Το ποστ του μεσονυκτίου | Εκεί που ο Τάουι κυλά, Dylan Thomas


-επιλογή κειμένου από τον Νίκο Σταϊκούλη

{για να μεταβείτε στην αντίστοιχη υποσημείωση, πατήστε απλά πάνω στον αριθμό· μόλις τη διαβάσετε, μπορείτε να επιστρέψετε στο σημείο του κειμένου που βρισκόσασταν πατώντας το βελάκι της αντίστοιχης υποσημείωσης}

Ο κύριος Χάμφρις, ο κύριος Ρόμπερτς και ο νεαρός κύριος Τόμας χτύπησαν την εξώπορτα του Λάβενγκρο, της μικρής βίλας της κυρίας Έμλιν Έβανς, ακριβώς στις εννέα το βράδυ. Κρύφτηκαν πίσω από έναν θάμνο βερονίκης και περίμεναν, ενώ ο κύριος Έβανς σύρθηκε με τις παντόφλες του από το πίσω δωμάτιο στον διάδρομο και παιδεύτηκε με τους σύρτες.
Ο κύριος Χάμφρις ήταν δάσκαλος, ένας ψηλός ωραίος άντρας που τραύλιζε και είχε γράψει ένα αποτυχημένο μυθιστόρημα.
Ο κύριος Ρόμπερτς, ένας εύθυμος, αμφιβόλου ηθικής μεσήλικας, ήταν εισπράκτορας σε μια ασφαλιστική εταιρεία· στην πιάτσα τον αποκαλούσαν τυμβωρύχο, ενώ στους φίλους του ήταν γνωστός ως Μπερκ και Χερ1, ή ο Ουαλός εθνικιστής. Κάποτε κατείχε υψηλή θέση στα γραφεία μιας ζυθοποιίας.
Ο νεαρός κύριος Τόμας για την ώρα ήταν ανεπάγγελτος, αλλά ήταν γνωστό πως σύντομα θα έφευγε για το Λονδίνο, για να κάνει καριέρα στο Τσέλσι ως συνεργαζόμενος δημοσιογράφος· ήταν άφραγκος και ήλπιζε, με έναν ασαφή τρόπο, να τον ζήσουν οι γυναίκες.
Όταν ο κύριος Έβανς άνοιξε την πόρτα και έφεξε με τον φακό του το στενό δρομάκι, φωτίζοντας το γκαράζ και το κοτέτσι, αλλά αγνοώντας τελείως τον θάμνο που ψιθύριζε, οι τρεις φίλοι πετάχτηκαν πάνω και κραύγασαν απειλητικά: «Είμαστε άντρες της OGPU2, άσε μας να περάσουμε!».
«Ψάχνουμε για αντικαθεστωτική λογοτεχνία», είπε ο κύριος Χάμφρις με δυσκολία, σηκώνοντας το χέρι του για να χαιρετήσει.
«Χαίρε, Σόντερς Λούις!3 Και ξέρουμε πού θα τη βρούμε», είπε ο κύριος Ρόμπερτς.
Ο κύριος Έβανς έσβησε τον φακό του. «Ελάτε μέσα, αγόρια, να γλιτώσετε από το νυχτερινό αγιάζι και να πιείτε μια γουλιά. Μόνο κρασί από παστινάκι έχω», συμπλήρωσε.
Έβγαλαν τα καπέλα και τα πανωφόρια τους, τα στοίβαξαν στην άκρη της κουπαστής στη σκάλα, μίλησαν σιγανά, από φόβο μην ξυπνήσουν τα δίδυμα, τον Τζορτζ και τη Σίλια, κι ακολούθησαν τον κύριο Έβανς στη φωλίτσα του.
«Πού είναι τα βάσανα κι η συμφορά, κύριε Έβανς;» είπε ο κύριος Ρόμπερτς με προφορά κόκνεϊ.4 Ζέστανε τα χέρια του μπροστά στο τζάκι και παρατήρησε, με ένα μειδίαμα έκπληξης, αν και επισκεπτόταν το σπίτι κάθε Παρασκευή, τις τακτικές σειρές των βιβλίων, το περίτεχνο έπιπλο με το αναδιπλούμενο σκέπασμα, που μετέτρεπε τη σάλα σε γραφείο, το απαστράπτον ρολόι δαπέδου με το εκκρεμές, τις φωτογραφίες των παιδιών που κοιτούσαν παγωμένα το πουλάκι, το μη αφρώδες, απολαυστικό σπιτικό κρασί –πραγματικός δυναμίτης– μέσα σε ένα παλιό μπουκάλι μπίρας, τον κοιμισμένο γάτο στο φθαρμένο χαλάκι. «Στο σπίτι της μπουρζουαζίας».
Ο ίδιος ήταν ένας άστεγος εργένης με παρελθόν και με πολλά χρέη, και τίποτα δεν τον ευχαριστούσε περισσότερο από το να φθονεί τους φίλους του, τις συζύγους και τις ανέσεις τους, και να μιλά για αυτούς απαξιωτικά και με υπαινιγμούς.
«Στην κουζίνα», είπε ο κύριος Έβανς μοιράζοντας ποτήρια.
«Εκεί που είναι η μόνη θέση της γυναίκας», είπε ο κύριος Ρόμπερτς με ζέση, «με μία εξαίρεση».
Ο κύριος Χάμφρις κι ο κύριος Τόμας τοποθέτησαν τις καρέκλες γύρω από το τζάκι και κάθισαν κι οι τέσσερις κοντά κοντά, με γεμάτα ποτήρια και διάθεση εμπιστευτική. Για λίγο δεν μιλούσε κανείς. Έριξαν ο ένας στον άλλο πονηρές ματιές, ήπιαν κι αναστέναξαν, άναψαν τα τσιγάρα που ο κύριος Έβανς τούς πρόσφερε από το κουτί της ντάμας και κάποια στιγμή ο κύριος Χάμφρις κοίταξε το ρολόι δαπέδου, έκλεισε το μάτι κι έφερε το δάχτυλο στα χείλη του. Τότε, καθώς οι επισκέπτες είχαν ζεσταθεί, ενώ το κρασί έκανε τη δουλειά του κι έτσι είχαν ξεχάσει την άγρια νύχτα έξω, ο κύριος Έβανς είπε μ’ ένα ρίγος απαγορευμένης ευχαρίστησης: «Η σύζυγος θα πάει για ύπνο σε μισή ώρα. Τότε μπορούμε να ξεκινήσουμε τη σωστή δουλειά. Έχει φέρει ο καθένας τα δικά του;».
«Και τα σύνεργα», είπε ο κύριος Ρόμπερτς χτυπώντας την πλαϊνή του τσέπη.
«Και τι θα λέμε μέχρι τότε;» είπε ο νεαρός κύριος Τόμας.
Ο κύριος Χάμφρις ξαναέκλεισε το μάτι. «Τσιμουδιά!»
«Περίμενα το αποψινό όπως περίμενα τo Σάββατο όταν ήμουν παιδί», είπε ο κύριος Έβανς. «Γιατί τότε μου έδιναν μία πένα. Και πήγαινε όλη σε καραμέλες και ζελεδάκια».
Ήταν πλασιέ προϊόντων από καουτσούκ – λαστιχένια παιχνίδια, σύριγγες και πατάκια μπάνιου. Μερικές φορές ο κύριος Ρόμπερτς τον αποκαλούσε «ο φίλος του φτωχού», κάνοντάς τον να κοκκινίζει. «Όχι! Όχι! Όχι», έλεγε, «μπορείτε να δείτε τα δείγματά μου, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα ανάμεσά τους». Ήταν σοσιαλιστής.
«Εγώ με την πένα μου αγόραζα ένα πακέτο τσιγάρα Cinderella», είπε ο κύριος Ρόμπερτς, «και τα κάπνιζα στο σφαγείο. Ο πιο γλυκός καπνός του κόσμου. Δεν κυκλοφορούν πια».
