-ένα όραμα από την Ελένη Γεωργίου
Αυτή είναι μια αληθινή ιστορία. Από αυτές που σπάνια διαβάζουμε σε βιβλία και περιοδικά λογοτεχνίας και που σπάνια, έως ποτέ, μοιραζόμαστε με τους φίλους μας.
Κάποτε – όχι πολύ παλιά – έμενε σε μια παλιά, αστική γειτονιά, με πολυκατοικίες γύρω γύρω, άσχημες, μεγάλες, με πολλά παράθυρα, μέσα από τα οποία παρατηρούσε τις παράλληλες ζωές των ανθρώπων. Ντρεπόταν λίγο που το έκανε, αλλά ήξερε ότι και ‘κείνοι μπορούσαν να την δουν. Άρα μία της και μία τους!
Το σπίτι δεν ήταν δικό της. Προσπαθούσε να το νιώσει δικό της, υπηρετώντας πιστά και άκοπα τους τοίχους, τα πατώματα, τις πορσελάνες, τα παντζούρια του. Περνούσε χρόνο μέσα στην κουζίνα του σπιτιού, κάτι που απουσίαζε από την
προηγούμενη ζωή της.
Ύφαινε ιστορίες με το λάδι, το αλεύρι, το νερό, πρόσθετε μαγιά, αλάτι και λίγο πιπέρι. Προλάβαινε έτσι τις εξελίξεις, ή τουλάχιστον αυτό υποσχόταν στον εαυτό της. Οι σάλτσες της ήθελε να δένουν. Δεν ήταν, φυσικά, το μόνο που έβρισκες δεμένο εκεί μέσα. Κρατούσε σημειώσεις στο μυαλό της και έβαζε και πρόγραμμα. Τα φασόλια αποβραδίς στο νερό. Μην αφήσεις τα μακαρόνια παραπάνω λεπτά από αυτά που λέει η συσκευασία. Το κρέας το είχε πάντα ένα άγχος. Θα ξεπαγώσει σωστά; Θα ψηθεί καλά;
Θα τρώγεται;
Το πιο σημαντικό στην γεύση, διάβαζε σε άρθρα του Google, είναι η ισορροπία στις γεύσεις. Και ιδιαίτερη προσοχή με το νερό. Το πολύ νερώνει τα πάντα και χάνεται η πυκνότητα. Νερωμένο φαγητό – νερωμένη ζωή – οικείες καταστάσεις, είχε σκεφτεί και γελούσε πικρόχολα, ενώ έψηνε μανιτάρια στον φούρνο. Ήταν κάπως καυστική και ιδιαίτερα νευρική, τότε. Αλλά ας της συγχωρήσουμε τη μνησικακία. Δεν ήταν ο εαυτός της μέσα σε αυτό το σπίτι.
Το Google δεν είχε άδικο. Μια φορά της έπεσε πολλή κανέλλα στο ρύζι και από αλμυρό το φαγητό έγινε σκέτο ρυζόγαλο. Είχαν γελάσει τότε, καθώς έτρωγαν. Της είχε πει ότι εκτιμάει την προσπάθειά της και «σιγά – λάθη γίνονται». Σημασία έχει ότι κάνει φιλότιμη προσπάθεια και αυτό τον κάνει χαρούμενο και περήφανο. Σαν καλή μαθήτρια χάρηκε, που κέρδισε ένα μπράβο. Έκτοτε ήταν πολύ πιο συνεπής και προσεκτική, γιατί παρότι δεν τρωγόταν το ρύζι, εκείνος είχε χαρεί, εκείνος της έκανε το
χατίρι να το φάει.
Για το χατίρι της έφαγε το ρύζι που έγινε σαν ρυζόγαλο. Αυτό ήταν το πιο σπουδαίο γεγονός εκείνου του μήνα.
Η κουζίνα του παλιού σπιτιού ήταν περίεργη. Δεν θύμιζε σε τίποτα τις κουζίνες που είχε ως τότε συνηθίσει. Ήταν πλήρως εξοπλισμένη από σκεύη, την χρήση των περισσότερων από τα οποία αγνοούσε, μέχρι που πήγε να ζήσει εκεί. Στενόμακρος χώρος, γύριζε πότε από τη μια, πότε από την άλλη πλευρά των πάγκων για να ανοίξει το σωστό ντουλάπι, να ψαχουλέψει τα συρτάρια, να πλύνει τα λαχανικά και τα φρούτα, να τακτοποιήσει τα ψώνια στο ψυγείο, να βρει το σωστό ποτήρι και το σωστό πιάτο. Δεξιά όπως κοιτούσε προς τα έξω νεροχύτης και φούρνος – αριστερά φρουτιέρα – πάνω ένα φωτιστικό, που πλέον έχει ξεχάσει αν ήταν επαρκώς φωτεινό. Στη θέση ενός κλασσικού παραθύρου – ιδανικά με μια διακριτική κουρτίνα – υπήρχε μια μπαλκονόπορτα, που οδηγούσε στο βασίλειο της βεράντας. Δεν είχε κουρτίνα, άρα μπορούσαν να την δουν. Μία τους και μία της!
