου δώσω σε φιλί…».

Η Άννα χαμογέλασε με έναν λυγμό να τη καίει.

«Μου έλειψες…»

«Και μένα, αλλά συγγνώμη… πρέπει να σε πάρω μαζί μου».

«Δε με νοιάζει, σε εμπιστεύομαι σε όλα…».

Το πρόσωπό του χάθηκε, το τελευταίο κερί έσβησε. Η Μαύρη σκιά μπήκε μέσα της και τη κατασπάραξε. Η ανάσα της κόπηκε και η λευκή πέτρα χώθηκε στο κεφάλι της. Το κρανίο σπασμένο και ένας ήχος αποκρουστικός στη διάρκεια της πτώσης του σώματος της. Το αίμα έκανε μια βαθιά κόκκινη λίμνη στο ξύλινο πάτωμα. Τα πλευρά της έσπασαν με μια κίνηση και έμεινε να κείτεται σαν κουβάρι πεταμένο.

Η σκιά την αγκάλιασε και βγήκε από το παράθυρο. Πόσο καλός ηθοποιός ήταν τελικά. Τα κατάφερε για άλλη μια φορά. Πόσο αφελείς είναι οι άνθρωποι. Πόσο ανάγκη έχουν να πιαστούν από κάπου, για να έχουν έναν λόγο να ξυπνούν το πρωί. Ποιος θα την αναζητούσε, ούτε που πρόλαβε να το σκεφτεί. Σε ποια κόλαση βυθίστηκε, κανείς δε θα το μάθει. Που πούλησε τη ψυχή της, ούτε που είχε κουράγιο να ρωτήσει… Τι σημασία είχε άλλωστε…

–φωτογραφία από Pinterest

Σχολιάστε