Το άδειο φόρεμα


-στα λόγια η Νικολέτα Κριαρά – Λάμπρου

{trigger warning: το παρόν κείμενο σχετίζεται με θέματα διατροφικών διαταραχών καθώς και θανάτου. Αν αντιμετωπίζεις εσύ ή κάποιο κοντινό σου πρόσωπο οποιοδήποτε παρόμοιο πρόβλημα μπορείς να απευθυνθείς στη Γραμμή Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης στο 10306.}


Δεν ξέρω
τι με πονάει περισσότερο
Που το φόρεμα ήταν άδειο

ή που τελικά
δεν κατάφερα να το φορέσω;

«Τόσο έξυπνη», «καλό κορίτσι», «φοβερή μαθήτρια». «Πιστή φίλη». Γεμάτη ταμπέλες, καμία που να λέει «όμορφη», «μου αρέσεις» ή κάτι που να προδίδει θηλυκότητα. Πάνε δέκα χρόνια, τις κουβαλάω ανελλιπώς στους ώμους, τις σέρνω σχεδόν, ψάχνοντας εναγωνίως μια που να δηλώνει τη φύση μου. Δεν ξέρω πότε ακριβώς άρχισε να με ενοχλεί. Μοιάζει να ξεκίνησε πριν ακόμα γεννηθώ. Από μικρή, στρουμπουλό παιδί. Εκεί που σε άλλα κορίτσια πετούσαν κόκαλα, εμένα υψώνονταν βουνά. Παρ’ όλα τα υψίπεδα, ήμουν και ένιωθα ένα παιδί σαν όλα. Γεμάτη φόβους, ανησυχίες, όρεξη και ορμές. Στο σχολείο, πάντα υπήρχαν υπαινικτικά γέλια και σχόλια. Μια φορά, σε μια εκδρομή κάπου στην πέμπτη δημοτικού κατεβαίναμε ένα ποτάμι. Τίποτα το σπουδαίο μέχρι τη στιγμή που ένα αγόρι έτρεξε μακριά μην τυχόν πέσω στο κεφάλι του την ώρα που ήταν η σειρά μου. Θυμάμαι τους υπόλοιπους να γελάνε κι εμένα να τρέχω. Το σπίτι δεν ήταν μακριά, ένιωθα τα χοντρά μπούτια μου να χτυπούν μεταξύ τους και τον ιδρώτα από το άγχος να με πνίγει. Η μάνα μου με γύρισε πίσω, η δασκάλα τρόμαξε κι εγώ απομονώθηκα, μη τους καταπλακώσει το βάρος μου. Όλοι ικανοποιημένοι.

אאא

  Σήμερα, σε ψυχιατρική κλινική, εκτίω την ποινή της χοντρής σε σώμα λιπόσαρκης. Τα μεσημέρια μαζευόμαστε στην τραπεζαρία και κλαίω πάνω από το πιάτο. Μέσα του βλέπω πρόσωπα γεμάτα αγωνία να μετρούν τις μπουκιές μου. Τα δάκρια δεν φτάνουν για όλους, με βοηθούν ωστόσο να ξεχάσω την πείνα.

אאא

Κάπως έτσι, συνήθισα να υπάρχω, να συμβιβάζομαι και να χαμηλώνω μην τυχόν με προσέξουν. Σε όλα τυπική και με όλους συμβατή. Σαν τη γραμμή σε καρδιογράφημα, εκεί που τα υπόλοιπα παιδιά χοροπηδούσαν, εγώ βίδωνα το βήμα στην ευθεία μη ταράξω τα νερά. Κυρίως, εκείνα μέσα μου. Τα πράγματα στο σπίτι δεν ήταν πολύ διαφορετικά. Η μάνα με μπούκωνε και ο πατέρας της φώναζε. «Το παιδί, το παιδί Καλλιόπη, θα το κοροϊδεύουν», «κορίτσι μου, μην τρως έτσι», «βγες να κάνεις μια βόλτα», «ίδια η μάνα σου» κι εγώ, με προσμονή πάντα να ρωτάω, «όμορφη μπαμπά;», χοντρή, συμπλήρωνε σίγουρα από μέσα του. Αυτό, το κατάλαβα πολύ αργότερα. Δεν ήταν δύσκολο να μην υπάρχω. Στα παιχνίδια συνήθως δεν με διάλεγαν, στα διαλείμματα έμενα μέσα και στις παρέες  ήμουν ακούνητο αγαλματάκι. Φίλους δεν έκανα, έτσι είχα όλο το χρόνο να επικεντρωθώ στα διαβάσματα, προσπαθώντας να διατηρήσω μια ταμπέλα, που ήμουν σε κάτι καλή. Τα πειράγματα δεν σταμάτησαν, ωστόσο μειώθηκαν δραματικά. Όσο έφθιναν όμως, κάτι με ενοχλούσε. Δεν είναι εύκολη υπόθεση να μην υπάρχεις και ταυτόχρονα να πιάνεις ζευγάρια μάτια να μετράνε το βάρος ακόμα και της ανάσας σου. Στο κεφάλι μου, συνέχισα να πλάθω κόσμους με τον καθένα να τραβάει κομμάτια από τη σάρκα μου, απλά και μόνο για να δουν τι στο διάολο κρύβεται κάτω από τόσο λίπος.

