Το πρωινό φως μπήκε στο δωμάτιο, και πόντο-πόντο άρχισε να το γεμίζει, αργά και ύπουλα.
Κάποια στιγμή, χάιδεψε το πρόσωπό της. Φώτισε τους τέσσερις τοίχους- και εκείνους των ονείρων της. Φώτισε το ανάστατο από χαρτιά και βιβλία γραφείο· το πάτωμα, γεμάτο ρούχα, και άλλα βιβλία· μια ντουλάπα με ζωγραφισμένα σχέδια σαν τα ψυχομετρικά τεστ των τσαρλατάνων. Φώτισε και ένα κρεβάτι, στην μέση του δωματίου, σαν σωσίβια λέμβο με ναυαγούς.
Εκείνη άνοιξε τα μάτια της νυσταγμένη. Ο τοίχος απέναντι της ήταν γεμάτος λέξεις. Παντού λέξεις, μαύρα γράμματα πάνω σε λευκό σοβά. Η ματιά της είχε πέσει σε μία φράση, από τις εκατοντάδες: «μην προσπαθείς». Λίγο πιο κάτω, άλλη μια πρόταση: «ο μόνος πραγματικός παράδεισος είναι αυτός που χάθηκε».
Λέξεις, λέξεις, εξαίσιες λέξεις. Αλλά και ψέματα.
Λέξεις άγνωστων φίλων, που τις είχε νιώσει δικές της από την πρώτη στιγμή που τις είδε τυπωμένες σε χαρτί. «Κι έτσι τελειώνει ο κόσμος, όχι με μιαν έκρηξη, παρά με έναν λυγμό». Τα είχε ερωτευτεί αυτά τα σύνολα των λέξεων και είχε αγαπήσει τους δημιουργούς τους.

Το παράθυρο ήταν ακόμη υγρό από την χθεσινή μπόρα· το καλοκαίρι είχε αργήσει να έρθει εκείνη την χρονιά. Έκανε κρύο.
Έτριψε τα μάτια της και κοίταξε από την άλλη· δίπλα της, Εκείνος κοιμόταν. Ήταν τόσο όμορφος όταν κοιμόταν- ψέματα, πάντα ήταν όμορφος. Και όταν κοιμόταν, και όταν γελούσε και όταν της έλεγε ψέματα.
Και ήταν όμορφος επειδή δεν ήταν δικός της.
«Η θλίψη ομορφαίνει», έλεγε ο τοίχος πίσω της, «επειδή της μοιάζουμε». Δεν γύρισε να το κοιτάξει, το ήξερε.
Σκέφτηκε ότι θα ήταν ωραίο να τον ξυπνούσε εκείνη την ώρα να κάνουν σεξ- αλλά αυτό θα χαλούσε τα σχέδιά της. Εξάλλου, δεν θα έπρεπε να είναι αχόρταγη· χθες βράδυ ήταν πολύ ωραία. Ασυναίσθητα, έφερε στον νου της Εκείνον, ξαπλωμένο πάνω της, να την φιλά σαν βροχή. Όχι, διόρθωσε τον εαυτό της. Φιλά σαν βροντή. Φιλά σαν βροντή- και το ξέρει· και το εκμεταλλεύεται. Δεν θα έπρεπε να τον δέχεται- καθόλου. Ούτε σπιθαμή από τις γελοίες δικαιολογίες του, ούτε ίντσα από την ηλίθια αναισθησία του. Αλλά τα δεχόταν, τα αποδεχόταν, γιατί ο Ιούδας φιλούσε σαν βροντή.
Βρες αυτό που αγαπάς και άσ’το να σε σκοτώσει, έλεγε αυτός ο πορνόγερος. Και είχε δίκιο φυσικά.
Βρες αυτό που αγαπάς και άσ’το να σε σκοτώσει. Εκεί κατέληγε το παν- για αυτό είχε έρθει η ώρα. Θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε άλλη ώρα, μια οποιαδήποτε άλλη μέρα. Αλλά όσο αργούσε, τόσο μεγάλωνε ο πόνος. Όχι, όχι ακριβώς ο πόνος. Η θλίψη.
