«Το Καλύτερο Πράγμα στον Κόσμο είναι να Πέφτεις για Ύπνο τα Ξημερώματα»


-λόγια και ερωτήσεις από την Ισμήνη Κατσάβαρου


Καθένας ξεχωριστά γνωρίζει πόσο πόνεσε το φιλί σε εκείνη τη γωνία και πόσο άστραψε μια συγκεκριμένη σειρά από νύχτες, με συγκεκριμένη παρέα, σε συγκεκριμένη γειτονιά, με την τάδε μάρκα τσιγάρων και τις τάδε αγωνίες. Πιστεύω σε μια Ιστορία φτιαγμένη από μικρούτσικες ιστορίες ανθρώπων. Όλες οι ιστορίες είναι σημαντικές-όχι αναγκαστικά βέβαια κι εμείς που τις ζήσαμε και τις ζούμε.


Πριν λίγες μέρες είχαμε τη τύχη να βρεθούμε σε μια σκηνή με χαμηλό φως, με ένα επιβλητικό κείμενο, με ηθοποιούς που φαίνονταν μικροί με τα πάθη τους αλλά μεγάλοι με τις ιστορίες, τα μύχια θέλω τους, τα τολμηρά όνειρά τους, τα ανεπιτήδευτα θράση τους που δε σταμάτησαν καθόλη τη διάρκεια να ενοχλούν επιτακτικά και ενοχλητικά το μέσα μας. Τέσσερις μονόλογοι, τέσσερις διαφορετικές ιστορίες που μύριζαν αστική Αθήνα, με το κίτρινο φως στις λεωφόρους, με τα γρήγορα φαστφουντάδικα, με το κόκκινο χρώμα και ό,τι αυτό συνεπάγεται, με μια γιορτή στο τώρα και μια απέχθεια για το πριν ή για το μετά. Απέχθεια για τη μιζέρια, για το προκαθορισμένο πρόγραμμα, για το προγραμματισμένο μυαλό, για την ενοχλητική γειτόνισσα, για το αφεντικό στη δουλειά, που δεν μπορεί να καταλάβει πώς το Μονόγραμμα του Ελύτη, τα ξεχαρβαλωμένα τζιν, το sexting, οι Metallica στο τοίχο, οι γκοφρέτες στο πάτωμα, οι αισθητίκ φωτογραφίες στο ίνσταγκραμ, τα σουβλατζίδικα στη μέση του πουθενά, η καταθλιψάρα, η χαμένη επικοινωνία, το γρήγορο σπρώξιμο στις τουαλέτες, η ακρίβεια των ημερών και ο πόλεμος, μπορούν να επιτελέσουν μια ωδή οργασμού ή μια κραυγή προσοχής ή ένα «θέλω να αφήσω για λίγο εδώ τη ψυχή μου να αναπνεύσει.»


Το έργο είναι αρκετά σύγχρονο, αποσυνθέτει το ξύλινο λόγο, τον κάνει άμεσο, γλυκό, παθιασμένο, αληθινό, ανεπιτήδευτο, αόριστο, χαμένο χωρίς δομή με αρχή, μέση και τέλος. Δίνει φωνή στο ασυνείδητο, σε αυτό που δε μιλά, αλλά φωνάζει από τσιμπιές. Το συνδυάζει με αστική ποίηση, αυτή που μπορεί να συγκινήσει, να γραφτεί σε ένα λεωφορείο ή στο μανάβικο της γειτονιάς, μια ποίηση που σε πηγαίνει βόλτα από την παιδικότητα μέχρι την αβάσταχτη ενηλικίωση, με τα τρελά ωράρια, «το μου πάει αυτό το μπλουζάκι;», «έχουμε χρήματα για το μηνιάτικο;», «θα πάμε κανένα ταξίδι;», «το πάπλωμα με πλακώνει, ρε πώς γίναμε έτσι;», «η ζωή τελειώνει μετά τα 30;», «γιατί αισθάνομαι γέρος;». Ερωτήματα των ηρώων, ερωτήματα που όλοι έχουμε κάνει, ανασφάλειες που όλοι έχουμε παραδεχτεί έστω και μια φορά στο καθρέφτη μας.


Το σκηνικό θα λέγαμε πως παραπέμπει σε Ιστορίες Πολυκατοικίας, αυτές που όλοι έχουμε την ηδονή να μάθουμε. Ο πρώτος μονόλογος αναφέρεται σε μια κοπέλα γύρω στα 20-25 που ετοιμάζεται για να βγει με τον φίλο της. Μιλάει στο καθρέφτη ή θα λέγαμε πως ξεντύνει τη κοινωνία από τους κανόνες, τα στερεότυπα, τα κλειστά μυαλά, τις κλειδαρότρυπες, «τα τι θα πει ο κόσμος», «τα βαρέθηκα», «τα θέλω να ζήσω», «η απάντηση για όλα είναι έρωτας».


