περίπατος στην Πάτρα


-ένας νόστος από την Έλενα Κτενοπούλου
aka ores_koinis_hsyxias

Έτσι είναι οι πόλεις οι κατηφορικές. Έχουν προδιαγεγραμμένη κατεύθυνση. Τις ακολουθείς σε μια διαρκή καθοδική πορεία προς τη θάλασσα και πάντα καθώς προσπερνάς το λιμάνι φλερτάρεις με μια βουτιά.
Είναι κρύα η πόλη με βροχές και ξεφτισμένους τοίχους. Τοίχους ζωντανούς, με λέγειν, σαν ανθρώπους. Ουρλιάζουν οι τοίχοι της συνθήματα τη νύχτα στο φεγγάρι και οι κάτοικοι προσπερνάνε βιαστικοί. Βουλώσανε τ’ αυτιά σ’ ότι λέει «ελευθερία». Όλοι αποκτήσαμε επιλεκτική ακοή και εξοπλίσαμε τ’ αυτιά μας να πιάνουν πάντα ό,τι αφορά τον διπλανό.
Χορεύουν άνεμοι στις στροφές της και ήχοι σε παραπλανούν σ’ οδηγούν ψηλά από μυστικά περάσματα, σε δρόμους που φτάνουν μόνο μηχανάκια και περιπολικά εκτός υπηρεσίας και σε μπλέκουν με ηλιοβασιλέματα και άλλες χρωματιστές, παροδικές ψευδαισθήσεις.
Αναρριχούνται μέσα της βλέμματά που ψάχνουν ουρανό και ψίθυροι τη νύχτα που θέλουνε κρυψώνα. Μα ανήλεη και σαδίστρια δεν προσφέρει κρυψώνα πουθενά. Οι φόβοι τους κυλάνε στους υπονόμους της και φέγγει το φεγγάρι πάνω απ’ τις πλατείες της, τις πάνω και τις κάτω.
Αλλάζει όταν νυχτώνει, ανάβει ν’ ανταγωνιστεί κάποιο αστέρι που λιμπίστηκε στο στερέωμα και γελούν μαζί της τα πουλιά που κούρνιασαν για απόψε στις πορτοκαλιές και θα φύγουν αύριο γι’ άλλο μέρος, καλύτερο. Κι εκείνη μεγαλώνει λίγο, όταν δεν κοιτάζει κανείς, να χωρέσει τον έρωτα και τη θλίψη. Να κρύψει εσένα μη σε δω και να μου λερώσει το φόρεμα όπου κι αν κάτσω.
Σ’ αυτούς τους δρόμους με τα σπασμένα πεζοδρόμια, τ’ ανύπαρκτα και τα μισογκρεμισμένα σπίτια περπατάς μόνο λερωμένος. Μην ξεχωρίσεις απ’ τη βρομιά. Βρόμικες μικρές σκέψεις σε βρόμικα μικρά μυαλά μόνο φιλοξενεί, κάποια τους, ονειροπόλα, ξαπλωμένα στα σκαλιά να εκπνέουν αλήθεια μαζί με τον καπνό και να ζητούν το άγνωστο ως που να βγει ο ήλιος.
Κι ο ήλιος δε βγαίνει παρά στις ταράτσες της και τις ακρογιαλιές της κάποιο ξημέρωμά Ιουλίου που κανείς δεν περίμενε. Χωρίς πριν, χωρίς μετά και χωρίς μουσική. Βγαίνει αθόρυβα, μην ξυπνήσει τους ονειροπόλους που ξενύχτησαν, ούτε κι όσους ξημερώθηκαν να φαντάζονται τόπους μακρινούς κι ανοίγματα μεγάλα, που θα ξεχάσουν σε λίγες ώρες μες τα κορναρίσματα, κολλημένοι στην κίνηση, να παφλάζει ο καφές απ’ το σταμάτα – ξεκίνα μες το χάρτινο ποτηράκι. Σαν να’ θελε κι αυτός ν’ αποδράσει.
Μέτρησα σ’ αυτή την πόλη τα βήματα απ’ τη θάλασσα ως το σπίτι σου. Κι απ’ το σπίτι σου προς τη θάλασσα. Μέτρησα τους δρόμους και τα σκαλιά. Ποτέ δε βγήκαν ίδια.
Όσο, βλέπεις, κι αν θέλω να βγάλω αυτούς τους άθλιους δρόμους από μέσα μου, τους αγαπώ γιατί γράφουν επάνω τους την ιστορία μου και γιατί πάντα κάτι μου θυμίζουν.

Σχολιάστε