-στα λόγια ο SideliK_2 /
στη φωτογραφία o @godspeecs
Έβγαλα το φουσκωτό σου στρώμα από την ντουλάπα και το χάιδεψα λίγο για να σε θυμηθώ. Είμαι μαζόχα από τις λίγες. Το πού θα με βγάλει δεν το γνωρίζω, πόσο θέλω να το μάθω! Αχ αυτό το στυλ μου της μιζέριας του Τζόκερ – στάση για γέλιο, κλάμα και σιγαρέτα.
Πεθαμενατζής, κηδεύω αναίσθητα κάθε χειμώνα μνήμες. Κι άλλοτε, εγκάθετος πλάθω τις εικόνες εκείνες που κάνουν την τέχνη. Ετούτη τη δίχως νόημα τέχνη. Μουδιασμένος από τα ηλίθια φυτά και τις χυλόπιτες θα ‘πρεπε να νιώθω ασφαλής.. όμως δεν είμαι.
Η μποτίλια ανοίγει και το κρασί ξεχύνεται στο λαρύγγι μου. Το μη ορατό γίνεται απτό απ’ το τίποτα -με μια φλασιά- πάνω στη σιέστα. Σαν το ελάφι πηδώ από σκέψη σε σκέψη κι ο λογισμός μου, σαν σάτυρος σε κυνηγά στον λαβύρινθο του Κιούμπρικ. Μα δεν παγώνω.
-Δυστυχώς..
Χορεύει γυμνή εμπρός μου. Υπό τους ήχους κλασικής μουσικής με ίχνη από τζαζ βαβούρα που καθηλώνει. Πόσο δεν άλλαξα αλήθεια! Ο κελευστής έκανε λάθος. Δεν κρατιέται ένα ελάφι. Γυρνά το βλέμμα της απάνω μου κι η μορφή μου καθρεφτίζεται στα μάτια της. Τρεμάμενη.
Κάπου εκεί, ήξερα πως σιγοκαίει σα σπίρτο το παραμύθι τούτο.
-Θα φύγεις, το ξέρω.
-Πώς και σκέφτεσαι δυνατά;
-Αλήθεια τώρα;
Εσύ που το διαβάζεις ξέρεις. Ζούμε, μετά ψοφάμε με το χέρι απλωμένο. Απλά κάποιες φορές το απλώνουμε στη φλόγα κάποιου φούρνου που βραχυκύκλωσε. Κι άλλες, στα θαλασσιά νερά του Αργοσαρωνικού.
Άλλογα.
Δύσγλωτα και οχυρωμένα ζώντας.