אאא  

  Μόλις τα δάκρυα στερεύουν και η αλμύρα καταλαγιάζει την πείνα, στήνουμε χορό με τους υπόλοιπους. Το καλύτερο ταγκό το έχω χορέψει με τον σχιζοφρενή. Εκείνος διάσημος χορευτής παγκόσμιας εμβέλειας, εγώ μαθητευόμενή του. Την περασμένη φορά, την ώρα που φώναζε με πάθος carpa ο καβαλιέρος μου κι εγώ έγερνα προς το μέρος του, ζαλίστηκα τόσο, με αποτέλεσμα να πέσω. Ακόμη μια φορά που το βάρος μου με πρόδωσε.

אאא

  Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν στο γυμνάσιο. Διατηρούσα τη ταμπέλα της καλής, όμως διατηρούσα και ένα σώμα που παρ’ όλο το βάρος, μαρτυρούσε τις ανάγκες του. Πρέπει να ήταν στη δεύτερη τάξη όταν ανακάλυψα τι κρύβω ανάμεσα στα πόδια. Αχόρταγα ξεκίνησα να βάζω το χέρι κάτω από το εσώρουχο και να ανακαλύπτω τον εαυτό μου. Μοναδική μου συντροφιά, το κάδρο με το άλογο που έστεκε στον απέναντι τοίχο. Σκεφτόμουν να το καβαλάω και να χτυπάνε από κάτω μου τύμπανα σε απόλυτη συμφωνία. Ναι, ο πρώτος μου ερωτικός σύντροφος ήταν μάλλον εκείνο το άλογο. Κάθε βράδυ, σαν προσευχή κλεινόμουν στο δωμάτιο και γονάτιζα στον θεό της ηδονής. Στο σώμα μου, δεν είχαν αλλάξει πολλά. Κάποιοι πόντοι και το στήθος που ξεχείλιζε σαν παραγεμισμένες σακούλες. Κατά διαστήματα προσπαθούσα ανεπιτυχώς να αδυνατίσω, με το βάρος και των δυο γονιών μου αυτή τη φορά, να μου συνθλίβει το κορμί. «Κορίτσι μου, πρόσεξε λίγο τον εαυτό σου», «ντύσου σαν άνθρωπος», «ας μην φας καλύτερα για βράδυ», «είσαι τόσο όμορφη, είναι κρίμα να το κρύβεις». Περνώντας τα χρόνια, καταλήγω πως τελικά ούτε και σε εκείνους ήταν αρκετή η ταμπέλα που κουβαλούσα. Έψαχνα εναγωνίως να βρω μια καινούρια, να μας χωρέσει όλους.

אאא

  Στο τελευταίο ζύγισμα ήμουν τριάντα κιλά. Οι γιατροί ήταν ξεκάθαροι. «Πρέπει να ξεκινήσεις να τρως, δεν θα αντέξει το σώμα σου». Πρώτη φορά στη ζωή μου κάποιος με παρακαλούσε τόσο σοβαρά να φάω. Κάθε πρωί πιάνω τα κόκαλά μου στη λεκάνη να σιγουρευτώ πως είναι ακόμα εκεί. Δεν κατάφεραν ακόμη να με παχύνουν.