Το πιο παράξενο από όλα όμως ήταν ότι δεν είχε τραπέζι. Ούτε μια καρέκλα να κάτσει. Κι όμως στην κουζίνα έτρωγαν. Ένα κρυφό συρτάρι και δύο σκαμπώ έλυναν το δυσεπίλυτο μυστήριο. Κάπως έτσι άρχισε να σκύβει μπροστά πιο πολύ, ενώ έτρωγε. Η θλιβερή εικόνα της να καμπουριάζει πάνω από ένα πιάτο φακές, είναι κάτι που δυσκολεύτηκε πολύ να συγχωρήσει στον εαυτό της.
Η κουζίνα αυτή την είδε να πετυχαίνει συνταγές, να αναζητά τη χαρά μέσα από την φροντίδα για τη θρέψη, να λέει κάποια ψέματα και να ακούει άλλα τόσα, να τραγουδάει ίσως καμιά φορά και να κουνιέται (δεν είναι και σίγουρο – έχει περάσει κάμποσος καιρός). Το βάρος του ψέματος θέλει καρέκλα για να το αντέξεις – αλλά η κουζίνα είχε μόνο πάγκους, γεμάτους μικροσυσκευές, όλες απαραίτητες στο κυνήγι
της υγιεινής διατροφής.
Πολλά ψέματα σε αυτή την κουζίνα. Έπεφταν σαν ζάχαρη άχνη πάνω στα γλυκά, χύνονταν στους πάγκους σαν πηχτό γάλα, κολλούσαν στα ντουλάπια και στις εστίες και όσο και αν έτριβε τη βρώμα με πανιά και πανίσχυρα απορρυπαντικά κουζίνας, που εξαφανίζουν τα λίπη, αυτή ήταν πάντα εκεί, ακριβώς κάτω από τη μύτη της, να γελάει εις βάρος της, μα να της κάνει και παρέα, έτσι όπως όρθια αναγκαζόταν να μένει εκεί μέσα, να προσπαθεί να βγάλει άκρη, να προσπαθεί να του εξηγήσει, όσα δεν εξηγούνται και να παρατείνει τον χρόνο της εκούσιας τιμωρίας της σε ορθοστασία.
Μια καρέκλα εκεί μέσα θα βοηθούσε. Να ακουμπήσει την πλάτη της πίσω, να ξαποστάσει τη νευρώδη ύπαρξή της σε εκείνη την παλιά γειτονιά, σε εκείνη την εξοντωτική καθημερινότητα με τόνους ρυζιού και βραστών λαχανικών, κοτόπουλου στον ατμό, κοκκινιστού μοσχαριού και οσπρίων αποβραδίς μουλιασμένων, να πάρει ίσως λίγο πιο αναίμακτα την απόφαση να φύγει, να διορθώσει τα δικά της λάθη, να αντικρύσει στο σωστό ύψος τις δικές του πράξεις, να μπορέσει να κοιτάξει έξω τον ουρανό και όχι τα σπίτια των άλλων, με την κρυφή ελπίδα ότι θα δει κάτι παρόμοιο με αυτό
που η ίδια βίωνε.
Πάντα μια καρέκλα βοηθάει, όταν κάποιος επιλέγει να κουβαλάει το φορτίο των επιλογών του. Έτσι έκρινε, τότε, για τον εαυτό της, έτσι έπραξε. Και ευτυχώς την κατάλληλη ή την πιο ακατάλληλη στιγμή, η καρέκλα βρέθηκε. Υπήρχε ακόμα χρόνος.
Κάποτε – όχι πολύ παλιά – έμενε σε μια παλιά, αστική γειτονιά, με πολυκατοικίες γύρω γύρω, άσχημες, μεγάλες, με πολλά παράθυρα, μέσα από τα οποία παρατηρούσε τις παράλληλες ζωές των ανθρώπων. Τώρα δεν μένει πια εκεί. Μοιράζει τη ζωή της σε σπίτια με ή χωρίς πολλές καρέκλες, μακριά από κουζίνες και μαγειρικές. Η ζωή της δεν θυμίζει σε τίποτα το τότε και ας μην ήταν τόσο πίσω στον χρόνο. Τώρα σχεδόν όλα έχουν αλλάξει.
Τις καρέκλες, σαν έπιπλα, δεν τις πολυσυμπαθεί, πονάει η μέση της τώρα όταν αναγκάζεται να είναι καθηλωμένη σε μια καρέκλα για αρκετή ώρα. Και άλλωστε, τώρα οι επιλογές της μοιάζουν πούπουλα – τι βάρος να έχουν; Ωστόσο, έχει μεριμνήσει να υπάρχει κάπου εύκαιρη μία απλή καρέκλα με πλάτη. Όχι γιατί φοβάται ότι θα ξανασυμβούν τα ίδια, αυτό είναι πια τετελεσμένο. Αλλά γιατί η απουσία έστω και μιας καρέκλας με πλάτη είναι από τις πιο οδυνηρές εμπειρίες που μπορεί
κάποιος να βιώσει.
