[Η ζωή είναι η κλεψύδρα που φιλοξενεί το αιωνόβιο σώμα του θανάτου]


-στα λόγια η Ολυμπία Θεοδοσίου

Τόπος Σεγκόβια, εποχή καλοκαίρι, μήνας άγνωστος.

Βαγόνια τρένων περνούν κάτω από τις θεόρατες καμάρες του υδραγωγείου, η πόλη υποδέχεται τους ξεριζωμένους του Ζέμπαλντ. Άνθρωποι με κοινή μοίρα, άνθρωποι που τρέφονται με θάνατο και ζωή, δίχως να αντιμιλούν στο ράπισμα της εχθρικής σιωπής. Αποβιβάζονται στο κέντρο της πόλης, η ασκητική ζέστη τους σταυρώνει, εκείνοι δεν μιλούν, απλώς περιφέρονται γύρω από τα μαγαζιά και τα σπίτια. Οι λιγοστοί περαστικοί τους κοιτούν, ένας πιάνει κουβέντα μαζί τους, δείχνει κατανόηση για τα δάκρυα που κυλούν από τις πληγές τους, κι ας μην γνωρίζει να μιλά την γλώσσα της απόγνωσης. Βγάζουν ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τις τσέπες τους, εξηγούν στον άνθρωπο πως όλες αυτές οι εικόνες είναι πια νεκρές, οι αναπνοές τους σκόρπισαν από την εκπυρσοκρότηση του χρόνου. Ο περαστικός θέλει να τους βοηθήσει, εκείνοι αρνούνται, ισχυρίζονται πως γνωρίζουν να επιβιώνουν, έτσι έφτασαν μέχρι εκεί, κρατώντας τις ετοιμοθάνατες μέρες τους στα χέρια, τις οποίες μάλιστα είχαν τυλίξει με επιδέσμους για να μην δραπετεύσει από μέσα τους η ψυχή. Ο περαστικός τους αποχαιρετά, οι ξεριζωμένοι συνεχίζουν τον δρόμο τους, γιατί μονάχα έτσι θα ξεθάψουν την ύπαρξή τους.

-artwork: Eric Gilkey

Σχολιάστε