אאא

  Πρώτη λυκείου ήμουν όταν είδα τον Ανδρέα. Εκείνος υποθέτω δεν με είδε καν παρ’ όλο τον χώρο που έπιανα. Έμοιαζε με όνειρο. Ψηλός, με υπέροχα μαλλιά και ένα πρόσωπο που δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το κεφάλι μου. Ξαφνικά το άλογο από τον απέναντι τοίχο εξαφανίστηκε. Στη θέση του, μπήκε εκείνος. Πρώτη φορά ψαχούλευα τον εαυτό μου και δεν ήμουν μόνη. Όλα, ξαφνικά ζωντάνεψαν. Οι βαθμοί στο σχολείο, έπεσαν. Το βιβλίο είχε αλλάξει. Σαν από θαύμα, ξεκίνησα να προσέχω τον εαυτό μου. Κάθε μέρα το πιάτο στο τραπέζι έμενε όλο και πιο γεμάτο, μέχρι που κάποια στιγμή, έμεινε ανέγγιχτο. Οι κρούσεις της μάνας μου, με οδήγησαν να τρώω κλεισμένη στο δωμάτιο. Όταν η πόρτα έκλεινε, η σακούλα άνοιγε και με προσεκτικές κινήσεις, όλα, τοποθετούνταν στο μπροστινό τσεπάκι της τσάντας. Δεν άργησε να φανεί η διαφορά. Το σώμα μου, άρχισε να σχηματίζεται. Πρώτα, με πλησίασαν κάποια κορίτσια. «Μπράβο που προσπαθείς», «σου πάει η αλλαγή», «πόσα κιλά έχασες;». Συνήθως απαντούσα υποβαθμίζοντας το θέμα μα μέσα μου ούρλιαζα. Ξαφνικά, υπήρχα. Άρχισα να βγαίνω, να επικοινωνώ, να αισθάνομαι. Ακόμα και ο πατέρας μου φάνηκε να χαίρεται με αυτή την αλλαγή. «Επιτέλους κορίτσι μου, φάνηκε το πρόσωπο σου», έλεγε κάθε φορά που με κοιτούσε περισσότερο από ένα λεπτό. Δεν ήταν πάντα εύκολο να μην τρώω. Κάποιες φορές πάθαινα κρίσεις βουλιμίας και έτρωγα ό,τι έβρισκα μπροστά μου. Τις περισσότερες, κατάφερνα να συγκρατήσω την αγανάκτησή μου ανάμεσα στα πόδια. Όταν έτρωγα, έμαθα να προκαλώ εμετό στον εαυτό μου. Όταν πια το σώμα μου αποκαλύφθηκε κάτω από τα φαρδιά ρούχα, το πρόσεξε μέχρι και ο Ανδρέας. Τα είχα καταφέρει.

אאא

  Πριν λίγο μέτρησαν το ζάχαρο, είχε πέσει στο τριάντα πέντε. Μόλις τελείωσε η μέτρηση, η νοσοκόμα έχωσε με τη βία σχεδόν μια κουταλιά μέλι στο στόμα μου. «Είναι για το καλό σου, θα πέσεις κάτω», είπε, όσο μου κρατούσε τα χέρια. Δεν είχα τη δύναμη να την απωθήσω. Πάνε χρόνια που είχα να γευτώ μέλι, ήταν πάντα τόσο γλυκό;

אאא

  Στην αρχή γίναμε φίλοι. Ένα βράδυ μετά τον καφέ, με πήγε σπίτι. Όσο προχωρούσαμε, ρωτούσε πώς και δεν με είχε προσέξει. Ήξερα πως δεν το εννοεί, μα το στομάχι μου σφιγγόταν από χαρά ή από τη σόδα που είχα πάρει στην καφετέρια, ούτε που με ένοιαζε. Χαμογέλασε και έσκυψε στο πρόσωπό μου. Το στόμα του μύριζε μέντα και καπνό. Μόλις το φιλί τελείωσε, παραπάτησα. Τόση ζάλη δεν είχα αισθανθεί στιγμή όλους αυτούς τους μήνες νηστική. Μείναμε να φιλιόμαστε για ώρα. Ήταν η πρώτη φορά που δεν χρειάστηκε να αγγίξω το κορμί για μου να τελειώσω. Από εκείνη τη μέρα γίναμε αχώριστοι. Εγώ, εκείνος και η αδυναμία μου. Έπρεπε πάση θυσία να μη χάσω όσα έχτισα. Στην αρχή έτρωγα ένα μήλο και σαλάτα, με τον καιρό περιορίστηκα στο μήλο. Τα κόκαλα στους ώμους και στον λαιμό άρχισαν να φαίνονται και όλοι απορούσαν πώς το ασχημόπαπο έγινε κύκνος. Είχα επιτέλους αλλάξει ταμπέλα και κυρίως, είχα καταφέρει να διατηρήσω το ενδιαφέρον αμείωτο επάνω μου.

