Αποσταθεροποιώντας το οικουμενικό στην ερμηνευτική διαδικασία: η περίπτωση των ερμηνευτικών κοινοτήτων του Stanley Fish


-στα λόγια ο Μιχάλης Κατσιγιάννης

Εισαγωγικά

Παρά τους/τις πολλούς/ες θεωρητικούς που τόνισαν ποικιλοτρόπως, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, τη σημαντικότητα του ρόλου του αναγνώστη, ο κόσμος της λογοτεχνίας παραμένει ένα βαθιά συγγραφοκεντρικό μέρος. Η συχνά σθεναρή άρνηση αποδοχής της ετερογένειας, της ποικιλότητας και της πολλαπλότητας των ερμηνειών που προκύπτουν ως αποτελέσματα διαφορετικών αναγνωστικών  υποκειμένων, καθιστά τον αναγνώστη πολλαπλώς επισφαλή και τρωτό, αφού εμποδίζεται – αν δεν αδυνατεί – τόσο να στοχαστεί τις αναγνωστικές του εντυπώσεις όσο και να αποπειραθεί να τις εκφράσει. Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι εφόσον υποθέτουμε σωστά για το περιβάλλον στο οποίο υπάρχει και δρα ο αναγνώστης, ο τελευταίος μάλλον θα ήταν πιο χρήσιμο να ιδωθεί ως ένα είδος ιδιότυπου υποτελούς σε ένα είδος ιδιότυπης σταυροφορίας του νοήματος.

Η άποψη και η θέση ότι πρέπει τάχα να υπάρχουν μία σειρά από αντικειμενικές, αμετάβλητες και ανεπηρέαστες από ερεθίσματα αισθητικές και κριτικές σταθερές, με σκοπό να τελεσφορήσει η ερμηνευτική διαδικασία, άλλο δεν κάνει από το να παρακωλύει – ή να διοχετεύει σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις – την ελεύθερη διακίνηση των εμπειριών έτσι όπως αυτές προκύπτουν από την ανάγνωση του κάθε υποκείμενου και να εμποδίζει τον στοχασμό πάνω σε αυτές τις εμπειρίες. Τόσο η θέσπιση – εξωτερικών και από τα πάνω επιβαλλόμενων – κανόνων όσο και η εφαρμογή τους κατά την αναγνωστική διαδικασία, δεν αφήνει ανοιχτό θα λέγαμε το παράθυρο του (ανα)στοχασμού και της έκφρασης, με το αναγνωστικό υποκείμενο να απορροφάται, να χάνεται, όχι απολαυστικά, αλλά καταναλωτικά, στο κείμενο (βλ. Barthes, 2005, 2019̇  Μπαρτ, 2022). Περιορίζει την επαφή με τη λογοτεχνία, καθιστώντας την παθητική, και πολλές φορές αξιολογική και εξουσιαστική. επιτηριτική και επικριτική συνθήκη και συνύπαρξη, αντί για ενεργητική, ισομερή και αμοιβαία αλληλεπίδραση.

Στη βάση των παραπάνω, το παρόν κείμενο επιχειρεί να παρουσιάσει και να εξηγήσει την απάντηση που δίνει ο Stanley Fish στο ερεβώδες αυτό λογοτεχνικό τοπίο, μέσα από την άποψη που διατύπωσε περί ερμηνευτικών κοινοτήτων.

Ο Stanley Fish και οι ερμηνευτικές κοινότητες

Η έννοια των ερμηνευτικών κοινοτήτων εισήχθη από τον Αμερικανό θεωρητικό της λογοτεχνίας, Stanley Fish, ο οποίος εκκινώντας από τις αρχές του αντιθεμελιωτισμού και του μεταδομισμού, θέλησε να αναδείξει το γεγονός της δικτατορίας του καθολικού νοήματος στην οποία υπόκειται ο αναγνωστικός πληθυσμός και να αντιταχθεί στις ουσιοκρατικές προσεγγίσεις που θέλει το φάσμα των εμπειριών της ανάγνωσης και του αναγνώστη να υποτάσσεται, να (εγ)καλείται από και να υπόκειται στην πρόθεση του λογοτεχνικού κειμένου και του συγγραφέα, να παίζει δηλαδή εντός κανόνων στη διαμόρφωση των οποίων θεωρείται ότι δεν έχει πρόσβαση, ούτε και θέση:

με την έννοια των ερμηνευτικών κοινοτήτων ο Fish επιχειρεί από τη μία να αντικρούσει την άποψη των φορμαλιστών για την ύπαρξη αμετάβλητων κειμενικών δομών, οι οποίες παρέχουν μια σταθερή βάση για την ερμηνευτική διαδικασία, και από την άλλη να αποφύγει τον άκρατο υποκειμενισμό λόγω της ποικιλομορφίας της αναγνωστικής εμπειρίας (Παπαρούση & Κιοσσές, 2023: 34).

Βασικό ερώτημα για τον Fish αποτελεί το αν το οποιοδήποτε νόημα παράγεται από το κείμενο και τον συγγραφέα ή από την αναγνωστική διαδικασία και τον αναγνώστη. Αν δηλαδή ένα λογοτεχνικό κείμενο κρατά μία αλήθεια που ο αναγνώστης οφείλει να ανακαλύψει κατά την αναγνωστική διαδικασία, ή αν η τελευταία είναι εκείνη που θα κατασκευάσει και θα διαμορφώσει το όποιο – μη οικουμενικό και υπαγόμενο σε συνεχή μεταβολή – νόημα. Ο Fish, στο δίλλημα αυτό, απαντά ότι ο τρόπος και η μεθοδολογία – με την ευρύτερη έννοια – που ακολουθεί ο κάθε αναγνώστης είναι υπεύθυνη για το κάθε νόημα και όχι ο συγγραφέας και οι προθέσεις του. Συγκεκριμένα, εξηγεί ότι:

η διάθεσή μου να επιτελέσω τις πράξεις αυτές (ενν. τις αποφάσεις που έλαβε αναφορικά με το χαρακτήρα της ανάγνωσης που θα επιχειρήσει) […] συγκροτεί ένα σύνολο ερμηνευτικών στρατηγικών που, όταν εφαρμοστούν, καθίστανται η μεγάλη πράξη της ανάγνωσης. Οι ερμηνευτικές στρατηγικές δηλαδή δεν εφαρμόζονται μετά την ανάγνωση […] αποτελούν το σχήμα της ανάγνωσης και, επειδή είναι το σχήμα της ανάγνωσης, προσδίδουν το σχήμα τους στα κείμενα, διαμορφώντάς τα και όχι προκύπτοντας από αυτά, όπως συνήθως θεωρείται (Φις, 2019: 359).

Η Ζαφειριάδου (2011: 9) γράφει σχετικά:

αντιπαραβάλλει (ενν. ο Fish) τη θέση πως αντί να δεχόμαστε την ύπαρξη ενός κειμένου που εμπεριέχει αναλλοίωτα χαρακτηριστικά αναγνωρίσιμα σε κάθε τόπο και χρόνο ο αναγνώστης είναι αυτός ο οποίος προβάλλει αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία επάνω στο κείμενο […] απορρίπτει την προθετικότητα του συγγραφέα και οριοθετεί το νόημα μόνο μέσα στην αρένα αυτών που προσλαμβάνουν το κείμενο […] το βάρος της ερμηνείας μετατοπίζεται στον αναγνώστη.