«Θυμάστε τον γερο-Τζιμ, τον επιστάτη στο σφαγείο;» ρώτησε ο κύριος Έβανς.
«Ήταν μετά τη φουρνιά μου· δεν βγήκα τώρα από το αυγό σαν εσάς, αγόρια».
«Δεν είστε μεγάλος, κύριε Ρόμπερτς, σκεφτείτε τον Τζ.Μπ.Σ.».5
«Δεν είμαι φανατικός οπαδός του, καταναλώνω χωρίς τύψεις πουλιά και θηρία», είπε ο κύριος Ρόμπερτς.
«Τρώτε και λουλούδια;»6
«Αμάν εσείς οι λογοτεχνικοί τύποι, σταματήστε να λέτε πράγματα που δεν καταλαβαίνω. Είμαι απλώς ένας φτωχός τυμβωρύχος που δουλεύει πόρτα πόρτα».
«Ο γερο-Τζιμ, με αντάλλαγμα μία μπίρα, έβαζε το χέρι του μέσα στο κουτί με τα εντόσθια και σου έβγαζε έναν αρουραίο με στριμμένο το λαρύγγι».
«Και εγένετο μπίρα».
«Πάψτε! Πάψτε!» Ο κύριος Χάμφρις χτύπησε το ποτήρι του στο τραπέζι. «Δεν πρέπει να σπαταλάτε ιστορίες, θα τις χρειαστούμε όλες», είπε. «Καταγράψατε το ανέκδοτο του σφαγείου στο σημειωματάριό σας, κύριε Τόμας;»
«Θα το θυμάμαι».
«Μην ξεχνάτε, προς το παρόν μπορείτε να μιλάτε μονάχα περί ανέμων και υδάτων», είπε ο κύριος Χάμφρις.
«Εντάξει, Ρόντερικ!»7 είπε αμέσως ο κύριος Τόμας.
Ο κύριος Ρόμπερτς κάλυψε τα αυτιά του με τα χέρια του. «Η συζήτηση ρέπει προς τον μυστικισμό», είπε. «Παρντόν για τη φρασεολογία! Κύριε Έβανς, μήπως έχετε κάνα αεροβόλο; Θέλω να τρομάξω τους διανοούμενους. Σας έχω πει για τότε που έδωσα διάλεξη στη λέσχη του Τζον Ο’Λοντον8 για τη “Χρησιμότητα του άχρηστου”; Δεν κατάλαβαν από πού τους ήρθε. Μιλούσα όλη την ώρα για τον Τζακ Λόντον κι όταν στο τέλος μου είπαν πως η διάλεξη δεν ήταν σχετική με το θέμα που είχα ανακοινώσει, απάντησα: “Μα δεν είναι άχρηστο αυτό για το οποίο σας μίλησα;” και δεν είχαν να πουν κουβέντα. Η κυρία του δόκτορος Ντέιβις καθόταν στην μπροστινή σειρά, τη θυμάστε; Είχε δώσει την πρώτη διάλεξη, για τον Γ. Τζ. Λοκ, και στη μέση έκανε σαρδάμ. Θυμάστε που μίλησε για τον “Αξιάλητο Αγαπήτη”,9 κύριε Χάμφρις;»
«Σταματήστε πια!» μούγκρισε ο κύριος Χάμφρις. «Περιμένετε να μας τα πείτε αργότερα».
«Λίγο ακόμα παστινάκι;»
«Κατεβαίνει σαν μετάξι, κύριε Έβανς».
«Σαν βρεφικό γάλα».
«Πείτε πότε, κύριε Ρόμπερτς».
«Μία λέξη με τέσσερα γράμματα που υποδηλώνει χρονική περίοδο. Ευχαριστώ! Αυτό το διάβασα πάνω σε ένα σπιρτόκουτο».
«Γιατί δεν έχουν μυθιστορήματα σε συνέχειες στα σπιρτόκουτα; Θα αγοράζατε όλο το μαγαζί για να μάθετε τι έκανε η Δάφνη παρακάτω», είπε ο κύριος Χάμφρις.
Σταμάτησε και κοίταξε ντροπιασμένος τα πρόσωπα των φίλων του.
Δάφνη ήταν το όνομα της ζωντοχήρας στο Μάνσελτον για την οποία ο κύριος Ρόμπερτς είχε χάσει και την υπόληψή του και τη θέση του στη ζυθοποιία. Είχε αποκτήσει τη συνήθεια να της παραδίδει μπουκάλια κατ’ οίκον, δίχως χρέωση, της αγόρασε ένα έπιπλο-μπαρ και της έδωσε εκατό λίρες και τα δαχτυλίδια της μητέρας του. Σε αντάλλαγμα εκείνη διοργάνωνε μεγάλα πάρτι στα οποία δεν τον καλούσε ποτέ. Μόνο ο κύριος Τόμας παρατήρησε το όνομα και είπε: «Όχι, κύριε Χάμφρις, σε χαρτί υγείας θα ήταν καλύτερα».
«Όταν ήμουν στο Λονδίνο», είπε ο κύριος Ρόμπερτς, «έμενα με ένα ζευγάρι, τους Αρμιτάζ, στο Πάλμερς Γκριν. Αυτός έφτιαχνε κουρτίνες και στόρια. Άφηναν μηνύματα στο χαρτί υγείας κάθε μέρα».
«Αν θέλεις να φτιάξεις ένα ξύλινο στόρι», είπε ο κύριος Έβανς, «κάνε ήρωά του τον Πινόκιο». Αισθανόταν πάντα λίγο αποκομμένος τις βραδιές στο σπίτι του και περίμενε να εμφανιστεί απ’ την κουζίνα η κυρία Έβανς με αποδοκιμαστικό ύφος.
«Αναγκάστηκα επανειλημμένως να χρησιμοποιήσω το “Αγαπημένε μου Τομ, μην ξεχάσεις ότι θα έρθουν για τσάι οι Γουάτκινσι” ή το “Στην Πέγκι, απ’ τον Τομ, σε ανάμνηση”. Ο κύριος Αρμιτάζ ήταν φασίστας».
«Αλήτες», είπε ο κύριος Χάμφρις.
«Σοβαρά, τι θα κάνουμε με την ομογενοποίηση του υποκειμένου;» ρώτησε ο κύριος Έβανς. Η Μοντ ήταν ακόμα στην κουζίνα· την άκουσε να βροντά τα πιάτα.
«Θα απαντήσω στην ερώτησή σας με ερώτηση», είπε ο κύριος Ρόμπερτς, βάζοντας το χέρι του στο γόνατο του κυρίου Έβανς. «Πόση ατομικότητα έχει απομείνει; Η εποχή της μάζας παράγει τον άνθρωπο της μάζας. Η μηχανή παράγει το ρομπότ».
«Ναι, αλλά για σκλάβο της, όχι για αφέντη της», δήλωσε κατηγορηματικά ο κύριος Χάμφρις.
«Ορίστε. Αυτό είναι. Η τυραννική κυριαρχία ενός κινητήρα, κύριε Χάμφρις, που πάντα πληρώνεται με σάρκα και αίμα».
«Έχουμε άδεια ποτήρια;»
Ο κύριος Ρόμπερτς γύρισε το ποτήρι του ανάποδα. «Αυτό παλιά στο Χλανέχλι σήμαινε “Θα παίξω έναν γύρο μπουνιές με τον καλύτερο εδώ μέσα”. Αλλά, πραγματικά, όπως λέει ο κύριος Έβανς, ο ατομικιστής παλαιάς κοπής είναι τώρα σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό».
«Και τι νερό, χείμαρρος!» είπε ο κύριος Τόμας.
«Πάρτε παράδειγμα τους εθνικούς – πώς τους είπε ο “Παρατηρητής” την προηγούμενη εβδομάδα; Τους εθνικούς μας λαοπλάνους».
«Να τους πάρετε εσείς, κύριε Ρόμπερτς, εμείς έχουμε ήδη αρουραίους», είπε ο κύριος Έβανς με ένα νευρικό γέλιο. Στην κουζίνα επικρατούσε ησυχία. Η Μοντ ήταν έτοιμη.