אאא

  Δεν είμαι σίγουρη πόσες μέρες είμαι κλεισμένη εδώ. Το σώμα μου είναι πολύ κουρασμένο για να καταφέρω να αντέξω τον χρόνο. Δεν φοβάμαι. Μονάχα λυπάμαι που ποτέ δεν ήμουν αρκετή. Οι δικοί μου έρχονται τακτικά. Δεν έχω τίποτα να τους πω. Εχθές, ένας ειδικευόμενος ψυχολόγος με ρώτησε πώς μου φαίνεται ο εαυτός μου. Άδειος, απάντησα. Δεν μιλήσαμε παραπάνω.

אאא

  Το σώμα μου συρρικνωνόταν με ταχύτητα φωτός. Χωρίς να το καταλάβω, έφτασα εικοσιοκτώ κιλά. Εικοσιοκτώ κιλά. Όσο ζυγίζει ένα εφτάχρονο παιδί. Πότε ήμουν ξανά τόσα κιλά, ούτε που θυμάμαι. Όλοι, άρχισαν ξαφνικά να ανησυχούν. Πρώτοι, μίλησαν οι γονείς μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι επιτέλους θέλουν από εμένα. Δεν άργησε να μου μιλήσει και ο Ανδρέας. «Μωρό μου σε παρακαλώ, κοίτα τον εαυτό σου». Κοίτα τον εαυτό σου, μου ερχόταν να βάλω τα γέλια, αν είχα κουράγιο, ίσως να το έκανα. Έκανα ό,τι μπορούσα για να αρέσω σε όλους και ξαφνικά κανένας δεν ήταν ευχαριστημένος. Δεν είχε νόημα να προσπαθώ. Το φιλί του Ανδρέα πλέον δεν μου έλεγε τίποτα, πόσο μάλλον ερωτικά. Κοντά του σταμάτησα να προσεύχομαι. Ήταν ξεκάθαρο πως πρόκειται για χαμένη υπόθεση, άλλωστε, πλέον μπορούσα να έχω όποιον θέλω. Τον χώρισα και στο σπίτι ζούσα μόνο στο δωμάτιο.

אאא

  «Τι βλέπεις στον καθρέφτη;» με ρώτησε σήμερα ο ψυχολόγος. Με είχε βάλει να κάθομαι μπροστά σε έναν πελώριο καθρέφτη. «Ένα χοντρό κορίτσι», του απάντησα. Στην πραγματικότητα δεν κοιτούσα το σώμα αλλά τα μάτια μου. Ήταν όλοι εκεί. Κάτω από το αποστεωμένο πρόσωπο, έσκαβαν δίοδο να χωρέσουν. Το πρόσωπό μου έχει γεμίσει χνούδι, κι αυτό το είδα. Ήταν ίδιο με το πρόσωπο του κοριτσιού σε εκείνο το ποτάμι.

אאא

  Τα πόδια μου δεν μπορούσαν να σηκώσουν το βάρος μου. Στον τοίχο κρέμασα ξανά εκείνο το άλογο. Το σώμα μου όμως ήταν στεγνό. Οι λιποθυμίες διαδέχονταν η μια την άλλη. Τα κορίτσια δεν επικοινωνούσαν. Ένα μήνα μετά τον χωρισμό μου από τον Ανδρέα οι γονείς μου με πήραν σηκωτή και με πήγαν σε κλινική. Το λιπόσαρκο κορμί μου –ήταν ξεκάθαρο– δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε καμία ταμπέλα.

אאא

  Δύο μήνες μετά την εισαγωγή της, παρ’ όλη τη μικρή συνεργασία με την πάροδο του χρόνο, οι γιατροί, δεν κατάφεραν να την επαναφέρουν από τις αλλεπάλληλες ανακοπές που υπέστη.

Τελικά τα κατάφερε. Βγήκε στο προαύλιο.

–φωτογραφία από Pinterest

Σχολιάστε