Τα πάντα τελειώνουν, εκτός από την θλίψη. Η θλίψη είναι αιώνια. Ο γέρος, που είχε ζήσει περισσότερο από εκείνη, το είχε πει ξεκάθαρα. Και όχι μόνο ο γέρος, φυσικά· Ελευθερία στον Θάνατο. Memento mori.
Γιατί όλα τα πράγματα θα σε σκοτώσουν, αργά ή γρήγορα, αλλά είναι πολύ καλύτερο να σε σκοτώσει ένας εραστής. Και τι εραστής, σκέφτηκε κοιτάζοντας τον να κοιμάται. Μου ταιριάζεις όπως το ψάρι με το αγκίστρι.
Δεν ήταν αντικειμενικά ιδανικός, σε καμία περίπτωση· εξάλλου, δεν ήταν αυτό το ζητούμενο. Κανείς δεν ψάχνει αυτόν που τον αγαπάει με τον καλύτερο τρόπο- ψάχνει εκείνον που τον αγαπάει με τον πιο οικείο τρόπο. Έτσι κι εκείνη, θα μπορούσε θεωρητικά να βρει ένα καλό παιδί, ελεύθερο και αφοσιωμένο, να την αγαπήσει. Εκείνος από την άλλη, ήταν αντικειμενικά μια κακή επιλογή- συναισθηματικά δεσμευμένος με την Άλλη, αδιάφορος και κυνικός για Εκείνη σε όλα, εκτός από το κρεβάτι της. Όμως, ήταν αυτό που ήθελε, Εκείνη, αυτό που γούσταρε με εκείνον τον αρρωστημένο, μαζοχιστικό τρόπο. Που την έκανε να δέχεται την αδιαφορία του, να σιωπά τον κυνισμό του, να απαιτεί ψίχουλα ενδιαφέροντος. Ένα δίωρο ενδιαφέρον, μερικά βράδια της εβδομάδας, εκφρασμένο αποκλειστικά και μόνον ως τυφλό πάθος.
Άραγε, σκέφτεται την Άλλη όταν είναι μαζί της; Μήπως τις τελευταίες στιγμές, λίγο πριν τελειώσει, όταν έκλεινε τα μάτια του και έτρεμε μέσα της, έφερνε την Άλλη στο μυαλό του;
Η ζήλεια και ο θυμός που ένιωθε ήταν επιφανειακά. Όχι, ο καθένας έχει τα δικά του πράγματα στο μυαλό του: δεν είναι πάντα ωραία, αλλά είναι δικά του και κανείς δεν πρέπει να τα σκαλίζει. Με τον δικό του στρεβλό τρόπο, Εκείνος τα είχε τακτοποιημένα στο κεφάλι του- πιο τακτοποιημένα από ό,τι τα είχε Εκείνη. Ζήλευε την αυτοκυριαρχία, την σιγουριά του. Αγανακτούσε που δεν έλεγε να την νοιαστεί- που την έβλεπε σαν τρύπα, σαν ένα κλειδί για την λήθη, την κάλπική του ευφορία. Ή σαν υποκατάστατο της Άλλης. Ίσως να της έμοιαζε.
Όσες αγανακτισμένες σκέψεις κι αν έκανε για εκείνον, όσες υποσχέσεις κι αν έδινε σε φίλες και καθρέπτες ότι δεν θα τον ξανάβλεπε, το σώμα της την πρόδιδε. Αρκούσαν δύο λεπτά, να βρεθούν μόνοι, ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους· και όλες οι άμυνές της κατέρρεαν. Διότι τον ήθελε τόσο πολύ, τον είχε ανάγκη σε κάποιο βασικό, αρχέγονο επίπεδο. Για αυτό σιωπούσε. Και τον έπαιρνε στο κρεβάτι της.