«Ο Παρατηρητής είναι nom de plume για τον Μπάζιλ Γκορς Γουίλιαμς», είπε ο κύριος Χάμφρις. «Το ήξερε αυτό κανείς;»
«Nom de guerre. Είδατε το άρθρο του για τον Ράμσι Μακ;10 “ Ένα πρόβατο με προβιά λύκου”».
«Τον ξέρω!» είπε περιφρονητικά ο κύριος Ρόμπερτς. «Τον έχω σιχαθεί».
Η κυρία Έβανς άκουσε το τελευταίο σχόλιο καθώς έμπαινε στο δωμάτιο. Ήταν μια αδύνατη γυναίκα με ρυτίδες, κουρασμένα χέρια, απομεινάρια ωραίων καστανών ματιών και υπεροπτική μύτη. Μια γυναίκα τέρας ψυχραιμίας. Κάποτε, μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, είχε ακούσει τον κύριο Ρόμπερτς να περιγράφει τις αιμορροΐδες του για πάνω από μία ώρα και του είχε επιτρέψει αδιαμαρτύρητα να τις αποκαλεί σταφύλια της οργής. Όταν ο κύριος Ρόμπερτς ήταν νηφάλιος, την προσφωνούσε «κυρία μου» και μιλούσε μονάχα για τον καιρό και τα κρυολογήματα. Πετάχτηκε πάνω και της πρόσφερε την καρέκλα του.
«Όχι, σας ευχαριστώ, κύριε Ρόμπερτς», είπε εκείνη με καθαρή, σκληρή φωνή, «πηγαίνω αμέσως για ύπνο. Το κρύο κι εγώ δεν τα πάμε καλά».
Πήγαινε για ύπνο, άχαρη Μοντ, σκέφτηκε ο νεαρός κύριος Τόμας. «Θα θέλατε κάτι να ζεσταθείτε λίγο, κυρία Έβανς, πριν αποσυρθείτε;» τη ρώτησε.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της, χάρισε στους φίλους ένα αχνό χαμόγελο και είπε στον κύριο Έβανς: «Βάλε το σύμπαν σε τάξη πριν έρθεις στο κρεβάτι».
«Καληνύχτα, κυρία Έβανς».
«Δεν θα κάτσουμε μετά τα μεσάνυχτα αυτή τη φορά, Μοντ, το υπόσχομαι. Θα βγάλω τον Σάμπο έξω στην πίσω πλευρά».
«Καληνύχτα, κυρία μου».
Όνειρα γλυκά, ξινή.
«Δεν θα σας ενοχλήσω άλλο, κύριοι», είπε. «Ό,τι έχει μείνει από το κρασί από παστινάκι για τα Χριστούγεννα είναι στην παπουτσοθήκη, Έμλιν. Μην το αφήσεις να πάει χαμένο. Καληνύχτα».
Ο κύριος Έβανς σήκωσε τα φρύδια και σφύριξε. «Ουφ! Φτηνά τη γλιτώσαμε». Προσποιήθηκε ότι κάνει αέρα στο πρόσωπό του με τη γραβάτα του. Μετά το χέρι του έμεινε μετέωρο. «Ήταν μαθημένη να μένει σε μεγάλο σπίτι», είπε, «με υπηρέτες».
Ο κύριος Ρόμπερτς έβγαλε μολύβια και πένες από την πλαϊνή του τσέπη. «Πού είναι το πολύτιμο χειρόγραφο; Η ώρα περνάει».
Ο κύριος Χάμφρις και ο κύριος Τόμας τοποθέτησαν τα σημειωματάριά τους στα γόνατά τους, πήραν ο καθένας ένα μολύβι και παρατηρούσαν τον κύριο Έβανς που άνοιγε το πορτάκι του μεγάλου ρολογιού. Κάτω από τα βαρίδια που ταλαντεύονταν υπήρχε ένα πάκο χαρτιά δεμένο με μπλε κορδέλα. Ο κύριος Έβανς το τοποθέτησε πάνω στο γραφείο.
«Κηρύσσω την έναρξη», είπε ο κύριος Ρόμπερτς. «Για να δούμε πού βρισκόμαστε. Έχετε τα πρακτικά, κύριε Τόμας;»
«“Εκεί που ο Τάουι κυλά”», είπε ο κύριος Τόμας, «“ένα μυθιστόρημα για τη ζωή στην επαρχία. Κεφάλαιο πρώτο: Μια πολύπλευρη περιγραφή της πόλης, αποβάθρες, φτωχογειτονιές, προάστια κ.λπ.”. Αυτό το τελειώσαμε. Ο τίτλος που αποφασίστηκε είναι: Κεφάλαιο πρώτο: “Η δημόσια πόλη”. Το δεύτερο κεφάλαιο είναι να ονομαστεί “Η ιδιωτική ζωή”, και ο κύριος Χάμφρις έχει προτείνει τα ακόλουθα: “Καθένας από τους συμμετέχοντες να πάρει έναν χαρακτήρα από κάποια κοινωνική σφαίρα ή τάξη της πόλης και να τον παρουσιάσει στους αναγνώστες με μια σύντομη αναδρομή στη ζωή του ως τη χρονική στιγμή που ξεκινάμε την αφήγηση, δηλαδή τον χειμώνα αυτής της χρονιάς. Αυτές οι παρουσιάσεις των χαρακτήρων, που εφεξής θα θεωρούνται οι βασικοί πρωταγωνιστές, και το χρονικό της ζωής τους, θα αποτελέσουν το δεύτερο κεφάλαιο”. Ερωτήσεις, κύριοι;»
Ο κύριος Χάμφρις συμφωνούσε με όλα όσα είχε πει ο κύριος Τόμας. Ο ήρωάς του ήταν ένας ευαίσθητος διευθυντής σχολείου με προχωρημένες απόψεις, που τον παρεξηγούσαν και του συμπεριφέρονταν άσχημα.
«Καμία ερώτηση», είπε ο κύριος Έβανς. Ήταν υπεύθυνος για τα προάστια. Ξεφύλλισε τις σημειώσεις του και περίμενε να αρχίσουν.
«Δεν έχω γράψει τίποτα ακόμα», είπε ο κύριος Ρόμπερτς, «τα έχω όλα στο κεφάλι μου». Είχε διαλέξει τις φτωχογειτονιές.
«Προσωπικά», είπε ο κύριος Τόμας, «δεν έχω αποφασίσει αν θα διαλέξω μια σερβιτόρα ή μια πόρνη».
«Πώς σας φαίνεται η ιδέα μιας σερβιτόρας που είναι και πόρνη;» πρότεινε ο κύριος Ρόμπερτς. «Ή μήπως θα μπορούσαμε να πάρουμε κάναν δυο χαρακτήρες ο καθένας; Θα ήθελα έναν δημοτικό σύμβουλο. Και έναν χρυσοθήρα».
«Ποιοι είχαν μία λέξη και για τους δυο, κύριε Χάμφρις;» ρώτησε ο κύριος Τόμας.
«Οι Έλληνες».
Ο κύριος Ρόμπερτς σκούντησε τον κύριο Έβανς και ψιθύρισε: «Μόλις σκέφτηκα μια αρχή για το κομμάτι μου. Άκου, Έμλιν: “Στο ετοιμόρροπο τραπέζι στη γωνιά του στενόχωρου, ρημαγμένου χώρου ένας άγνωστος θα μπορούσε να είχε δει, υπό το τρεμάμενο φως του κεριού που ήταν μες στο μπουκάλι του τζιν, ένα σπασμένο φλιτζάνι γεμάτο ξερατά ή κρέμα”».
«Σοβαρέψου, Τεντ», είπε ο κύριος Έβανς γελώντας. «Την έχεις γράψει ήδη αυτή την πρόταση».
