-στα λόγια η Ελένη Γεωργίου
Κοιτάζει τη φωτογραφία.
Πώς πήγαινε αυτό το τραγούδι;
Αυτός θυμόταν όλους τους στίχους απ’ έξω.
Και εκείνος ο τίτλος του παλιού άλμπουμ; Α ναι…
Της έκανε εντύπωση που τόσο ταίριαζε.
Ο Αύγουστος και οτιδήποτε μετά.
Μετά. Πόσο μετά; Πόσο πριν; Πόσος καιρός πριν;
Ο χρόνος δεν έχει πια καμιά αξία.
Βλέπεις, δε θυμάται.
Δεν μπορεί να υπολογίσει.
Αλήθεια, πόσο καιρό πριν σκεφτόταν χαρούμενα πράγματα; Πόσο καιρό πριν περπατούσε ανάλαφρα; Δε θυμάται. Πρωτότυπο, ε;
Ήθελες, λέει, να ταξιδέψεις στη Νέα Υόρκη.
Εκεί όπου τα φώτα ποτέ δε σβήνουν και τα μάτια των ανθρώπων λάμπουν από τον πυρετό.
Όμορφη και άγρια η ράτσα των ανθρώπων.
Πάντα της άρεσε να τους παρατηρεί.
Τα πιο όμορφα αντρικά πρόσωπα είναι αυτά που έχουν ψεγάδι, τα πιο όμορφα γυναικεία αυτά τα λίγο θλιμμένα.
Αυτό άραγε πρόλαβε ποτέ να στο πει;
Και με τα χέρια; Τι γίνεται με τούτα;
Τα ανοίγει μπροστά στη φωτογραφία, ξερά κλαδιά αιωρούμενα στο κενό.
Χέρια ανήμπορα
Τρέμουν από ντροπή, γιατί δεν φτάνουν.
Το ξέρεις αυτό που λένε για τα χέρια που κουμπώνουν; Σπάνια συμβαίνει. Ίσως και ποτέ.
Πόσο ωραία αίσθηση να κουμπώνουν τα χέρια των ανθρώπων.
Τέλεια, μπλε κτίρια γύρω τους.
Και από πάνω ο αυγουστιάτικος ουρανός.
Και τώρα; Τώρα τι;
Άνοιγμα χεριών, κλείσιμο χεριών – που τρέμουν από ντροπή, γιατί δεν φτάνουν.
Πότε έγιναν όλα αυτά, δεν θυμάται.
Ο χρόνος δεν έχει πια καμιά αξία.