Οπότε οι βδομάδες κυλούσαν σε μια ταλάντωση, έναν τροχό: άρνηση, υποχώρηση, πάθος, πληρότητα, κενό, τύψεις, άρνηση. Ήταν σαν εγκυμοσύνη· ένιωθε ότι κυοφορούσε κάτι νεκρό, που σάπιζε σιγά-σιγά μέσα της. Που σάπιζε σιγά-σιγά τα μέσα της.
Λοιπόν, όχι πια. Κι αν δεν μπορείς να κάνεις την ζωή σου όπως την θες… Πως πάει παρακάτω; Η στιγμή ήταν τέλεια. Ποτέ δεν θα ήταν πιο νέα από ό,τι ήταν εκείνη την στιγμή· ποτέ δεν θα ήταν πιο όμορφη, πιο ξέγνοιαστη.
Αλλά σίγουρα θα υπάρξει πιο γριά, πιο άσχημη, πιο απογοητευμένη, πιο κουρασμένη, πιο πληγωμένη. Αν είχε μάθει κάτι στα λίγα χρόνια της ενήλικης ζωής της, ήταν αυτό: ποτέ μην ρωτάς «πόσο χάλια μπορεί να γίνει;» για το οτιδήποτε. Περίμενε και θα δεις. Η ζωή θα ξεπεράσει την φαντασία σου.
Μια φιλόλογος που είχε στο λύκειο, της είχε πει ότι η ζωή είναι μια λύρα με επτά χορδές- οι έξι είναι θλίψη, η μία είναι χαρά. Στο τέλος του έτους, η καθηγήτρια είχε αυτοκτονήσει. Είχε πέσει από έναν γκρεμό.
Εκείνη δεν είχε ξεχάσει, ούτε την καθηγήτρια, ούτε τα λόγια της. Τα είχε κρατήσει στην καρδιά της, από τις πρώτες λέξεις που συνέλεξε, από τις πρώτες λέξεις των φίλων της. Τα είχε μελετήσει όλα αυτά, τα είχε γράψει με μελάνι στους τοίχους. Τα είχε χαράξει στο μυαλό της σαν ειδοποίηση, σαν μανιφέστο. Και από όλα αυτά, από όλη αυτή την συσσωρευμένη εμπειρία και γνώμη όλων εκείνων που έζησαν πριν από Εκείνη, περισσότερο από Εκείνη, λαμπρότερα από Εκείνη, είχε βγάλει το μόνο συμπέρασμα που μπορούσε να βγει.

Δεν ήταν χαζή, όλοι το έλεγαν αυτό. Ήταν πάντα ένα καλό, μελετηρό κορίτσι, που άκουγε αυτά που της έλεγαν- πάντα συνετή, πάντα ευγενική, πάντα χαρούμενη. Αυτό που «όλοι» δεν είχαν καταλάβει ήταν το πνεύμα αμφισβητία μέσα της, τον επαναστάτη, τον αντιλογία. Επειδή χαμογελούσε και συμφωνούσε, νόμιζαν ότι δεν σκεφτόταν κιόλας.
Ε, λοιπόν, είχε σκεφτεί. Ό,τι είχε ζήσει, ό,τι είχε ακούσει και κυρίως ό,τι είχε διαβάσει, είχαν ως κατακλείδα το εξής ερώτημα: Ή είσαι δειλός και μένεις- και υπομένεις- ή γίνεσαι γενναίος και φεύγεις. Ζήσε ή πέθανε. Διάλεξε μεταξύ μερικών δεκαετιών μετριότητας και δυστυχίας, ή το κενό. Ή την πιθανότητα να καίγεσαι αιωνίως στην κόλαση με τους αυτόχειρες.
