-στα λόγια η Ελένη Ασήμογλου
Την τελευταία φορά που με φίλησες
δεν ήξερα ότι ήταν η τελευταία.
Είχες ακόμη τα χέρια σου γύρω από το λαιμό μου
ενώ απομακρυνόσουν βηματίζοντας προς τα πίσω.
Την τελευταία φορά που με φίλησες
μου χαμογέλασες μετά.
Δεν βλέπω το χαμόγελό σου τώρα.
Όχι πια.
Την τελευταία φορά που με φίλησες
ψέκασες την μπλούζα μου με το άρωμά σου.
«Για να με μυρίζεις κι αφού φύγω», μου είπες.
Τώρα αυτή η μπλούζα πλύθηκε.
Είναι σηκωμένη στην ντουλάπα με τα καλοκαιρινά.
Εκείνο το βράδυ θυμάμαι
καθίσαμε σιωπηλοί αγκαλιά στο λεωφορείο.
Με τις μάσκες, μα με τα χέρια πλεγμένα.
Λες και το χέρι μου πάσχιζε να απομνημονεύσει την υφή του δικού σου
όσο προλάβαινε.
Λες και δεν θα το ξανάνιωθε.
Πού να ήξερε.
Με τις μάσκες, μα με το κεφάλι μου χωμένο στο λαιμό σου.
Με κάθε εισπνοή, μου έδινες ασφάλεια με τη μυρωδιά σου.
Με κάθε υποψία φόβου μου, κι ένα απαλό φιλί στα μαλλιά.
Την τελευταία φορά που με φίλησες
Δεν το ξέραμε ότι ήταν η τελευταία.
Κανένας απ’ τους δυο.
Δυο πόδια να κρέμονται από το πεζούλι δίπλα στα δικά σου
περιμένοντας να πάει και μισή.
Τρομοκρατημένα στη σκέψη ότι θα πάει και μισή.
Με είχες φιλήσει κι άλλη φορά
σ’ εκείνο το λιμάνι.
Μου άγγιζες το λαιμό με τον ίδιο γλυκό τρόπο.
Τον χαρακτηριστικά δικό σου.
«Θα κάνω τα πάντα για να ξαναδώ αυτό το χαμόγελο», μου είχες πει.
Την τελευταία φορά που με φίλησες
το χαμόγελο αυτό εξαφανίστηκε μόλις μπήκες στο πλοίο.
Πες το διαίσθηση.
Πες το όπως θες.
Ίσως ενδόμυχα ήξερε
πως ήταν η τελευταία φορά που με φιλούσες.
–φωτογραφία: Blue Valentine–