-στα λόγια η Ισμήνη Κατσάβαρου
Σε όλα αυτά τα γαμημένα δαγκώματα των κάτω χειλιών, που ματώσαμε για να μη παραδεχτούμε τα όνειρα που θάφτηκαν στο τρίτο συρτάρι του δωματίου μας.
Στις σιωπές που δεν τόλμησαν να γίνουν ήχοι λέξεων και προτάσεων, με τις αδρανείς και ακίνητες καρδιές μας να αναζητούν ζεστασιά και να κρύβονται κάτω από τα ρούχα μας.
Στις αγκαλιές που δεν έγιναν και αντικαταστάθηκαν με χειραψίες.
Σε αυτές τις φωτογραφίες που πετάξαμε μαζί με τους ανθρώπους που ήταν τότε δίπλα μας.
Στα ημερολόγια που κλειδώθηκαν για να μη ξανακοιτάξουμε τους αριθμημένους στόχους της νέας χρονιάς.
Στα ταξίδια που εκτοξευόμασταν αβίαστα και πλέον αποτελούσαν μόνο αναμνήσεις.
Στα αμήχανα βλέμματα που δεν τα αποκωδικοποιήσαμε ποτέ.
Στα γέλια που δεν καταλάβαμε ποιος μας τα προκάλεσε.
Στους ώμους που ακούμπησαν οι φόβοι μας αλλά δεν είχαν χώρο για τα φιλιά μας.
Για όλα αυτά, φορέσαμε ρούχα άλλων μέχρι να ξεχάσουμε. Και κάθε μέρα κλέβαμε από τα μαγαζιά της γειτονιάς παντελόνια, μπλούζες, φορέματα, για να κρυφτούμε από αυτά που μας τρόμαζαν. Κάθε μέρα και ένα καινούργιο ντύσιμο μας έκανε αόρατους στις διαδρομές, χωρίς να χρειάζεται να δίνουμε περαιτέρω εξηγήσεις, χωρίς να μας καταλαβαίνουν, χωρίς να λέμε τα ονόματα, ούτε καν αυτά τα επίθετα που θα μας ξεχώριζαν κατευθείαν. Και ξέρεις τι απερίγραπτη ελευθερία με γέμιζε που τα είχα ξεγελάσει και αφήσει σε αυτό το συρτάρι. Σαν να -τα- είχα πεθάνει σκεφτόμουν. Χωρίς τροφή νερό και οξυγόνο ,σιγά μην είχαν το κουράγιο να πηδήξουν έξω από αυτό και να με βρουν.
Εκεί λοιπόν που καθόμουν μόνη στο καφενείο της νέας πόλης, κάθισαν δίπλα μου οι ζωές που έζησα. Όλες όμως. Άλλες ήταν τόσο χαρούμενες που με αγκάλιαζαν και άλλες στεναχωρημένες, μου υπενθύμιζαν το λάθος μου για το τόσο γρήγορο ταξίδι μας. Μία έλειπε μόνο. Αυτή που είχα κλειδώσει στο συρτάρι, την πρώτη μου. Εκείνη δεν μπόρεσε να έρθει. Οι υπόλοιπες μείνανε μαζί μου μέχρι να ξημερώσει και ευχαριστήθηκαν την παρέα μου. Φεύγοντας λοιπόν άρχισαν οι χειραψίες και τα γέλια για την τόσο όμορφη βραδιά μας. Είχα βέβαια αυτήν την κρυφή ελπίδα ότι θα έρθει κι εκείνη η πρώτη και γύριζα συνέχεια το βλέμμα μου προς την πόρτα.
Μπορεί να ήρθε βέβαια με μια άλλη μορφή λίγο διαφορετική. Ίσως αυτή να μπορούσε να έρθει μόνο με αυτήν την μορφή. Με την μορφή αυτής της κίνησης που με έπιασα να κάνω. Με την κίνηση που τόσο είχα ξεχάσει να κάνω. Με την κίνηση που η πρώτη μου ζωή θα ζωντάνευε ξανά μαζί μου. Με αυτήν την αγκαλιά που θα την ένωνα ανάμεσα στα άκρα μου. Με αυτήν την αγκαλιά θα έβλεπα την πλάτη που πάντα μου έκρυβε.
Εκεί θα έβλεπα τα όνειρα, σε αυτήν την σπονδυλική στήλη που δεν την αντίκρισα ποτέ γυμνή. Εκεί θα τα ακουμπούσα ένα προς ένα σε κάθε σημείο. Εκεί θα τα έβλεπα να χορεύουν μόνα τους σε ένα αγώνα δρόμου χωρίς λήξη. Εκεί θα είχαν νικήσει και εκεί θα είχαν λεηλατηθεί μαζί. Μόνο εκείνα θα μπορούσαν να μπουν στην σωστή σειρά και να μου ξαναδείξουν τα βήματα. Αυτά τα τόσο άγνωστα βήματα για μένα. Εκεί που γράφονταν κάθε μέρα όλα αυτά τα χρόνια.
Και το μόνο που μπόρεσα να κάνω πριν την αγκαλιάσω ήταν αυτό.
Ήταν αυτό το δάγκωμα του κάτω χείλους που άρχισε να τρέφεται και να ανασαίνει.
Δεν είχε ματώσει ποτέ.
Αυτές οι σταγόνες αίματος που έπεφταν σε αυτό το άσπρο και χάρτινο τραπεζομάντηλο του καφενείου, μπόρεσαν επιτέλους να γλιστρήσουν και να μου φανερωθούν.
Γι’ αυτές τις σταγόνες που δεν σταμάταγαν να τρέχουν, ο κύριος Ηλίας έσπευσε να μου φέρει ένα χαρτομάντιλο ποτισμένο στο νερό. «Ας το να πιεί το νερό ,να ξεδιψάσει η πληγή» μου είπε.
Του έγνεψα καταφατικά και συμπλήρωσα. «Βάλτε να πιούμε κάτι, γιατί η πληγή θα κάνει καιρό να ξεδιψάσει και εγώ θέλω να βρέξω με κάτι το στόμα μου.»
Βάλτε να πιούμε
«Ήταν απλά η αρχή για μια αγκαλιά από ματωμένα όνειρα στις γυμνές τοποθετημένες σιωπές του κορμιού μας»