Με άλλα λόγια, το νόημα ενός λογοτεχνικού κειμένου, δεν είναι εξαγόμενο, δεν είναι στόχος προς κατάκτηση και ανακάλυψη, δηλαδή «δεν ενυπάρχει αντικειμενικά μέσα στο κείμενο, ώστε να το εξαγάγει από εκεί ο αναγνώστης» αλλά αντίθετα, κατασκευάζεται και συγκροτείται κατά την αναγνωστική πράξη, δηλαδή «αναδύεται σταδιακά κατά την αναγνωστική διαδικασία, καθώς ο αναγνώστης ανταποκρίνεται στη διαδοχή των λέξεων» (Παπαρούση & Κιοσσές, 2023: 34). Κατ’ αυτό τον τρόπο, «ως κατεξοχήν αντικείμενο της κριτικής περιγραφής προσφέρεται όχι η στατική, χωρική μορφή» του λογοτεχνικού κειμένου, «ούτε το «νόημα βάσει της ολοκληρωμένης, τελικής ανάγνωσης του συνόλου του κειμένου, αλλά η εξελικτική χρονικά πραγματοποίηση του νοήματος, όπως διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης» (Παπαρούση & Κιοσσές, 2023: 34). Θέτοντάς το και με τους όρους του ίδιου του Φις (2019: 365):

τι κάνουν όσοι εκφωνούν (ομιλητές, συγγραφείς κριτικοί, εγώ, εσείς); Κατά το παλαιό μοντέλο, παραδίδουν έτοιμα ή προκατασκευασμένα νοήματα. Τα νοήματα αυτά υποτίθεται ότι είναι κωδικοποιημένα και ο κώδικάς θεωρείται ότι βρίσκεται στον κόσμο ανεξάρτητα από τα άτομα, που είναι υποχρεωμένα να τον υιοθετήσουν (αν δεν το κάνουν, διατρέχουν τον κίνδυνο να χαρακτηριστούν αποκλίνοντα). Στο δικό μου μοντέλο, ωστόσο, τα νοήματα δεν αποσπώνται από κάπου, αλλά κατασκευάζονται, και μάλιστα όχι από κωδικοποιημένες μορφές, αλλά από ερμηνευτικές στρατηγικές που γεννούν τις μορφές.

Προχωρώντας επομένως σε μια κοινωνιολογοτεχνική τεκμηρίωση, ο Fish, διατύπωσε την έννοια των ερμηνευτικών κοινοτήτων (Fish, 1980, 2019̇ βλ. επίσης Παπαντωνάκης, Αθανασιάδης, Καπλάνογλου & Πολίτης, 2010), μία θεωρία η οποία απηχεί τις θεωρητικές θέσεις και παραδοχές της κοινωνικής κατασκευής (Ζαφειριάδου, 2011: 10). Πιο συγκεκριμένα, ο Fish ορίζει τις ερμηνευτικές κοινότητες ως (ιδεατές ή μη) κοινότητες που έχουν συγκροτηθεί από αναγνωστικά υποκείμενα που χαρακτηρίζονται από, αλλά και μοιράζονται, «κοινές ερμηνευτικές στρατηγικές», οι οποίες αφορούν την ανάγνωση «όχι […] με τη συμβατική έννοια του όρου», και μάλιστα με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό που οι ερμηνευτικές αυτές στρατηγικές να μετατοπίζουν τον «προσδιορισμό των ιδιοτήτων των κειμένων και την απόδοση των προθέσεών τους» από τον συγγραφέα (όπως παραδοσιακά συμβαίνει) στον αναγνώστη (Φις, 2019: 362-363).

Υπό αυτό το πλαίσιο, «δεν υπάρχουν αντικειμενικά ή φυσικά ορθές ερμηνείες ενός κειμένου, αλλά τρόποι ανάγνωσης που προωθεί η μία ή η άλλη ερμηνευτική κοινότητα, ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και τους στόχους της» (Παπαρούση & Κιοσσές, 2023: 34): «κάθε κοινότητα θα θεωρεί ότι η άλλη δεν αντιλαμβάνεται σωστά το αληθινό κείμενο, αλλά στην πραγματικότητα η καθεμία θα αντιλαμβάνεται το κείμενο […] το οποίο οι ερμηνευτικές στρατηγικές της επιβάλλουν και δημιουργούν» (Φις, 2019: 363). Έτσι, η όποια ερμηνευτική απόφα(ν)ση από μέρους του αναγνώστη συμβαίνει εντός της κοινότητας στην όποια ανήκει και σύμφωνα με τις ερμηνευτικές στρατηγικές που διαθέτει, αμφισβητώντας την όποια άποψη περί κρυμμένου, μοναδικού και αληθινού νοήματος. Η Χρονάκη (2015: 137), σχολιάζει σχετικά:

ο λόγος προκύπτει μόνο στο πλαίσιο μιας κατάστασης και η επικοινωνία είναι εφικτή όταν είσαι μέρος αυτού του πλαισίου, που σημαίνει ότι μοιράζεσαι αξίες, απόψεις, έναν τρόπο σκέψης, ενώ οι λέξεις αναφέρονται σε έννοιες κοινές για όσους είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο κάνοντας, έτσι, τη γλώσσα αντιληπτή.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, η θεωρία του Fish αποφεύγει το «ανέφικτο ιδεώδες», δηλαδή ότι είναι εφικτό να υφίσταται «η απόλυτη ερμηνευτική συμφωνία» μεταξύ αναγνωστών. Και παράλληλα παρακάμπτει τον «φόβο» σχετικά με την «ερμηνευτική αναρχία», καθώς μια τέτοια προσέγγιση θα απλούστευε την ερμηνευτική διαδικασία σε «απολύτως τυχαία» (Φις, 2019: 364), αποδεσμεύοντάς την ουσιαστικά από τις ερμηνευτικές κοινότητες, τις όποιες αξίες και συμβάσεις τους, στις οποίες την αποδίδει ο Fish.

Δύναται όμως να γνωρίζει κανείς/μια σε ποια ερμηνευτική κοινότητα ανήκει; Πώς ακριβώς μπορεί να εξακριβώσει κανείς/μια κάτι τέτοιο; Η απάντηση είναι μάλλον η πιο απλή και ταπεινή:

η μόνη απόδειξη ότι ανήκει κανείς σε μια κοινότητα είναι η συντροφικότητα, το νεύμα αναγνώρισης από κάποιον που ανήκει στην ίδια κοινότητα, από κάποιον που λέει αυτό που κανένα μέλος της κοινότητας δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδείξει σε κάποιον εκτός αυτής: εμείς γνωρίζουμε (Φις, 2019: 366).

Συμπεράσματα

Το κείμενο επιχείρησε να αναδείξει ότι η συγγραφοκεντρική και ουσιοκρατική προσέγγιση που παραδοσιακά ακολουθείται σχετικά με την ερμηνεία των λογοτεχνικών κειμένων, και η οποία δίνει έμφαση στον συγγραφέα και τις προθέσεις του, περιορίζει τη δυναμική του αναγνώστη να ερμηνεύει ελεύθερα, αλλά και να συμμετέχει ενεργά, στη διαμόρφωση του νοήματος. Ο Stanley Fish, μέσω της θεωρίας των ερμηνευτικών κοινοτήτων, διαβρώνει αυτή την κατεστημένη άποψη, πρώτον, προτείνοντας ότι το νόημα ενός λογοτεχνικού κειμένου δεν είναι αντικειμενικό, αμετάβλητο και προκαθορισμένο, αλλά δημιουργείται κατά την αναγνωστική διαδικασία, και, δεύτερον, υπογραμμίζοντας τη σημασία της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής διάστασης της πράξης της ανάγνωσης, αφού το νόημα κάθε λογοτεχνικού κειμένου δεν υφίσταται ανεξάρτητα, αλλά προκύπτει μέσα από την κοινωνική αλληλεπίδραση, τη σχεσιακότητα και τη συλλογική εμπειρία, και τις συμβάσεις αλλά και δυναμικές που αυτή δημιουργεί.