Βασανίστηκε να το παραδεχτεί στον εαυτό της- βασανίστηκε να αποτινάξει τις αδύναμες, λιπόψυχες σκέψεις της. Το σώμα της το ένιωθε ζεστό και σφιχτό πάνω της, αλλά δεν θα ήταν για πάντα έτσι. Και ήταν καλύτερα να το αποχωριστεί τώρα, που είναι νέο και όμορφο και χορτασμένο, παρά αργότερα που θα το καταστρέψουν οι αρρώστιες και τα γηρατειά. Και ούτε θα ήταν για πάντα είκοσι δύο. Κάποια στιγμή θα έπρεπε να σταματήσει να ζει σαν προνύμφη. Θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την ζωή: εργοδότες, συναδέλφους, δουλειές, ανεργία, φόρους, αδικίες, δίκες, τσακωμούς, θανάτους, χωρισμούς, απορρίψεις, λογιστές. Το άγχος. Τον χρόνο. Την αβεβαιότητα, την ευθραυστότητα των πάντων. Την γκρίνια των ανθρώπων. Τις απαιτήσεις των συντρόφων. Την διαρκή ανάγκη για τροφή. Τις υποχρεώσεις την κοινωνίας. Σύζυγος; Παιδιά; Διαζύγιο; Τον φόβο ότι θα ξυπνήσει κάποια στιγμή, και θα έχει γίνει η μάνα της, και η γιαγιά της, και όλες οι γυναίκες της οικογένειας πριν από Εκείνη. Που πέθαναν σηκώνοντας το βάρος ενός κόσμου, με την καρδιά τσακισμένη και το χαμόγελο στα χείλη. Και δίπλα της, κοιμισμένος δίπλα της, αδιάφορος, ένας άντρας σαν τον πατέρα της.
Ένιωσε πραγματική αναγούλα στην σκέψη. Σαν να είχαν περάσει ογδόντα χρόνια μέσα σε πέντε λεπτά, σαν να τα είχε ζήσει όλα αυτά, και τώρα ήταν μια γριά, στο νεκροκρέβατό της, μισότυφλη, κουφή και παράλυτη.
Ε, λοιπόν, όχι. Ήταν η δική της ιστορία, θα την τελείωνε όπως και όποτε ήθελε.
Σηκώθηκε αργά- αργά από το κρεβάτι, για να μην τον ξυπνήσει. Η παρουσία του δίπλα της, η ακούσια συμμετοχή του στον θάνατό της, ήταν κάτι που είχε σχεδιάσει. Το ήξερε ότι θα ήταν τουλάχιστον αγενές να ξυπνήσει και να την ανακαλύψει νεκρή αλλά υπήρχαν κάποιοι, βασικοί λόγοι για τους οποίους τον χρειαζόταν στο ίδιο σπίτι με αυτή.
Αρχικά, έπρεπε να υπάρχει κάποιος να την βρει και να την βρει σύντομα. Απεχθανόταν την ιδέα του να κείτεται νεκρή και παγωμένη στο μπάνιο της για μέρες, νεκροζώντανη σαν την γάτα του Σρόντιγκερ. Και μετά, όταν κάποιος την βρει, να καταταχθεί στην κατηγορία των χιλιάδων νέων που πέθαιναν από τα ναρκωτικά. Εκείνη ήξερε ότι δεν πέθαινε από υπερβολική δόση, αλλά από υπερβολική σκέψη, όμως οι άλλοι θα έβγαζαν τα δικά τους ανόητα συμπεράσματα. Ακόμα και μετά θάνατον, δεν θα ήθελε να της κολλήσουν την ταμπέλα «πρεζάκι»- μια αδύναμη, μοναχική κοπέλα. Ένα γράμμα, φυσικά, θα ήταν πολύ μελοδραματικό. Οπότε χρειαζόταν Εκείνον, να δηλώσει ότι δεν ήταν λυπημένη ούτε και αυτοκτονική, και ότι δεν τον είχε προειδοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο. Χρειαζόταν Εκείνον να πει τις τελευταίες λέξεις του δράματος.
Έπειτα, εάν υπήρχε ένα άτομο σε αυτόν τον κόσμο που θα ήθελε να την θυμάται, θα ήθελε να είναι Εκείνος. Ήταν εγωιστικό, το είχε παραδεχτεί στον εαυτό της, αλλά από την άλλη δεν μπορούσε να μην προσπαθήσει να αφήσει το σημάδι της σε Εκείνον. Εφόσον δεν με αγάπησες, για να κατακτήσω την καρδιά σου, θα με μισήσεις, για να κατακτήσω το μυαλό σου. Το πιθανό ψυχικό τραύμα που θα του προκαλούσε ίσως να ήταν μεγάλο- αλλά αν τον είχε καταλάβει έστω και λίγο, δεν θα τον επηρέαζε καθόλου αυτό που αντιμετώπιζε.
