-στα λόγια ο Γιάννης Χατζόπουλος
Στεκόταν στην άκρη του διαδρόμου και κοιτούσε ευθεία μπροστά. Το άκουγε από μέσα να βρυχάται, ανάμεσα από γέλια, τραγούδια και φωνές. Θυμήθηκε τους φίλους του στο χωριό που του ‘λεγαν πως στην πόλη τα παιδιά δεν ξέρουν τι θα πει στοιχειό, τι πάει να πει οι νεράιδες να σου κλέβουν τη μιλιά ή πως οι τράγοι κάποιες φορές μιλούν με ανθρώπινη φωνή. Κι όμως, τώρα άκουγε όλα αυτά που τα παιδιά του λέγανε πως δεν γνωρίζει. Τα άκουγε να είναι κοντά του κι έτρεμε. Μόνο που δεν ήξερε τι· θα του ‘τρωγε τη γλώσσα αυτό εκεί απέναντι ή θα έμπαινε μέσα του και θα του έλεγχε τις κινήσεις όπως σε εκείνη την ταινία που η μαμά κι ο μπαμπάς δεν τον άφηναν να δει;
Βήμα μπροστά. Στο σχολείο τα παιδιά θα έλεγαν πως δεν φοβάται τίποτα, εάν έμπαινε στην τουαλέτα που ήταν στοιχειωμένη και ίσως και να κέρδιζε και ένα φιλί από την κοπέλα που αγαπούσε, μα τώρα γι’ αυτό το βήμα μπρος ποιος θα του πει πως δεν φοβάται τίποτα;
Δεξιά κι αριστερά οι πόρτες. Αριστερή πόρτα δωμάτιο, δεξιά μπάνιο- μην κοιτάξεις τον καθρέφτη. Πόρτα πίσω, παιδικό δωμάτιο. Αν όλα πήγαιναν στραβά θα μπορούσε πάντα να επιστρέψει πίσω, όπως στο κυνηγητό· γυρνάς πίσω, φωνάζεις τη λέξη σπίτι δυνατά και κανείς δεν μπορεί να σε πιάσει. Δεν επιτρέπεται.
Κι άλλο βήμα. Βρυχηθμός, γέλια, παλαμάκια, ίσως μια βρισιά. Δεν την καταλαβαίνει, αλλά όλοι λένε εεε και οοο, κι έτσι φαντάζεται πως είναι κάτι κακό.
Τα παιδιά στο χωριό λένε πως, όταν εκείνα φοβούνται, τραγουδάνε να φύγει το σκοτάδι και ανάβουν ένα φως, όμως τώρα αυτός δεν μπορεί να τραγουδήσει γιατί φοβάται πως, αν τραγουδήσει ή μιλήσει ή παίξει με το φως, θα γίνει αυτό που γίνεται με τις νεράιδες.
Βήμα. Είναι πια στη μέση του διαδρόμου και βλέπει τα απομεινάρια από το φαγοπότι του. Τα κάνει στοιχεία προς διερεύνηση. Αν γνωρίζεις αυτό που είναι στο τέλος του διαδρόμου και το ονομάσεις, τότε το φοβάσαι λιγότερο. Αν το πεις στοιχειό και τράγο και τέρας, τότε το φοβάσαι λιγότερο.
Έχουμε και λέμε: δυο λευκά άλογα και ένας άντρας που περπατούσε αλλά τώρα βρίσκεται ανάσκελα. Δίπλα έχει και ένα πακέτο με μια εικόνα τρομακτική. Τα πνευμόνια κάποιου που είναι μαύρα -ίσως είναι φωτογραφία κάποιου άλλου που μοιάζει με αυτό που τώρα κάθεται στην καρέκλα.
Τώρα πια δεν έχει άλλο βήμα. Το βλέπει μπροστά του.
Αυτό του λέει να πάει εκεί και μετά τον ρωτάει γιατί δεν μιλάει και γιατί δεν χαιρέτησε νωρίτερα.
Δεν του παίρνει λέξη.
Θυμήθηκε εκείνο το ποίημα που τους είχε διαβάσει η δασκάλα στο σχολείο και η μαμά κι ο μπαμπάς της φώναξαν πως δεν έπρεπε να τρομάζει τα παιδιά με τέτοια ποιήματα και θα τους χάλαγε το καλοκαίρι με αυτό το ποίημα που έλεγε για ανθρώπους ξεχασμένους στην άμμο και για παιδιά που γίνονται αχινοί και κανείς πια δεν τα ακουμπάει.
Αυτός, όμως, δεν θέλει να γίνει αχινός. Θέλει να γίνει ένα ποτήρι πάνω στο τραπέζι. Αυτό το ποτήρι που τώρα δεν φεύγει από τα χέρια του τέρατος και που μια το κρατάει και μια το βάζει στο στόμα του. Όχι, όχι, σίγουρα όχι αχινός. Αν σε φοβούνται μπορεί και να μην σε ξανά ακουμπήσουν ποτέ και, τελικά, να σε ξεχάσουν κι αυτός δεν θέλει ποτέ να τον ξεχνάνε. Το ποτήρι, όμως το κρατάνε σφιχτά και το ακουμπούν στα χείλη τους που σημαίνει ότι το αγαπάνε και ποιος μπορεί να κάνει κακό σε κάτι που αγαπάει;
Αυτό ξαναρωτάει και ξαναρωτάει και ξαναρωτάει σαν χαλασμένο σι-ντι. Γιατί, γιατί, γιατί, γιατί δεν χαιρέτησε και εκείνος τρέχει προς το δωμάτιο και φωνάζει δυνατά σπίτι και από την άλλη άκρη του διαδρόμου ακούγεται πιο δυνατά γιατί-γιατί-γιατί-γιατί κι ύστερα μια κακή λέξη κι άλλη κακή λέξη, κι άλλη κακή λέξη και το ποτήρι σπάει στο πάτωμα.
–art: «Rumours», Pawel Kwiatkowski–
