-επιλογή κειμένου από τον Νίκο Σταϊκούλη
Τα ξημερώματα της 22ας Απριλίου του 1993 (ημέρα των γενεθλίων μου) ξύπνησα στο άκουσμα μιας περίεργης οιμωγής ζώου, που ερχόταν απ’ τον κήπο. Δεν έμοιαζε ούτε με τις κραυγές των κουναβιών ούτε με τα ουρλιαχτά των τσακαλιών, που βρίθουν στην περιοχή· δεν είχε καν σταθερό χρώμα· τη μια ηχούσε σαν κλαψούρισμα πληγωμένης αγριόγατας, την άλλη σαν θρήνος σκύλου που ‘χει χάσει τον αφέντη του. Πρέπει να ήταν γύρω στις τρεις με τέσσερις η ώρα και πυκνό σκοτάδι τύλιγε ακόμη τα πάντα. Έτσι, όσο κι αν μ’ έτρωγε η ανησυχία και η περιέργεια, δεν βγήκα αμέσως να δω τι συμβαίνει, αλλά σκέπασα το κεφάλι με το μαξιλάρι και προσπάθησα να ξανακοιμηθώ. Επί ματαίω· η οιμωγή, που γινόταν ολοένα και πιο αιχμηρή, διαπερνούσε τα πούπουλα του μαξιλαριού και μού τρυπούσε τα τύμπανα και το μυαλό. Σηκώθηκα λοιπόν, έριξα κάτι πάνω μου, πήρα ένα φανάρι και βγήκα στον κήπο. Η πρωινή δροσιά μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω και η ανατριχίλα μου έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν, ρίχνοντας το φως του φαναριού μου στη ρίζα μιας μουσμουλιάς, απ’ όπου έρχονταν τα κλαψουρίσματα, είδα με φρίκη μια καταματωμένη τριχωτή μάζα. Από μακριά δεν διέκρινα άλλα χαρακτηριστικά, αλλά όταν ζύγωσα κι ο φωτεινός κύκλος του φαναριού μου έκλεισε μέσα του ολόκληρο αυτό το πληγωμένο ζωντανό, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Ποτέ στη ζωή μου, που δεν ήταν ούτε λίγη ούτε στερημένη εμπειριών ή άσχετη με τη φύση, δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πλάσμα· ούτε καν στα λεπτομερέστερα εικονογραφημένα εγχειρίδια φυσικής ιστορίας.
Δεν έμεινα, πάντως, για πολύ εκεί ν’ αναρωτιέμαι τι είδους ζώο είχα μπροστά μου. Το ματωμένο του κορμί που σφάδαζε απ’ τον πόνο κι εκείνα τα τεράστια κλαμένα μάτια, που με κοίταζαν παρακλητικά, μ’ έκαναν να το μαζέψω, όσο πιο απαλά μπορούσα, απ’ το γρασίδι και να το μεταφέρω αμέσως στην κουζίνα. Εκεί έστρωσα μερικές εφημερίδες πάνω στο τραπέζι και το ακούμπησα ακριβώς κάτω από τη λάμπα, ώστε να βλέπω καλύτερα τα τραύματά του. Πού να δω όμως τραύματα; Έτσι που ολόκληρο το σώμα του ήταν πασαλειμμένο μ’ αίματα, δεν έβλεπα παρά μια τεράστια αιμάσσουσα πληγή. Γέμισα, λοιπόν, μια λεκάνη με καθαρό νερό κι άρχισα να το πλένω, αργά αργά, προσεχτικά, βουτώντας εκεί μέσα κουρέλια που έφτιαξα από το πρώτο άσπρο πουκάμισο που βρήκα στην ντουλάπα. Σιγά σιγά άρχισα να εντοπίζω τις δαγκωματιές, από τσακάλι, ίσως, ή από λύκο, κυρίως γύρω απ’ το λαιμό, αλλά και στην κοιλιά, τη ράχη και τα πόδια. Όσο προχωρούσα με τον