Μισούσε το γεγονός ότι θα άφηνε πίσω της ένα πτώμα, και μαζί την υποχρέωση σε κάποιον να ασχοληθεί μαζί του. Θα προτιμούσε να αναληφθεί στον ουρανό, σαν καπνός… ή να καεί το δευτερόλεπτο που θα σταματούσε να χτυπά η καρδιά της. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν πραγματοποιήσιμο, οπότε κάποιος θα έπρεπε να ασχοληθεί με το πτώμα. Ο κλήρος είχε πέσει σε Εκείνον.
Ξαφνικά, ένιωσε πανικό στην σκέψη ότι Εκείνος θα ξυπνούσε και Εκείνη δεν θα ήταν εκεί να τον φιλήσει- ή ότι θα φώναζε μάταια το όνομα της. Ή μήπως ήταν έξαψη; Πάντα ηδονίζονταν με τις τραγωδίες.
Με ελαφρά βήματα έφτασε στο μπάνιο και άνοιξε το ντουλάπι του νιπτήρα. Έβγαλε έξω ό,τι χρειαζόταν- την σύριγγα, το κουτάλι, τον αναπτήρα. Το σακουλάκι με την σκόνη. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει, δεν ήταν πρωτάρα. Έβαλε διπλάσια ποσότητα από όση θα άντεχε, την είδε να κάνει φουσκάλες πάνω στο κουτάλι. Μπήκε μέσα στην μπανιέρα και βόλεψε τα μακριά κανιά της. Χτύπησε το μπράτσο της, να βρει φλέβα. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά. Το πρωινό φως βάφτισε μπλε ένα μικρό ρυάκι πάνω στο χέρι της. Έφερε την βελόνα όσο πιο παράλληλα μπορούσε στο δέρμα. Η βελόνα γλίστρησε, Εκείνη πάτησε το έμβολο. Πήρε ανάσα. Κι άλλη μία. Κι άλλη. Τράβηξε την βελόνα από το μπράτσο της πιο απότομα από ό,τι ήθελε. Το μπλε ρυάκι έγινε κόκκινο.
Η σκόνη την πήρε αγκαλιά. αργά και σίγουρα. Ένιωσε τον χρόνο να επιβραδύνει, την ανάσα της να σφυρίζει ανάμεσα στα δόντια της. Κάτι την χτύπησε στο μέτωπο, ευγενικά αλλά τόσο αποφασιστικά. Κατέρρευσε μέσα στην μπανιέρα, με τα εσώρουχα της, τα δάκτυλά της ακόμα γύρω από την σύριγγα. Ο κόσμος είχε σταματήσει. Δεν υπήρχε τίποτα. Δεν υπήρχε ούτε Εκείνη. Μόνο μια φωνή που να φωνάζει Όχι.