«Όχι, το ορκίζομαι, ξαφνικά μου ήρθε!» Τίναξε τα δάχτυλά του. «Μα ποιος διαβάζει τις σημειώσεις μου;»
«Εσείς, κύριε Τόμας, έχετε γράψει τίποτα;»
«Όχι ακόμα, κύριε Έβανς». Εκείνη την εβδομάδα έγραφε την ιστορία μιας γάτας που πήδηξε πάνω σε μια γυναίκα την ώρα που πέθαινε και την έκανε βαμπίρ. Είχε φτάσει στο σημείο της ιστορίας που η γυναίκα ήταν μια ζωντανή-νεκρή γκουβερνάντα, αλλά δεν μπορούσε να βρει τρόπο να την εντάξει στο μυθιστόρημα.
«Δεν είναι ανάγκη να αποφύγουμε εντελώς το φανταστικό, είναι;» ρώτησε.
«Μισό λεπτό! Μισό λεπτό!» είπε ο κύριος Χάμφρις. «Ας βάλουμε πρώτα τον ρεαλισμό μας σε μια σειρά. Ο κύριος Τόμας θα μετατρέψει όλους τους χαρακτήρες σε νεράιδες πριν καταλάβουμε πού βρισκόμαστε. Ένα ένα, λοιπόν. Έχει ετοιμάσει κανείς την ιστορία του ήρωά του;» Είχε τη δική του βιογραφία στο χέρι, γραμμένη με κόκκινο μελάνι. Η γραφή του ήταν ακαδημαϊκή, τα γράμματά του μικρά και καθαρά.
«Νομίζω πως ο χαρακτήρας μου είναι έτοιμος να ανέβει στη σκηνή», είπε ο κύριος Έβανς. «Αλλά δεν το έχω γράψει όλο. Θα πρέπει να συμβουλευτώ τις σημειώσεις και να φτιάξω το υπόλοιπο στο μυαλό μου. Είναι πολύ ανόητη ιστορία».
«Τότε, ας ξεκινήσετε εσείς, βεβαίως», είπε ο κύριος Χάμφρις απογοητευμένος.
«Δεν υπάρχει άνθρωπος που η ιστορία της ζωής του να μην είναι ανόητη», είπε ο κύριος Ρόμπερτς. «Με τη δική μου θα γελούσε και το παρδαλό κατσίκι».
Ο κύριος Χάμφρις είπε: «Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να διαφωνήσω. Η ζωή αυτού του φανταστικού κοινού παρονομαστή, του άντρα στον δρόμο, είναι βαρετή σαν στάσιμο νερό, κύριε Ρόμπερτς. Η καπιταλιστική κοινωνία τον έχει μετατρέψει απλά σε ένα κουβάρι καταπίεσης και άχρηστων συνηθειών κάτω από το σύμβολο της αγιότητας της μεσαίας τάξης, το μπόουλερ».11 Απομάκρυνε γρήγορα το βλέμμα του από τις σημειώσεις που κρατούσε. «Ο ακατάπαυστος μόχθος για ψωμί και βούτυρο, το τέρας της ανεργίας, οι μικρόψυχοι θεοί της αβρότητας, τα άνευ νοήματος ψέματα της γαμήλιας κλίνης. Έγγαμος βίος», είπε τινάζοντας τη στάχτη του στο χαλί, «νόμιμη μονογαμική πορνεία».
«Βρε, βρε! Καλώς τον!»
«Ο κύριος Χάμφρις άρχισε πάλι το τροπάριό του».
«Φοβάμαι», είπε ο κύριος Έβανς, «πως δεν διαθέτω το εκτεταμένο λεξιλόγιο του φίλου μας. Δείξτε έλεος στον φτωχό ερασιτέχνη. Υποβαθμίζετε τη μικρή μου ιστορία πριν καν ξεκινήσω».
«Πάντως, εξακολουθώ να πιστεύω πως η ζωή του καθημερινού ανθρώπου είναι αξιοσημείωτη», είπε ο κύριος Ρόμπερτς. «Δείτε τη δική μου…»
«Ως γραμματέας», είπε ο κύριος Τόμας, «ψηφίζω να ασχοληθούμε με την ιστορία του κυρίου Έβανς. Πρέπει να προσπαθήσουμε να έχουμε τελειώσει τον Τάουι για τα βιβλία που θα εκδοθούν την άνοιξη».
«Το δικό μου Αύριο και αύριο εκδόθηκε το καλοκαίρι μέσα στον καύσωνα», είπε ο κύριος Χάμφρις.
Ο κύριος Έβανς έβηξε, κοίταξε τη φωτιά και ξεκίνησε.
«Το όνομά της είναι Μαίρη», είπε, «αλλά αυτό δεν είναι το πραγματικό της όνομα. Την ονομάζω έτσι γιατί είναι αληθινό πρόσωπο και δεν θέλουμε κανέναν λίβελο. Κατοικεί σε ένα σπίτι που ονομάζεται Μπέλβιου, αλλά αυτό δεν είναι, φυσικά, το κανονικό του όνομα. Μια βίλα με οποιοδήποτε όνομα, κύριε Χάμφρις. Τη διάλεξα για χαρακτήρα μου γιατί η ζωή της είναι λίγο τραγική, μα δεν της λείπουν πινελιές χιούμορ. Είναι σχεδόν Ρωσίδα. Η Μαίρη –Μαίρη Μόργκαν πια, αλλά πριν παντρευτεί λεγόταν Μαίρη Φίλιπς, όμως αυτό έπεται, είναι η αντικλιμάκωση– δεν ήταν κάτοικος προαστίων από κούνια, δεν ζούσε κάτω από τη σκιά του μπόουλερ, όπως εσείς κι εγώ. Ή, τέλος πάντων, όπως εγώ. Εγώ γεννήθηκα στο Δε Πόπλαρς και τώρα είμαι στο Λάβενγκρο. Από μπόουλερ σε μπόουλερ, αν και πρέπει να πω, αναφορικά με τη διατριβή του κυρίου Χάμφρις, κι είμαι ο πρώτος που εκτιμώ την οπτική του γωνία, ότι ο καθημερινός άνθρωπος είναι το ίδιο ενδιαφέρων ως χαρακτήρας όσο και οι νευρωτικοί ποιητές του Μπλούμσμπερι».12
«Θυμίστε μου να σας σφίξω το χέρι», είπε ο κύριος Ρόμπερτς.
«Διαβάζετε τις κυριακάτικες εφημερίδες», είπε ο κύριος Χάμφρις επικριτικά.
«Μπορείτε να μαλώσετε για το τίποτα κι αργότερα», είπε ο κύριος Τόμας.
«“Είναι οι καθημερινοί άνθρωποι ποντίκια;” Λοιπόν, τι τρέχει με τη Μαίρη;»
«Η Μαίρη Φίλιπς», συνέχισε ο κύριος Έβανς, «κι αν προκύψει άλλη διακοπή από τους διανοούμενους, θα βάλω τον κύριο Ρόμπερτς να σας πει την ιστορία της εγχείρησής του, η απονομή χάριτος αποκλείεται, ζούσε σε μια μεγάλη φάρμα στο Καμάδενσιρ, δεν θα σας πω ακριβώς πού. Ο πατέρας της ήταν χήρος, είχε τα πάντα, δεν του έλειπε τίποτα κι έπινε σαν νεροφίδα, αλλά ήταν πάντα κύριος. Ελάτε, ελάτε! Αφήστε την πάλη των τάξεων, τη νιώθω να σιγοβράζει. Προερχόταν από μια πολύ καλή, σταθερή οικογένεια, αλλά το έτσουζε, αυτό είναι όλο».
Ο κύριος Ρόμπερτς είπε: «Ψαρεύω, κυνηγάω και τα κοπανάω».
«Όχι, δεν ήταν τόσο αριστοκράτης και δεν ήταν ούτε nouveau riche. Ούτε φιλισταίος, αν και δεν είμαι αντισημίτης. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τον Αϊνστάιν και τον Φρόιντ. Κι υπάρχουν και κακοί χριστιανοί. Ήταν απλά όπως σας τα λέω, αν με αφήσετε επιτέλους να μιλήσω, ένας άντρας με καλό απόθεμα από τη γεωργία που είχε κάνει την μπάζα του και τώρα την ξόδευε».