καθαρισμό, τόσο και μεγαλύτερη γινότανε η βεβαιότητά μου ότι ποτέ δεν είχα ξαναδεί τέτοιο ζωντανό. Είχε μικρά όρθια αυτιά γάτας και μακρύ μουσούδι σκύλου. Το σώμα του ήταν μακρόστενο κι ενώ η ράχη του καλυπτόταν από μαύρες, κοντές και σκληρές τρίχες, σχεδόν σαν γουρουνότριχες, ο λαιμός και η κοιλιά του, καθώς και η μέσα μεριά των μηρών του ήταν ένα γκρίζο παχύ βελούδο. Τα πόδια του ήσαν κοντά και δυνατά σαν πόδια γκέκα, αλλά οι πατούσες του ήσαν κι αυτές απαλές και βελούδινες και τα νύχια που κρύβονταν μέσα σ΄ αυτό το βελούδο ήσαν γαμψά και αιχμηρά όπως της γάτας. Τα πιο εντυπωσιακά όμως χαρακτηριστικά του ήσαν η πολύ μακριά ουρά, που πλάταινε στην άκρη της, όπως το κεφάλι της κόμπρας, και κουνιόταν με το λίκνισμα σερνάμενου στη γη φιδιού, και τα τεράστια μάτια του που, ενώ έμοιαζαν σκυλίσια, άστραφταν μέσα στο σκοτάδι σαν της γάτας. Αυτό, το τελευταίο, τό ‘χα προσέξει αστραπιαία, την ώρα που το μάζευα κάτω απ’ τη μουσμουλιά. Τώρα που το περιποιούμουν υπό το φως της λάμπας, δεν έλαμπαν πια, αλλά ήταν γεμάτα βαθιά, σκοτεινή ευγνωμοσύνη και μ’ έκαναν να μην προσέχω τη γενικότερη ασκήμια αυτού του πλάσματος που ήταν, πράγματι, άσκημο, μ’ όλες αυτές τις τερατώδεις αντιφάσεις που συγκέντρωνε πάνω του.
Το δροσερό νερό καταλάγιαζε, φαίνεται, τον πόνο του και οι οιμωγές του γίνονταν ολοένα και λιγότερο αιχμηρές, ώσπου δεν ακουγόταν πια παρά κάτι σαν πνιγμένο παράπονο. Μετά το νερό, και αφού δεν είχα άλλο απολυμαντικό, πέρασα στο κρασί, ένα παλιό δυνατό κρασί, και απ’ αυτό στο λάδι. Τότε έπαψε ακόμη κι αυτό το πνιγμένο παράπονο και όλο το κορμί του χαλάρωσε, μαλάκωσε, και καθώς το χέρι μου περνούσε για τελευταία φορά κάτω απ’ το μουσούδι του, πρόβαλε απ’ το στόμα του μια μακριά, διχαλωτή στην άκρη της, γλώσσα που μ’ ακράγγιξε, απαλή σαν πούπουλο. Ύστερα έκλεισε τα μάτια και, καταπονημένο όπως ήταν, παραδόθηκε σε ύπνο βαθύ. Στην αποθήκη βρήκα μια μεγάλη χαρτόκουτα και κάποια παλιοκουβέρτα κι έφτιαξα ένα γιατάκι όπου απόθεσα το παραδομένο στον ύπνο και τη γιατρειά πλάσμα. Την κούτα με τον παράξενο φιλοξενούμενό μου την ακούμπησα σε μια γωνιά του υπνοδωματίου μου και ύστερα, καταπονημένος κι εγώ, έπεσα ξανά να κοιμηθώ.
Ξύπνησα γύρω στο μεσημέρι, νιώθοντας ένα βάρος στα πόδια που μ’ εμπόδιζε ν’ αλλάξω πλευρό. Ήταν το πλάσμα που είχε βγει από την κούτα του και είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι μου, έδειχνε δε να έχει από ώρα ξυπνήσει, γιατί μόλις άνοιξα τα μάτια μου, βρήκα τα δικά του να είναι καρφωμένα πάνω μου με τέτοια λατρεία κι αφοσίωση, που μου είναι αδύνατο να περιγράψω.