Είδε τον πατέρα της, να φωνάζει και να τρώει σταφύλια. Την μάνα της, να σκουπίζει σπασμένα γυαλιά. «Πάλι θα γυρίσεις αργά;». Τα αδέρφια της, με γυρισμένες πλάτες. Η φίλη της η Δανάη, αιμόφυρτη στο πεζοδρόμιο. Τα μάτια της ήταν λευκά. «Γιατί δεν μου μιλάς ποτέ;». Τον εαυτό της γυμνό, μπροστά από έναν καθρέφτη, χέρια να την χουφτώνουν από παντού. Ο πατέρας είχε πει όχι. Η μάνα είχε πει ναι, ψιθυριστά. «Γιατί δεν μου μιλάς ποτέ;». Τα μάτια της ήταν λευκά. Γιατί την είχε αφήσει να επιστρέψει μόνη; Ήταν τρεις το βράδυ και έκανε κρύο. «Δεν μ’ακούς, Χαρά.» Γιατί, εσύ πότε με άκουσες; Ποτέ δεν ήμουν αρκετά καλή, έτσι; Το πρόσωπο του πατέρα της μπλαβό, τι ευτυχία. Πόση ηδονή σε ένα θέαμα. Όμως τα μάτια του ήταν λευκά. Από πάνω, κάποιος άλλος την κοιτούσε. «Γιατί μου το κάνεις αυτό;» Ο Πάνος δεν έφταιγε, απλά τον πήραν τα σκάγια. «Με αγαπάς, λες, αλλά δεν το έχεις δείξει ποτέ». Πώς τολμάς; Εγώ λιώνω από έρωτα. «Εσύ λιώνεις από τις μαλακίες στο κεφάλι σου. Τα μάτια σου είναι λευκά.» Πώς; Πώς το είπε αυτό; Τα μάτια σου είναι λευκά.
Τα μάτια της ήταν λευκά.

Ο Πάνος την έβγαλε από την μπανιέρα.
Είχε ξυπνήσει πάνω που άρχιζε να πνίγεται με τον εμετό της- σχεδόν άκουσε τους ρόγχους της. Δεν το σκέφτηκε ούτε στιγμή, είχε καταλάβει τι είχε γίνει. Ήξερε από αυτά. Την ξάπλωσε στα πλάγια στο πάτωμα του διαδρόμου, να είναι άνετα. Έπιασε τον σφυγμό της. Ήταν εκεί, αν και αδύναμος. Ενέσεις αδρεναλίνης είχε πάντα στην τσάντα του, από όταν γνώρισε την Χαρά.
Ήταν περίεργο, αλλά το περίμενε να συμβεί. Ήταν τόσο εμμονική με το θάνατο, που ο Πάνος σχεδόν ζήλευε. Και προβληματιζόταν, αλλά κυρίως ζήλευε, γιατί σε εκείνον ήταν τόσο ψυχρή, τόσο αδιάφορη. Ήταν αδύνατον να κάνεις την Χαρά να ασχοληθεί με κάτι συνειδητά- ήταν πνεύμα αντιλογίας, αντιδραστική σαν μουλάρι. Και μόνο από αντίδραση, δεν θα έδειχνε ενδιαφέρον, πάθος ή αγάπη. Φυσικά, μία ήταν η ρίζα του προβλήματος, αλλά ο Πάνος δεν είχε καταλάβει πως ή γιατί.
Πόσο δραματική ήταν. Πόσο παιδί, να διεκδικεί την προσοχή. Ήθελε πραγματικά να πεθάνει; Μπούρδες, ήθελε απλά εκείνον να ασχοληθεί μαζί της. Αν ήθελε όντως να πεθάνει, θα το έκανε όταν ήταν μόνη της.
Έφερε την βελόνα πάνω από την καρδιά της, όπως μάθαινε χρόνια και χρόνια στην ιατρική. Πίστευε στ’ αλήθεια ότι θα την άφηνε να πεθάνει; Τόσο λίγο τον ήξερε; Ότι δεν θα τον νοιάξει;
Την κάρφωσε με όλη του την δύναμη, πάτησε το έμβολο. Σε τρία δευτερόλεπτα, η Χαρά θα τιναζόταν πάνω, σαν σκαθάρι, σαν μαινάδα σε έκσταση. Θα τον έβριζε και θα του φώναζε, αλλά περισσότερο αστείο θα του φαινόταν. Ουσιαστικά, το μόνο που θα παρατηρούσε, θα ‘ταν τα μάτια της τα πράσινα.
Η Χαρά δεν φεύγει, μην την αφήσεις.
Αν αντιμετωπίζεις σκοτεινές σκέψεις, κάλεσε την
Γραμμή Αυτοβοήθειας στο 1018
(Γραμμή παρέμβασης για την αυτοκτονία – Κλίμακα).
–φωτογραφίες από Pinterest–