Ο δεύτερος μονόλογος αναφέρεται σε μια κοπέλα γύρω στα 30-35, καθισμένη σε ένα σουβλατζίδικο, από αυτά που όλοι έχουμε καθίσει, με τη χάλια αισθητική, με το καρό τραπεζομάντιλο και τη μυρωδιά από τζατζίκι να ζητωκραυγάζει λες και βγήκε πρώτο σε διαγωνισμό ρουθουνιών. Με το κινητό στο χέρι, εξιστορώντας στους φόλλουερς, την αξία της λαδίλας στη πίτα. Θα λέγαμε πως παρομοιάζει το σουβλάκι με τα ανεκμυστήρευτα όνειρα και τελικά συμβολοποιεί το γεγονός πως όταν οι άνθρωποι τρώνε σουβλάκι μπορούνε να γίνουνε λίγο πιο εύθραυστοι, πιο μικροί, πιο ειλικρινείς, πιο παιδιά με αφέλεια, με εμπιστοσύνη, μακριά από μαχαιροπίρουνα και χαρτοπετσέτες που κρύβουν τα χείλη από της σος και τη σος από τα χείλη.


Ο τρίτος μονόλογος αναφέρεται σε έναν άνδρα γύρω στα 45-50 που ψάχνει μια γρήγορη συντροφιά σε ένα μέρος που εξυμνεί αυτών των ειδών ανάγκες. Μιλά ακατάπαυστα στην κοπέλα που χορεύει αισθησιακά απέναντί του, χωρίς ίχνος ερωτικής έλξης, αλλά σα μια καταιγίδα σκέψεων που τον ταλανίζουν για τη ζωή, για την αγαπημένη του, για τη χαμένη επικοινωνία και για τη χαμένη καθημερινότητα. Σκοπός του είναι να εξυμνήσει μπροστά σε ένα γυναικείο σώμα, όλα αυτά που που δε μπόρεσε, που έχασε ή που δε κατάφερε να αγαπήσει, στη ζωή, στο θάνατο/ένα συγγνώμη για το χαμένο έρωτα και για τους χαμένους συνεπιβάτες του. Τον βλέπουμε να προσπαθεί να κάνει διάλογο κινούμενος από ερωτήσεις, που θα λέγαμε πως αναφέρονται στον ίδιο παρά στο γυναικείο σώμα που του προκαλεί περισσότερο ορμή, κύμα κίνηση για ζωή, παρά σεξουαλική επιθυμία.


Ο τέταρτος μονόλογος είναι ένας κινούμενος οδοστρωτήρας. Ένας άνδρας γύρω στα 30 που ξυπνάει στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Ένας μονόλογος ή ένα παραλήρημα για καινούργια εκκίνηση; Μέσα από τις εκφράσεις του και το πάθος αμφιβολιών για ζωή αλλά συγχρόνως ύμνων για αυτή, βρίσκεται σε ένα mental breakdown. Πότε ξεχειλίζει το ποτήρι; Ποιός έχει ευθύνη; Πότε στα αλήθεια δε χωράει μια σταγόνα ακόμα; Πότε σταμάτησα να ονειρεύομαι; Πότε σταμάτησα να κάνω έρωτα με τα μάτια ανοιχτά; Πότε έγινα έτσι; Πώς μαθαίνω να αναπνέω ξανά;

Ένα έργο που βγαίνει από τα καθορισμένα, που μιλά για αυτά με υπερβολή και υπερβάλλει αναδεικνύοντας πώς όλα επιτρέπονται και όλα είναι κύμα, είτε ανιαρό, μικρό, είτε με ένταση και θορυβώδες. Το θέμα δεν είναι να πιάσεις το καλό, αλλά να βρεις από τι είναι φτιαγμένο.