Έτσι ξεκίνησε η ζωή μου με τη Χίμαιρα, που της έδωσα αυτό το όνομα, γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς να ονομάσει ένα πλάσμα που συγκέντρωνε όλ’ αυτά τα διαφορετικά χαρακτηριστικά και δεν ανήκε σε καμία γνωστή και συγκεκριμένη συνομοταξία ή ομοταξία του ζωικού βασιλείου;
Η ανάρρωσή της ήτανε ταχύτατη, το ίδιο και η ανάπτυξή της, γιατί, όπως φάνηκε στη συνέχεια, όταν τη βρήκα ήτανε κουτάβι. Μέσα σε λίγους, λοιπόν, μήνες, έγινε ένα υγιές, ρωμαλέο τέρας που δεν είχε πλέον την ανάγκη μου ούτε καν για να τρέφεται. Πράγματι, μετά τον πρώτο καιρό της ανάρρωσής της, κατά τον οποίον δεχόταν το γάλα και το ψωμί που της προσέφερα, άρχισε να βρίσκει μόνη την τροφή της. Με τα αιχμηρά νύχια της σκαρφάλωνε στα δέντρα, ως τα πιο ψηλά κλαδιά, και έτρωγε πουλιά κι αυγά απ’τις φωλιές τους, με τους φοβερούς κυνόδοντές της σκότωνε ασβούς και φίδια κι αρουραίους, και με τη μακριά ουρά της, που τη χρησιμοποιούσε σαν ρόπαλο, κατακεραύνωνε νυφίτσες, σκίουρους, ακόμη και κουνάβια. Οι πεινασμένοι σκύλοι του χωριού, που έρχονταν συχνά στο κτήμα μου να τους φιλέψω αποφάγια, σταμάτησαν, τρομοκρατημένοι, τις επισκέψεις τους και γάτας νιαούρισμα δεν ξανακούστηκε στην περιοχή μου. Σ’ εμένα ωστόσο δεν έβγαλε ποτέ ούτε νύχι ούτε δόντι. Αντίθετα, μου έδειχνε τέτοια αφοσίωση και υπακοή, που ποτέ άλλοτε δεν είχα βρει ούτε σε άλογο ούτε σε σκύλο, που, όπως λέγεται, είναι οι πιο πιστοί και αφοσιωμένοι σύντροφοι του ανθρώπου. Ακόμη και ο μακαρίτης ο σκύλος μου, ο Άργος, που κόντεψε κάποτε, όταν έλειψα σε μακρινό ταξίδι, να πεθάνει από τη θλίψη του, ακόμη κι αυτός δε μού ήταν τόσο πιστός. Όπου κι αν πήγαινα, ό,τι κι αν έκανα, η Χίμαιρα ήταν εκεί, μ’ ακολουθούσε αδιάκοπα, κι όταν στεκόμουν, στεκόταν κι αυτή, περιμένοντας την επόμενη κίνησή μου, κι όταν καθόμουν, ξάπλωνε στα πόδια μου ανάσκελα, σά να ‘ξερε ότι η ράχη της ήταν άγρια και απωθητική, και μου προσέφερε για χάδια την κοιλιά της, που ήταν απαλή και μεταξένια.
Πρώτη με εγκατέλειψε η Πηνελόπη. Ήταν απολύτως κατηγορηματική. «Ή εγώ ή αυτή», μου είπε, και όταν αρνήθηκα να διώξω την Χίμαιρα, προβάλλοντας ένα σωρό λογικά επιχειρήματα και κυρίως το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατόν να ζηλεύει ένα ζώο, μάζεψε τα καλλυντικά της από το μπάνιο και τα εσώρουχά της από την ντουλάπα και, βροντώντας πίσω της την πόρτα, εξαφανίστηκε. Ακολούθησαν οι γνωστοί απ’ το χωριό, χωρίς ωστόσο αυτοί να κάνουνε ανάλογες σκηνές. Απλώς αραίωσαν, σιγά σιγά, τις επισκέψεις τους, ώσπου κάποτε σταμάτησαν να διαβαίνουν πια το κατώφλι μου. Μάλιστα, δεν περνούσαν καν μέσ’ απ’ το κτήμα μου, όπως έκαναν άλλοτε για να κόβουν δρόμο, και προτιμούσαν να κάνουν ένα γύρο τριών χιλιομέτρων, μέχρι τα χωράφια τους, παρά να αντικρίσουνε τη Χίμαιρα. Τέλος, σταμάτησαν και οι επισκέψεις των φίλων από την πόλη, που κατέφθαναν εδώ τα Σαββατοκύριακα, κουβαλώντας τα παιδιά τους και τα άγχη τους κι ένα σωρό ανόητα σχόλια (πάντα τα ίδια) σχετικά με το πόσο τυχερός ήμουν και πόσο με ζήλευαν που ζούσα στο χωριό, ενώ εκείνοι λιώνανε στην κόλαση της πρωτεύουσας. Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατό να’ χω δεθεί τόσο στενά με ένα πλάσμα τόσο τερατώδες. Πρέπει ωστόσο να ομολογήσω ότι η τερατώδης εμφάνιση της Χίμαιρας συνοδευόταν από μια εξίσου τερατώδη συμπεριφορά έναντι οιουδήποτε τολμούσε να μπει ανάμεσά μας. Το φάσμα των απρεπειών της ήταν τεράστιο. Ξέσκιζε παντελόνια και φούστες, άφηνε, την ώρα του γεύματος, θανάσιμες πορδές, ουρούσε ή αποπατούσε πάνω σε ακριβά υποδήματα, έγδερνε πόρτες απαστράπτουσες πολυτελών αυτοκινήτων και, αν δεν ήμουν εκεί να τη συγκρατώ, δεν θα δίσταζε διόλου να καταβροχθίσει κάποιο απ’ αυτά τα θροφαντά μαμμόθρεφτα παιδάκια που νόμιζαν ότι μπορούσαν να παίξουνε μαζί της.
Μείναμε, λοιπόν, μόνοι, προς μεγάλη ευχαρίστηση και ανακούφιση όχι μόνο της Χίμαιρας, αλλά και εμού του ιδίου που μπόρεσα, επιτέλους, να επιδοθώ απερίσπαστος στη δουλειά μου. Το αποτέλεσμα είναι σαφές. Φτάνει κανείς να διαβάσει τα ποιήματά μου εκείνης της περιόδου για να καταλάβει τι ευεργετικές επιπτώσεις είχαν στην έμπνευσή μου η απομόνωσή μου και η σιωπηλή παρουσία αυτού του πλάσματος, που με την ασκήμια του και την αιμοβορία του κρατούσε μακριά μου κάθε παρείσακτο, κάθε ενοχλητικό. Εδώ πρέπει να πω ότι ποτέ στη ζωή μου δεν βρήκα ακροατή πιο προσεχτικό, πιο προσηλωμένο από τη Χίμαιρα. Κάθε βράδυ της διάβαζα την παραγωγή της ημέρας κι έβλεπα, στα μάτια της και στην εν γένει συμπεριφορά της, τη συγκίνηση, τον έπαινο ή την απόρριψη τόσο καθαρά, που ούτε ο καλύτερος φιλόλογος ή κριτικός δε θα μπορούσε να διατυπώσει καθαρότερα. Η συγκίνησή της εκφραζόταν, συνήθως, με δάκρυα, ναι, αληθινά δάκρυα που κυλούσαν απ’ τα τεράστια εκστατικά μάτια της, ο έπαινός της με τη λήψη ύπτιας στάσης, ώστε να είμαι σε θέση να χαϊδέψω τη βελούδινη κοιλιά της, και η απόρριψη με κατευθείαν επίθεση στο γραπτό, που το αποσπούσε από τα χέρια μου και το καταβρόχθιζε γρυλίζοντας.
Πρέπει να είχαν περάσει κάπου τρία χρόνια ευτυχισμένης και δημιουργικής συμβίωσης, όταν μια μέρα συνειδητοποίησα ότι είχε γίνει κάπως δυσκίνητη, ότι δεν σκαρφάλωνε με την ίδια ευκολία στα δέντρα και ότι δεν με κοιτούσε πια κατευθείαν στα μάτια, αλλά κάπως λοξά, σαν να ντρεπόταν για κάποια πράξη της ανεπίτρεπτη. Όταν άρχισε να φουσκώνει η κοιλιά της και να πρήζονται οι μαστοί της, κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο˙ η Χίμαιρα ήταν γκαστρωμένη. Το πώς συνέβη αυτό, πώς μπόρεσε και βρήκε σύντροφο του είδους της, έτσι μοναδική που ήταν, ακόμη δεν το έχω καταλάβει. Κι ύστερα, όλο αυτό το διάστημα, στιγμή δεν είχε απομακρυνθεί από κοντά μου ή, τουλάχιστον, ποτέ δεν είχε βγει από το οπτικό μου πεδίο, αφού ακόμη και οι κυνηγετικές της εξορμήσεις ελάμβαναν χώρα είτε παρουσία μου είτε εντός του περιβάλλοντος το σπίτι χώρου και ποτέ μέσα στο δάσος που συνορεύει με το κτήμα μου. Κατέληξα, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για κάποια σπάνια περίπτωση ερμαφροδιτισμού που είχε ως αποτέλεσμα την παρθενογένεση.