Η προσέγγιση αυτή του Fish αντικρούει την ουσιοκρατική και φορμαλιστική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία τα λογοτεχνικά κείμενα περιέχουν αναλλοίωτα χαρακτηριστικά, αναγνωρίσιμα από όλους. Στη θεώρηση του Fish το νόημα δεν υπάρχει ανεξάρτητα, αλλά διαμορφώνεται δυναμικά, ανάλογα με το – όποιο – κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο του – όποιου – αναγνώστη. Η προσέγγιση αυτή βέβαια, όπως είδαμε, δεν εννοεί ότι μπορούν να υπάρξουν εντελώς τυχαίες ή εντελώς αυθαίρετες ερμηνείες. Τυχαίο νόημα δεν μπορεί να υπάρξει έτσι κι αλλιώς. Αυτό που αναδεικνύει η θεωρία του Fish είναι ότι δεν είναι ο συγγραφέας που δεσμεύει τους λογοτεχνικούς κώδικες, αλλά ότι αυτοί παράγονται στα χέρια του αναγνώστη. Ο αναγνώστης δεν αποκωδικοποιεί απλώς, αλλά κωδικοποιεί επίσης. Ενώ ανάλογη έμφαση δίνεται και στα ερμηνευτικά πλαίσια, τις ερμηνευτικές κοινότητες, στις οποίες συμβαίνουν οι παραπάνω κωδικοποιήσεις. Αυτό που καταρρίπτει λοιπόν η θεωρία του Stanley Fish είναι η παραδοσιακή αντίληψη περί μονοδιάστατης κατανόησης της λογοτεχνίας, δίνοντας έμφαση στη δυναμική της αναγνωστικής εμπειρίας, και μάλιστα στη συλλογική διάσταση αυτής της δυναμικής.


Βιβλιογραφία

Barthes, R. (2005). Απόλαυση, γραφή, ανάγνωση (Α. Κόρκα, Μτφρ., Μ. Βιέν, Επιμ.). Αθήνα: Πλέθρον.

Barthes, R. (2019). Εικόνα, Μουσική, Κείμενο (Γ. Σπανός, Μτφρ., Β. Πατσογιάννης, Επιμ.). Αθήνα: Πλέθρον.

Ζαφειριάδου, Ν. (2011). Εξερευνώντας πολυπολιτισμική λογοτεχνία μέσα από τις Αναγνωστικές Θεωρίες. Ανακτήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2024, από: http://mareponticum.bscc.duth.gr/index_htm_files/Zafiriadou_pi.pdf.

Fish, S. (1980). Is There a Text in This Class? The Authority of Interpretive Communities. Cambridge, MA: Harvard UP.

Μπαρτ, Ρ. (2022). Η απόλαυση του κειμένου (Φ. Χατζιδάκη & Γ. Κρητικός, Μτφρ.). Αθήνα: Κέδρος.

Παπαντωνάκης, Γ., Αθανασιάδης, Η., Καπλάνογλου, Μ., & Πολίτης, Δ. (2010). Οι Ιδέες των Παιδιών για την Παιδική Λογοτεχνία: Θεωρία και Έρευνα της Αναγνωστικής Ανταπόκρισης. Αθήνα: Τόπος.

Παπαρούση, Μ., & Κιοσσές, Σ. (2023). Εισαγωγή στη Θεωρία της Λογοτεχνίας. Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις.

Φις, Σ. (2019). Ερμηνεύοντας το Variorum. Στο K. M. Newton (επιμ.), Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα: Ανθολόγιο κειμένων (Α. Κατσικερός & Κ. Σπαθαράκης, Μτφρ.) (σσ. 357-366). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.

Χρονάκη Ά. (2015). Βασικές Θεωρητικές Αρχές της Αναγνωστικής Ανταπόκρισης. Education Sciences, 2015(2), 127–139. DOI: https://doi.org/10.26248/edusci.v2015i2.1716.

-φωτογραφία από Pinterest

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Αποσταθεροποιώντας το οικουμενικό στην ερμηνευτική διαδικασία: η περίπτωση των ερμηνευτικών κοινοτήτων του Stanley Fish

Σχολιάστε