Συζήτηση με τον Γιώργο Λιάκο


Τι συναισθήματα σου γεννήθηκαν διαβάζοντας το κείμενο της παράστασης;


Σε πρώτο στάδιο τα κείμενα της παράστασης ήταν μεγάλη έκπληξη για μένα, έκπληξη θετική πάντα, και ένιωσα τυχερός που η Γεωργία με κάλεσε να συμμετέχω σε αυτό της το ταξίδι διότι η γραφή της είναι γεμάτη ΖΩΗ και είναι αδύνατον να μην αναγνωρίσεις πολλά κομμάτια σου μέσα σε αυτήν. Αναφορικά με τον –ας μου επιτραπεί η κτητικότητα μέχρι το τέλος των παραστάσεων– «δικό μου» μονόλογο ένιωσα τόση χαρά γιατί άκουγα αυτά με τα οποία ερχόμουν αντιμέτωπος όσο ωρίμαζα αυτά τα χρόνια, από έναν άλλο άνθρωπο και είναι πολύ συγκινητική η σύνδεση. Για αυτό αισθάνομαι και τυχερός όπως ανέφερα γιατί η σύνδεση αυτή που προκύπτει μέσα από αυτή την συνθήκη σπάει τις αλυσίδες της μοναξιάς και σε φέρνει πιο κοντά με τον άλλο άνθρωπο αφού τελικά οι σκέψεις, οι προβληματισμοί και τα συναισθήματα είναι κοινά κι έτσι δεν έχεις παρά να τα επικοινωνήσεις και να σταματήσεις να νιώθεις παράταιρος.


Η παράσταση χωρίζεται σε τέσσερα μέρη και σε τέσσερις αντίστοιχους μονολόγους. Ο δικός σου τι πραγματεύεται;

Ο «δικός μου» μονόλογος πραγματεύεται την γενιά των ’90. Πιο συγκεκριμένα ο ήρωας του μονολόγου όντας στο νοσοκομείο μετά από χειρουργική επέμβαση και έχοντας τον χρόνο να σκεφτεί και να αναθεωρήσει αφού έχει συνειδητοποιήσει πως μεγαλώνει, αρχίζει και εξιστορεί όλα όσα πιστεύει πως η γενιά του κατάφερε να κατακτήσει, να ζήσει, να αισθανθεί, να νιώσει περήφανη γενιά. Πρόκειται για έναν μονόλογο γεμάτο ιστορία πραγματική που είμαι σίγουρος, όπως ένιωσα και εγώ άλλωστε γεννημένος το 1990, όποιος της γενιάς αυτής έρθει και το δει θα νιώσει δικαίωση και περηφάνια γιατί, ας μου επιτραπεί το σχόλιο, είμαστε μια γενιά και άτυχη και παρεξηγημένη.


Τι θεωρείς ότι κάνει το έργο τόσο σύγχρονο;

Το έργο είναι σύγχρονο γιατί έρχεσαι αντιμέτωπος με θέματα, συνθήκες, ερεθίσματα, ακούσματα, προβληματισμούς, κραυγές, ακυρώσεις, θέλω, πρέπει… που όλοι τα έχουμε βιώσει σε όποια ηλικία κι αν είμαστε και τα αναγνωρίζεις μέσα στο έργο. Βλέπεις την ζωή μέσα σε αυτό. Λες και εγώ το είχα νιώσει αυτό τότε, στο τάδε μέρος, με την τάδε παρέα.


Ένα από τα αποστάγματα του έργου, είναι να τσαλακώνεσαι για ζωή. Πόσο δύσκολο είναι να ξεφύγεις από τα manuals της κοινωνίας και να υμνήσεις την ευθραυστότητα σου;

Είναι δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο. Πιστεύω στο μέτρο, στη σωστή βάση και στην αγάπη. Όταν ξεκινάς την ζωή σου με έναν τέτοιο μηχανισμό μπορείς να πατήσεις στα πόδια σου με αρκετή δύναμη και να νιώσεις σίγουρος για τον εαυτό σου και κατ’ επέκταση να υποστηρίξεις όλες σου τις εκφάνσεις, τις ατέλειες , την ευθραυστότητα, τα σκοτάδια σου. Πρέπει να αγαπάς τον εαυτό σου, κι αν όχι, να τον μάθεις. Μόνο έτσι μπορείς να ζεις ελεύθερος και να μην σε απασχολούν τα πρέπει της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που δεν είναι καθόλου εντάξει απέναντί μας αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση. Άλλωστε μέρος της είμαστε και από εμάς εξαρτάται αν θα αλλάξει ή όχι.


Πώς βίωσες τη συνεργασία με το υπόλοιπο cast;

Τα αισθήματα μου είναι μόνο θετικά για όλους. Αγκαλιαστήκαμε και μεταφορικά αλλά αγκαλιαζόμαστε και κυριολεκτικά κάθε φορά λίγο πριν βγούμε στην σκηνή. Για την Γεωργία και τον Αντώνη ευγνωμοσύνη για την φιλική, γεμάτη σεβασμό, ανθρωπιά και εμπιστοσύνη συνεργασία.


Για κλείσιμο, πες μου με μια λέξη τι θα αισθανθεί κάποιος/α φεύγοντας από τη παράσταση;

Αλήθεια.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s