Tο Δάκρυ στέρεψε, στέρεψαν τα ποτάμια
Η νύχτα αίματα το κρίμα μου πλευρώνει.
Βαριά η μοίρα μου, σκληρό το ριζικό της,
Πικρή η ζωή μας, πικρός και ο θάνατος μας.
-στα λόγια ο Σπύρος Μάρκος
Ο Δράκος, γυρισμένη το 1956 στην δύσκολη μετεμφυλιακή περίοδο της Ελλάδας από τον Νίκο Κούνδουρο, αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ταινίες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Είναι μία ταινία με έντονο ιστορικό χαρακτήρα καθώς θεωρείται «σταθμός» για την εξέλιξη του ριζοσπαστικού και κοινωνικοπολιτικού κινηματογράφου στην Ελλάδα, σε μία χώρα που εκείνη την εποχή βρίσκεται ακόμη κάτω από την σκιά της αστυνομοκρατίας, πατριαρχίας και λογοκρισίας.
Σκηνοθετημένη από τον Νίκο Κουνδουρο και με σενάριο γραμμένο από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, ο Δράκος, τοποθετείται σε μία σχεδόν «καφκική» μετεμφυλιακή Ελλάδα, όπου πρωταγωνιστεί η φτώχεια, η ηθική και πολιτική διαφθορά και η αλαζονεία. Δημιουργείται έτσι, ένα φιλμ το οποίο μας δείχνει το πώς μέσα από τους βάλτους της λαγνείας και της κοινωνικής πίεσης, ένας άνθρωπος μπορεί πολύ εύκολα να υιοθετήσει τους κοινωνικούς ρόλους που του επιβάλλονται κάθε φορά, χάνοντας έτσι μέσα στην διαδικασία αυτήν, την πραγματική του ταυτότητα, τόσο κοινωνικά, όσο και υπαρξιακά.
Την περίοδο της κυκλοφορίας της, η ανταπόκριση από τα ελληνικά μέσα και τους τότε «ειδήμονες» ήταν επιθετική και επικριτική, κατακρίνοντάς την ως ανθελληνική, ψεύτικη και υπερβολική.
Ήρωας της ταινίας είναι ο Θωμάς, ένας τραπεζικός υπάλληλος που το μόνο που γνωρίζει στην καθημερινότητα του είναι η μοναξιά και η αδιαφορία. Είναι Χριστούγεννα και ετοιμάζεται να τα γιορτάσει μόνος για άλλη μία φορά. Η ήρεμη του ζωή όμως, θα διαταραχθεί, όταν τυχαία, τον αναγνωρίζουν ως τον «Δράκο», έναν κακόφημο εγκληματία, ο οποίος καταζητείται από τις αρχές. Ο Θωμάς, τρομαγμένος με αυτήν την ανακάλυψη, προσπαθεί να κρυφτεί από την αστυνομία που πιστεύει ότι τον αναζητεί, έτσι πανικόβλητος και αναστατωμένος καταλήγει να βρει καταφύγιο σε ένα κακόφημο στέκι, ένα σκοτεινό καπηλειό, όπου οι μόνοι θαμώνες είναι άτομα του περιθωρίου που η κοινωνία τους έχει ονομάσει «αλήτες και αλήτισσες» . Εκεί ο Θωμάς, μαθαίνει ότι ο «Δράκος», σε αυτήν την «πλευρά» της κοινωνίας αποτελεί έναν λαϊκό ήρωα, έτσι όταν αναγνωρίζεται με αυτόν τον τρόπο από τους υπόλοιπους , αποφασίζει να υποδυθεί την νέα του ταυτότητα και να χρησιμοποιήσει τα οφέλη της καινούργιας του κοινωνικής υπεροχής.
Αυτό που έχει συνέχεια στην ταινία, είναι ένα ενδιαφέρον «παιχνίδι», παρωδίας/κριτικής των ηθικών κανονισμών και ρόλων της κοινωνίας, μέσα από το προσωπείο του «Δράκου» και στο τι βλέπουν σε αυτό διάφοροι μοναχικοί άνθρωποι, το όφελος που θα έχει στην ζωή τους η παρουσία αυτή. Ο Θωμάς είναι ελεύθερος λόγω της δύναμης που του έχει δώσει το προσωπείο αυτό· ο περίγυρος του, βλέπει τον λυτρωτή του, καθώς με την δύναμη του θα καταφέρουν όλοι να πετύχουν τους στόχους και θα κερδίσουν την ελευθερία τους, είτε αυτή είναι οικονομική είτε ταξική.

Το ύφος της ταινίας, καθ’ όλη την διάρκεια της παραμένει, απαισιόδοξο, μελαγχολικό και βαθιά πολιτικό. Τα σκοτεινά και σιωπηρά πλάνα μάς θυμίζουν κλασσικό νεορεαλισμό και γερμανικό εξπρεσιονισμό. Η μουσική, γραμμένη από τον Μάνο Χατζιδάκι δημιουργεί μια επιβλητική ατμόσφαιρα στους σκοτεινούς χώρους του καπηλειού η οποία ενισχύεται από τις μακρόσυρτες σκηνές χορού που έχει η ταινία.
Πάρα την σημαντικότητα που έχει σήμερα η ταινία του Ν. Κούνδουρου, την περίοδο της κυκλοφορίας της, η ανταπόκριση από τα ελληνικά μέσα και τους τότε «ειδήμονες» ήταν επιθετική και επικριτική, κατακρίνοντάς την ως ανθελληνική, ψεύτικη και υπερβολική, τόσο από τον δεξιό όπως και από τον αριστερό χώρο, ο οποίος διαμαρτύρονταν για την συμμετοχή της ταινίας στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Από την άλλη όμως, τα ξένα μέσα εκτίμησαν περισσότερο την ταινία, η οποία γνώρισε πολύ μεγαλύτερη επιτυχία εκεί.