«Τη ρευστοποιούσε».
«Είχε μόνο ένα παιδί, κι αυτό ήταν η Μαίρη, η οποία ήταν τόσο καθωσπρέπει και συνετή που δεν άντεχε να τον βλέπει στα χάλια του από το ποτό. Κάθε νύχτα που ο πατέρας της επέστρεφε, κι ήταν πάντα μαύρο χάλι, εκείνη κλειδωνόταν στην κάμαρά της και τον άκουγε να κουτρουβαλάει μες στο σπίτι, να τη φωνάζει και να σπάει κάποιες φορές τις πορσελάνες. Αλλά μόνο κάποιες φορές, ενώ ήταν σίγουρο ότι δεν θα πείραζε ποτέ ούτε μία τρίχα της κεφαλής της. Η Μαίρη ήταν γύρω στα δεκαοκτώ και μια χαρά κορίτσι, όχι σταρ του σινεμά, να το έχετε κατά νου αυτό, καθόλου ο τύπος του κυρίου Ρόμπερτς, κι ίσως να είχε οιδιπόδειο σύμπλεγμα, αλλά μισούσε τον πατέρα της και ντρεπόταν γι’ αυτόν».
«Ποιος είναι ο τύπος μου, κύριε Έβανς;»
«Μην κάνετε πως δεν καταλαβαίνετε, κύριε Ρόμπερτς. Ο κύριος Έβανς εννοεί το είδος των γυναικών που μπορείς να τις πας στο σπίτι σου για να τους δείξεις τη συλλογή γραμματοσήμων σου».
«Δεν θα αποφανθώ επ’ αυτού», είπε ο κύριος Τόμας.
«Γιατί δεν λέτε απλά δεν θα το σχολιάσω;» είπε ο κύριος Ρόμπερτς. «Κύριε Τόμας, φοβάστε ότι θα κατηγορηθείτε πως υποστηρίζετε τις κατώτερες τάξεις αν μιλήσετε σαν άνθρωπος».
«Όχι λασπολογίες, κύριε Ρόμπερτς», είπε ο κύριος Χάμφρις.
«Η Μαίρη Φίλιπς ερωτεύτηκε έναν νεαρό που θα τον πω Μάρκους Ντέιβιντ», συνέχισε ο κύριος Έβανς, με το βλέμμα ακόμα καρφωμένο στη φωτιά, αποφεύγοντας τα μάτια των φίλων του, μιλώντας στις φλεγόμενες εικόνες, «και είπε στον πατέρα της: “Πατέρα, ο Μάρκους κι εγώ θέλουμε να αρραβωνιαστούμε. Θα έρθει στο σπίτι ένα βράδυ για δείπνο, πρέπει να μου υποσχεθείς πως θα είσαι νηφάλιος”.
»Εκείνος της είπε: “Πάντα είμαι νηφάλιος!”, μα δεν ήταν νηφάλιος όταν το είπε. Ωστόσο μετά από λίγο της το υποσχέθηκε.
»“Αν αθετήσεις τον λόγο σου, δεν θα σε συγχωρήσω ποτέ”, του είπε η Μαίρη. Ο Μάρκους ήταν γιος ενός πλούσιου αγρότη από άλλη περιοχή, μια βουκολική εκδοχή Βαλεντίνου, αν μπορείτε να φανταστείτε κάτι τέτοιο. Η Μαίρη τον κάλεσε για δείπνο και εκείνος εμφανίστηκε πολύ καλοντυμένος και με λαρδί στα μαλλιά. Οι υπηρέτες έλειπαν. Ο κύριος Φίλιπς είχε πάει σε κάποια αγορά εκείνο το πρωί και δεν είχε επιστρέψει. Άνοιξε την πόρτα η ίδια. Ήταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ.
»Φανταστείτε τη σκηνή. Μια καθωσπρέπει, καλοαναθρεμμένη επαρχιωτοπούλα, γεμάτη εμμονές και φοβίες, περήφανη σαν δούκισσα, κόκκινη από ντροπή σαν βοσκοπούλα, ανοίγει την πόρτα στον αγαπημένο της και τον βλέπει να στέκεται, ντροπαλός και γοητευτικός, στο θεοσκότεινο κατώφλι. Αυτό είναι από τις σημειώσεις μου.
»Το μέλλον της κρεμόταν από εκείνη τη βραδιά σαν να κρεμόταν από μία κλωστή. “Περάστε μέσα”, είπε με σιγουριά. Δεν φιλήθηκαν, αλλά θα της άρεσε αν εκείνος είχε γονατίσει και είχε αφήσει το αποτύπωμα των χειλιών του στο χέρι της. Τον ξενάγησε στο σπίτι, που είχε καθαριστεί και γυαλιστεί επισταμένως, και του έδειξε την προθήκη με τις πορσελάνες του Σουόνσι. Υπήρχαν και φωτογραφίες της οικογένειας στους τοίχους, κι έτσι του έδειξε πορτρέτα της μητέρας της και τη φωτογραφία του πατέρα της, όπου φαινόταν ψηλός, νέος και νηφάλιος, με το κουστούμι που φορούσε όταν κυνηγούσε ενυδρίδες. Κι όλη την ώρα που περήφανα επιδείκνυε τα υπάρχοντά τους, προσπαθώντας να αποδείξει στον Μάρκους, του οποίου ο πατέρας ήταν δικαστικός λειτουργός, ότι καταγόταν από αρκετά εύπορη οικογένεια ώστε να γίνει σύζυγός του, περίμενε έντρομη να εμφανιστεί ο πατέρας της.
»“Ω Θεέ μου”, προσευχόταν όταν κάθισαν για το παγωμένο δείπνο, “ας είναι ο πατέρας μου ευπρεπής όταν έρθει”. Πείτε τη σνομπ, αν θέλετε, αλλά θυμηθείτε πως η ζωή της καλής κοινωνίας στην επαρχία, ή της περίπου καλής κοινωνίας, ήταν δεμένη και ταμένη στα απαρχαιωμένα τοτέμ και φετίχ της ιδιοκτησίας. Κατά τη διάρκεια του δείπνου τού περιέγραψε το οικογενειακό της δέντρο κι ήλπιζε ότι το φαγητό ήταν του γούστου του. Θα έπρεπε να ήταν ζεστό, αλλά δεν ήθελε να δει ο Μάρκους τους υπηρέτες, που ήταν γέροι και βρομιάρηδες. Ο πατέρας της δεν τους άλλαζε γιατί τους είχε από πάντα – και σε αυτό το σημείο βλέπετε τον αχαλίνωτο συντηρητισμό της συγκεκριμένης κοινωνίας. Για να μη μακρολογώ (αυτή είναι μόνο η κεντρική ιδέα, κύριε Τόμας), ήταν σχεδόν στα μισά του δείπνου και η συζήτησή τους είχε αρχίσει να γίνεται πιο προσωπική, κι η Μαίρη είχε σχεδόν ξεχάσει τον πατέρα της, όταν η εξώπορτα άνοιξε με φόρα και ο κύριος Φίλιπς μπήκε τρεκλίζοντας στον διάδρομο τύφλα στο μεθύσι. Η πόρτα της τραπεζαρίας ήταν μισάνοιχτη και μπορούσαν να τον δουν καθαρά. Δεν θα προσπαθήσω να περιγράψω τα καλειδοσκοπικά συναισθήματα της Μαίρης καθώς ο πατέρας της παραπατούσε και παραμιλούσε με βραχνή φωνή στον διάδρομο. Ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας –ξέχασα να σας το πω αυτό–, δυο μέτρα κι εκατόν είκοσι κιλά.
»“Γρήγορα! Γρήγορα! Κάτω από το τραπέζι!” ψιθύρισε επιτακτικά η Μαίρη, τράβηξε τον Μάρκους από το χέρι και κουλουριάστηκαν κάτω από το τραπέζι. Τι σύγχυση ένιωσε ο Μάρκους δεν θα μάθουμε ποτέ.