Όπως και να’ χει το πράγμα, μια μέρα η Χίμαιρα γέννησε τρία γατιά, τρία σκυλιά και ένα φίδι, που αμέσως καταβρόχθισε, μπροστά μου, κοιτώντας με μέ νόημα στα μάτια, σαν να’ θελε να μου πει, και σίγουρα αυτό μου έλεγε: «Όπως εσύ θυσίασες τους πάντες για μένα, έτσι κι εγώ θυσιάζω τώρα τα παιδιά μου για σένα». Παρακολούθησα τη θυσία χωρίς να αποστρέψω το βλέμμα και ένιωσα μια βαθιά ευγνωμοσύνη, μια σκοτεινή και κτηνώδη ικανοποίηση που εξέφρασα με κάτι σαν γρύλισμα ζώου.
Από τότε η σχέση μας έγινε ακόμη πιο στενή, ακόμη πιο ουσιαστική, επήλθε μεταξύ μας (όσο κι αν αυτό ακούγεται τρελό) η τέλεια ταύτιση. Όσο για την ποίησή μου, αυτή απέκτησε ένα σκοτεινό, ιλιγγιώδες βάθος, που μόνο σε γραφές όπως αυτή της Αποκάλυψης μπορεί κανείς να βρει. Η απομόνωσή μου, φυσικά, ήτανε πλέον πλήρης. Ακόμη κι όταν έμπαινα μονάχος στο χωριό, για να προμηθευτώ τα απαραίτητα, οι χωρικοί με απέφευγαν σαν την πανούκλα και μου ‘κλειναν κατάμουτρα πόρτες και παραθύρια, καθώς περνούσα μπρος από τα σπίτια τους. Οι φίλοι από την πόλη δεν μου τηλεφωνούσαν καν. Τα λογοτεχνικά περιοδικά δεν είχαν πια σελίδες για τα ποιήματά μου, ο δε εκδότης μου αρνιόταν κατηγορηματικά την έκδοση βιβλίου και με συμβούλευε, εμμέσως πλην σαφώς, να επισκεφθώ κάποιον γνωστό του ψυχαναλυτή που ήξερα καλά πως μόνο ψυχαναλυτής δεν ήτανε, αλλά τρελογιατρός σ’ ένα από τα πιο φρικτά τρελάδικα της χώρας.
Τώρα που η Χίμαιρα δεν είναι πια εδώ (βγήκε μια νύχτα απ’ τη ζωή μου το ίδιο ξαφνικά και ανεξήγητα όπως είχε μπει), τώρα που άρχισαν να επιστρέφουν οι ανούσιοι γνωστοί και οι δήθεν φίλοι, τώρα που η Πηνελόπη ξαναγύρισε κι ορκίζεται πως μ’ αγαπά και πάλι, τώρα που ο εκδότης με ξαναχτυπάει προστατευτικά στην πλάτη και μου ζητά καινούργια ποιήματα, τώρα που τα ποιήματά μου ξανάγιναν εγκεφαλικές κατασκευές, άψυχα ξύλα και νιώθω σαν να είμαι χτισμένος ως το βαθύτερο είναι μου, ως τα μύχια της ψυχής μου, το μόνο που μου απομένει, η μοναδική άξια λόγου πράξη στη ζωή μου, είναι να σηκώνομαι τα ξημερώματα, γυμνός, ξυπόλητος, και να προστρέχω εκεί στη μουσμουλιά, με την ελπίδα να ξανάβρω εκείνη την αιμάσσουσα πληγή, τη Χίμαιρα, τη χίμαιρα της ζωής μου.
Το διήγημα προέρχεται από το βιβλίο «Έχων σώας τας φρένας» του Αργύρη Χιόνη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.