»Ο κύριος Φίλιπς μπήκε μέσα, δεν είδε κανέναν, οπότε κάθισε στο τραπέζι και έφαγε ό,τι είχε απομείνει. Έγλειψε και τα δύο πιάτα, και κάτω από το τραπέζι τον άκουγαν να βρίζει και να περιδρομιάζει. Κάθε φορά που ο Μάρκους έκανε κάποια νευρική κίνηση η Μαίρη έκανε “σσσς!”
»Όταν δεν είχε μείνει τίποτα άλλο να φάει, ο κύριος Φίλιπς βγήκε από το δωμάτιο. Είδαν τα πόδια του. Έπειτα, με κάποιον τρόπο, ανέβηκε στο πάνω πάτωμα, λέγοντας λέξεις που έκαναν τη Μαίρη κάτω από το τραπέζι να αναριγά, λέξεις με τρεις συλλαβές».
«Δώσε μας τρεις ευκαιρίες να μαντέψουμε», είπε ο κύριος Ρόμπερτς.
«Η Μαίρη τον άκουσε να μπαίνει στην κάμαρά του. Εκείνη κι ο Μάρκους σύρθηκαν έξω από την κρυψώνα τους και κάθισαν μπροστά στα άδεια πιάτα τους.
»“Δεν ξέρω πώς να απολογηθώ, κύριε Ντέιβις”, είπε η Μαίρη και σχεδόν έκλαιγε.
»“Δεν έγινε τίποτα”, είπε ο Μάρκους. Ήταν ένας δεκτικός νέος από όλες τις απόψεις. “Πήγε μέχρι την αγορά του Καμάδεν. Ούτε εμένα μου αρέσουν οι υποστηρικτές της πλήρους αποχής από το αλκοόλ”.
»“Το ποτό κάνει τους άντρες βρομερά κτήνη”, είπε η Μαίρη.
»Της είπε ότι δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για τίποτα και ότι δεν τον ένοιαζε, κι εκείνη του πρόσφερε φρούτο.
»“Τι θα σκεφτείτε για μας, κύριε Ντέιβιντ; Δεν τον έχω ξαναδεί ποτέ έτσι”.
»Η μικρή περιπέτεια τους έφερε κοντά και σύντομα χαμογελούσαν ο ένας στον άλλο, και η πληγωμένη περηφάνια της Μαίρης είχε σχεδόν γιατρευτεί, αλλά ξαφνικά ο κύριος Φίλιπς άνοιξε την πόρτα της κάμαράς του και έτρεξε κάτω, με τα εκατόν είκοσι κιλά του, ταρακουνώντας το σπίτι.
»“Φύγετε!” φώναξε η Μαίρη μαλακά στον Μάρκους, “σας παρακαλώ, φύγετε πριν έρθει εκείνος εδώ!”
»Δεν υπήρχε χρόνος. Ο κύριος Φίλιπς στεκόταν στον διάδρομο γυμνός.
»Η Μαίρη έσυρε ξανά τον Μάρκους κάτω από το τραπέζι και κάλυψε τα μάτια της για να μη βλέπει τον πατέρα της. Τον άκουγε να ψαχουλεύει στον καλόγερο για να βρει ομπρέλα και ήξερε τι θα έκανε. Θα πήγαινε έξω υπακούοντας στο κάλεσμα της φύσης. “Ω Θεέ μου”, προσευχήθηκε, “άσ’ τον να βρει μια ομπρέλα και να βγει έξω. Όχι στον διάδρομο! Όχι στον διάδρομο!” Τον άκουσαν να φωνάζει ότι θέλει την ομπρέλα του. Η Μαίρη πήρε τα χέρια της από τα μάτια της και τον είδε να ξηλώνει την εξώπορτα. Την τράβηξε από τους μεντεσέδες, την κράτησε από πάνω του και βγήκε στο σκοτάδι τρεκλίζοντας.
»“Βιαστείτε! Σας παρακαλώ, βιαστείτε!” είπε η Μαίρη. “Αφήστε με μόνη, κύριε Ντέιβιντ”. Τον έσπρωχνε έξω απ’ το τραπέζι.
»“Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, φύγετε τώρα”, είπε, “δεν θα ξανασυναντηθούμε ποτέ. Αφήστε με στην ντροπή μου”. Άρχισε να κλαίει κι ο Μάρκους έτρεξε έξω απ’ το σπίτι. Κι η Μαίρη έμεινε κάτω απ’ το τραπέζι όλη τη νύχτα».
«Αυτό είναι όλο;» είπε ο κύριος Ρόμπερτς. «Πολύ συγκινητικό επεισόδιο, Έμλιν. Πού το πέτυχες;»
«Πώς μπορεί να είναι αυτό όλο;» είπε ο κύριος Χάμφρις. «Δεν εξηγεί πώς η Μαίρη Φίλιπς έφτασε στο Μπέλβιου. Την έχουμε αφήσει κάτω από ένα τραπέζι στο Καμάδενσιρ».
«Νομίζω πως ο Μάρκους είναι απεχθής τύπος», είπε ο κύριος Τόμας. «Δεν θα άφηνα ποτέ μια κοπέλα σε αυτή την κατάσταση. Εσείς, κύριε Χάμφρις;»
«Κάτω απ’ το τραπέζι κιόλας. Αυτό το σημείο μού αρέσει. Αυτή είναι θέση. Η οπτική ήταν διαφορετική», είπε ο κύριος Ρόμπερτς. «Αυτός ο στενόμυαλος πουριτανισμός είναι χαμένη υπόθεση. Σκεφτείτε την κυρία Έβανς κάτω από το τραπέζι. Και τι έγινε μετά; Το κορίτσι πέθανε από κράμπα;»
Ο κύριος Έβανς απέστρεψε το βλέμμα του από το τζάκι για να τον επιπλήξει. «Μπορείτε να είστε όσο αναιδής επιθυμείτε, αλλά ένα τέτοιο περιστατικό αφήνει ανεξίτηλο το σημάδι του σε ένα περήφανο, ευαίσθητο κορίτσι όπως η Μαίρη. Δεν υπερασπίζομαι την ευαισθησία της, η όλη βάση της περηφάνιας της είναι παρωχημένη. Το κοινωνικό σύστημα, κύριε Ρόμπερτς, δεν είναι εντός του πλαισίου. Σας λέω ένα περιστατικό που συνέβη. Οι κοινωνικές προεκτάσεις του δεν μας αφορούν».
«Με βάλατε στη θέση μου, κύριε Έβανς».
«Τι συνέβη, λοιπόν, στη Μαίρη;»
«Μην τον εκνευρίζετε, κύριε Τόμας, θα σας δαγκώσει τον λαιμό».
Ο κύριος Έβανς πήγε να φέρει κι άλλο κρασί από παστινάκι, κι όταν επέστρεψε, είπε:
«Τι έγινε μετά; Ω! Η Μαίρη εγκατέλειψε τον πατέρα της, φυσικά. Είπε πως δεν θα τον συγχωρούσε ποτέ, και δεν τον συγχώρησε, έτσι πήγε να ζήσει με τον θείο της στο Κάρντιγκανσιρ, κάποιον δόκτορα Έμιρ Λόιντ. Ήταν κι αυτός δικαστικός λειτουργός, και το φυσούσε. Γύρω στα εβδομήντα πέντε –να το θυμάστε αυτό–, με μεγάλο γραφείο και ισχυρούς φίλους. Ένας από τους παλιότερους φίλους του ήταν ο Τζον Γουίλιαμ Χιουζ –δεν είναι αυτό το αληθινό του όνομα–, ο Λονδρέζος υφασματέμπορος, που είχε εξοχικό δίπλα στον Λόιντ. Θυμάστε τι λέει ο μεγάλος Κάραντοκ Έβανς; Οι κάτοικοι του Κάρντιγκανσιρ που μεταναστεύουν επιστρέφουν πάντα στην Ουαλία για να πεθάνουν, αφού έχουν μαδήσει τους Λονδρέζους κι έχουν κάνει κομπόδεμα.
»Και ο μοναδικός γιος, ο Χένρι Γουίλιαμ Χιουζ, που ήταν σπουδαγμένος νέος, ερωτεύτηκε τη Μαίρη με το που την είδε, κι εκείνη λησμόνησε τον Μάρκους και την ντροπή της κάτω απ’ το τραπέζι κι ερωτεύτηκε αυτόν. Μα μην απογοητεύεστε προτού αρχίσω, δεν πρόκειται για ερωτική ιστορία. Πάντως αποφάσισαν να παντρευτούν, και ο Τζον Γουίλιαμ Χιουζ έδωσε τη συγκατάθεσή του, επειδή ο θείος της Μαίρης ήταν ένας από τους πλέον αξιοσέβαστους άντρες της χώρας κι ο πατέρας της είχε χρήματα, που θα πήγαιναν σε εκείνη μόλις αυτός πέθαινε, πράγμα που ο ίδιος το προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις.
»Θα ήταν ένας γάμος χαμηλών τόνων στο Λονδίνο. Όλα είχαν κανονιστεί. Ο κύριος Φίλιπς δεν προσκλήθηκε. Η Μαίρη είχε την προίκα της. Τη νύφη θα την παρέδιδε ο δόκτωρ Λόιντ. Η Μπεατρίς και η Μπέτι Γουίλιαμ Χιουζ ήταν παράνυφες. Η Μαίρη ανέβηκε στο Λονδίνο με την Μπεατρίς και την Μπέτι κι έμεινε σε μία ξαδέρφη, ο Χένρι Γουίλιαμ Χιουζ έμεινε σε ένα διαμέρισμα πάνω από το κατάστημα του πατέρα του, και την προηγουμένη του γάμου έφτασε ο δόκτωρ Λόιντ από την εξοχή, είδε τη Μαίρη, ήπιαν μαζί τσάι και πήγε για δείπνο με τον Τζον Γουίλιαμ Χιουζ. Κι εγώ αναρωτιέμαι ποιος πλήρωσε. Έπειτα ο δόκτωρ Λόιντ αποσύρθηκε στο ξενοδοχείο του. Σας δίνω αυτές τις επουσιώδεις πληροφορίες για να δείτε πόσο τακτοποιημένα και τυπικά ήταν όλα. Έτοιμοι οι ηθοποιοί, ασφαλείς και σίγουροι.
»Επόμενη μέρα. Ακριβώς πριν από την ώρα που θα ξεκινούσε η τελετή η Μαίρη και η ξαδέρφη της, που το όνομα κι ο χαρακτήρας της δεν μας ενδιαφέρουν, μαζί με τις δύο αδερφές, κι οι δυο συνηθισμένες, και οι δυο τριαντάρες, περίμεναν ανυπόμονα τον δόκτορα Λόιντ να τις καλέσει. Τα λεπτά περνούσαν, η Μαίρη έκλαιγε, οι αδερφές κατσούφιαζαν, η ξαδέρφη έμπλεκε στα πόδια όλων, αλλά ο δόκτωρ δεν εμφανιζόταν. Η ξαδέρφη τηλεφώνησε στο ξενοδοχείο του δόκτορος, αλλά της είπαν πως δεν είχε περάσει εκεί τη νύχτα του. Ναι, είπε ο υπάλληλος του ξενοδοχείου, το γνώριζε πως ο δόκτωρ θα πήγαινε σε έναν γάμο. Όχι, στο κρεβάτι του δεν έχει ξαπλώσει κανείς. Ο υπάλληλος υπέθεσε πως ίσως τις περίμενε στην εκκλησία.
»Το ταξίμετρο έτρεχε, κι αυτό ανησυχούσε την Μπεατρίς και την Μπέτι, αλλά επιτέλους οι αδερφές, η ξαδέρφη και η Μαίρη έφτασαν μαζί στην εκκλησία. Κόσμος είχε μαζευτεί απέξω. Η ξαδέρφη έβγαλε το κεφάλι της από το παράθυρο του ταξί και ζήτησε από έναν αστυφύλακα να φωνάξει κάποιον επίτροπο της εκκλησίας, κι ο επίτροπος είπε πως ο δόκτωρ Λόιντ δεν ήταν εκεί και πως ο γαμπρός και ο κουμπάρος περίμεναν. Μπορείτε να φανταστείτε τα συναισθήματα της Μαίρης Φίλιπς όταν είδε την αναστάτωση στην πόρτα της εκκλησίας κι έναν αστυφύλακα να οδηγεί έξω τον πατέρα της. Οι τσέπες του κυρίου Φίλιπς ήταν γεμάτες μπουκάλια – και πώς στο καλό είχε καταφέρει να μπει στην εκκλησία κανείς δεν γνώριζε».
«Αυτή είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι», είπε ο κύριος Ρόμπερτς.
«Η Μπεατρίς και η Μπέτι είπαν στη Μαίρη: “Μην κλαις, ο αστυφύλακας τον απομακρύνει. Κοίτα! Έπεσε στο χαντάκι! Πω πω βουτιά! Μην ασχολείσαι, σύντομα όλα θα έχουν τελειώσει. Θα γίνεις κυρία Χένρι Γουίλιαμ Χιουζ”. Έβαζαν τα δυνατά τους.
»“Μπορείς να παντρευτείς και χωρίς τον δόκτορα Λόιντ”, είπε η ξαδέρφη, και το πρόσωπο της Μαίρης φωτίστηκε μέσα απ’ τα δάκρυα –ο καθένας θα είχε βάλει τα κλάματα–, αλλά εκείνη τη στιγμή ένας άλλος αστυφύλακας…»
«Κι άλλος!» είπε ο κύριος Ρόμπερτς.
«…άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, προχώρησε μέχρι την πόρτα της εκκλησίας και μετέφερε μέσα ένα μήνυμα. Ο Τζον Γουίλιαμ Χιουζ, ο Χένρι Γουίλιαμ Χιουζ και ο κουμπάρος βγήκαν έξω, και όλοι μίλησαν στον αστυφύλακα κουνώντας τα χέρια τους και δείχνοντας προς το ταξί με τη Μαίρη, τις παρανύφους και την ξαδέρφη.
»Ο Τζον Γουίλιαμ Χιουζ έτρεξε στο μονοπάτι μέχρι το ταξί και φώναξε στο παράθυρο: “Ο δόκτωρ Λόιντ είναι νεκρός! Θα πρέπει να ακυρώσουμε τον γάμο”.
»Ο Χένρι Γουίλιαμ Χιουζ τον ακολούθησε, άνοιξε την πόρτα του ταξί και είπε: “Πρέπει να γυρίσεις στο σπίτι, Μαίρη. Πρέπει να πάμε στο αστυνομικό τμήμα”.
»“Και στο νεκροτομείο”, είπε ο πατέρας του.
»Κι έτσι το ταξί πήρε τη μέλλουσα νυφούλα, και σε όλη τη διαδρομή οι αδερφές έκλαιγαν περισσότερο απ’ ό,τι εκείνη».
«Πολύ λυπηρό τέλος», παραδέχτηκε ο κύριος Ρόμπερτς. Έβαλε λίγο κρασί ακόμα.
«Δεν είναι ακριβώς το τέλος», είπε ο κύριος Έβανς, «καθώς ο γάμος δεν αναβλήθηκε απλά. Δεν έγινε ποτέ».
«Μα γιατί;» ρώτησε ο κύριος Χάμφρις, που είχε παρακολουθήσει την εξιστόρηση σκυθρωπός, ακόμα κι όταν ο κύριος Φίλιπς έπεσε στο χαντάκι. «Γιατί ο θάνατος του δόκτορος έπρεπε να σταματήσει το οτιδήποτε; Η Μαίρη θα μπορούσε να βρει κάποιον άλλο για να την παραδώσει. Εγώ πάντως θα την παρέδιδα».
«Το πρόβλημα δεν ήταν ο θάνατος του γιατρού, αλλά το πού και πώς πέθανε», είπε ο κύριος Έβανς. «Πέθανε σε ένα κρεβάτι, σε μια γκαρσονιέρα, στα χέρια μιας συγκεκριμένης κυρίας. Μιας γυναίκας της πόλης».
«Αυτό κι αν είναι!» είπε ο κύριος Ρόμπερτς. «Εβδομήντα πέντε χρονών. Χαίρομαι που είπατε να θυμόμαστε την ηλικία του, κύριε Έβανς».
«Αλλά η Μαίρη Φίλιπς πώς κατέληξε να μένει στο Μπέλβιου; Αυτό δεν μας το εξηγήσατε», είπε ο κύριος Τόμας.
«Οι Γουίλιαμ Χιουζ δεν μπορούσαν να δεχτούν την ανιψιά ενός άντρα ο οποίος πέθανε κάτω από αυτές τις συνθήκες».
«Όσο κολακευτικό κι αν ήταν αυτό για τον αντρισμό του», είπε ο κύριος Χάμφρις τραυλίζοντας.
«Δεν δέχονταν να παντρευτεί η Μαίρη κάποιον από την οικογένειά τους. Έτσι, λοιπόν, κι εκείνη επέστρεψε στο σπίτι της για να ζήσει με τον πατέρα της κι αυτός συμμορφώθηκε μεμιάς – το τι νεύρα είχε εκείνη την περίοδο η κοπέλα δεν λέγεται. Και μια μέρα η Μαίρη συνάντησε έναν πλανόδιο πωλητή σιτηρών και τροφής γουρουνιών και τον παντρεύτηκε από άχτι. Ήρθαν να ζήσουν στο Μπέλβιου, κι όταν ο κύριος Φίλιπς πέθανε, άφησε τα λεφτά του στην εκκλησία, έτσι η Μαίρη στο τέλος δεν πήρε τίποτα».
«Ούτε κι ο σύζυγός της. Τι είπατε πως πουλούσε;» ρώτησε ο κύριος Ρόμπερτς.
«Σιτηρά και τροφή για γουρούνια».
Στη συνέχεια διάβασε ο κύριος Χάμφρις την ιστορία του, που ήταν μεγάλη και θλιβερή, και δομημένη με στρωτό λόγο. Και ο κύριος Ρόμπερτς είπε μια ιστορία για τις φτωχογειτονιές που δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί στο βιβλίο.
Τότε ο κύριος Έβανς κοίταξε το ρολόι του. «Είναι μεσάνυχτα. Υποσχέθηκα στη Μοντ όχι μετά τα μεσάνυχτα. Πού είναι ο γάτος; Πρέπει να τον βγάλω έξω· ξεσκίζει τα μαξιλάρια. Όχι ότι με νοιάζει. Σάμπο! Σάμπο!»
«Να τος, κύριε Έβανς, κάτω από το τραπέζι».
«Σαν την καημένη τη Μαίρη», είπε ο κύριος Ρόμπερτς.
Ο κύριος Χάμφρις, ο κύριος Ρόμπερτς και ο νεαρός κύριος Τόμας πήραν τα καπέλα και τα πανωφόρια τους από την κουπαστή της σκάλας.
«Ξέρεις τι ώρα είναι, Έμλιν;» φώναξε η κυρία Έβανς από πάνω. Ο κύριος Ρόμπερτς άνοιξε την πόρτα και βγήκε βιαστικός.
«Έρχομαι αμέσως, Μοντ, μια καληνύχτα λέω απλώς. Καληνύχτα», είπε ο κύριος Έβανς με δυνατή φωνή. «Την επόμενη Παρασκευή στις εννέα ακριβώς», ψιθύρισε. «Θα σουλουπώσω την ιστορία μου. Θα τελειώσουμε το δεύτερο κεφάλαιο και θα ξεκινήσουμε το τρίτο. Καληνύχτα, σύντροφοι».
«Έμλιν! Έμλιν!» φώναξε η κυρία Έβανς.
«Καληνύχτα, Μαίρη», είπε ο κύριος Ρόμπερτς στην κλειστή πόρτα.
Οι τρεις φίλοι κατηφόρισαν στο δρομάκι.


  1. Burke and Hare: Δεκαέξι φόνοι έγιναν σε μια περίοδο δέκα μηνών στη Σκοτία, από τους Γουίλιαμ Μπερκ και Γουίλιαμ Χερ, οι οποίοι πουλούσαν τα πτώματα για να χρησιμοποιηθούν σε μαθήματα ανατομίας. (Σ.τ.Μ.) ↩︎
  2. Η μυστική αστυνομία της Σοβιετικής Ένωσης. (Σ.τ.Μ.) ↩︎
  3. Saunders Lewis (1893- 1985): Ουαλός ποιητής, δραματουργός, ιστορικός, κριτικός λογοτεχνίας, πολιτικός ακτιβιστής και επιφανής εθνικιστής, ιδρυτής του Εθνικού Κόμματος της Ουαλίας. (Σ.τ.Μ.) ↩︎
  4. Στο πρωτότυπο: «‟Where’s the trouble and strife, Mr Evans?ˮ said Mr Roberts in a cockney accent». Το «trouble and strife» σημαίνει wife (η σύζυγος), καθώς είναι cockney rhyme, ένα είδος λεκτικού παιχνιδιού όπου γίνεται αντικατάσταση της λέξης που κάποιος θέλει να χρησιμοποιήσει από κάποια που ομοιοκαταληκτεί. Πρωτοεμφανίστηκε στην περιοχή του ανατολικού Λονδίνου στις αρχές του 19ου αιώνα. (Σ.τ.Μ.) ↩︎
  5. G.B.S.: George Bernard Shaw (1856-1950): Ιρλανδός θεατρικός συγγραφέας. Χορτοφάγος, διάσημος και για τη μακροζωία και την καλή φυσική του κατάσταση. (Σ.τ.Μ.) ↩︎
  6. Birds, Beasts and Flowers: Ποιητική συλλογή του D. H. Lawrence που κυκλοφόρησε το 1923. (Σ.τ.Μ.) ↩︎
  7. Στο πρωτότυπο: «Don’t forget, you can only talk at random now», said Mr Humphries. «Okay, Roderick!» Mr Thomas said quickly. Πιθανότατα ο Ντίλαν Τόμας κάνει λογοπαίγνιο με το εικονογραφημένο μυθιστόρημα The Adventures of Roderick Random του Tobias Smollett, που κυκλοφόρησε το1748. (Σ.τ.Μ.) ↩︎
  8. Λογοτεχνική λέσχη του περιοδικού John O’London’s Weekly. (Σ.τ.Μ.) ↩︎
  9. Bevagged Loveabond: Σαρδάμ αντί του The Beloved Vagabond (Ο αξιαγάπητος αλήτης), μυθιστόρημα του William John Locke (1863-1930). (Σ.τ.Μ.) ↩︎
  10. Ramsay MacDonald (1866-1937): Βρετανός πολιτικός, ο πρώτος από το Εργατικό Κόμμα που έγινε πρωθυπουργός. (Σ.τ.Μ.) ↩︎
  11. Bowler: Σκληρό στρογγυλό καπέλο με στενό γείσο, πολύ δημοφιλές στην εργατική τάξη αρχικά κι αργότερα σύμβολο εκείνων που εργάζονταν στον τομέα της οικονομίας. (Σ.τ.Μ.) ↩︎
  12. Bloomsbury Group: Παρέα Άγγλων ποιητών, φιλοσόφων κ.ά. του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Ανάμεσά τους η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Ε. Μ. Φόρστερ. (Σ.τ.Μ.) ↩︎

Το διήγημα προέρχεται από το βιβλίο «Το πορτρέτο του καλλιτέχνη ως νεαρού σκύλου», του Ντίλαν Τόμας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κυψέλη. Τη μετάφραση έχει κάνει η Δήμητρα Σιούκα και το εξώφυλλο έχει επιμεληθεί η Τόνια Λέντζου.

Σχολιάστε