-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
«Δεν θέλω να γράφω για τα παλιά, για τα ξεχασμένα, για τα τωρινά θέλω. Είναι όμως αυτοί που έφυγαν και που αγαπήσαμε στα παιδικά μας χρόνια, κι έρχονται συχνά στον ύπνο και στον ξύπνιο μας και χτυπούν πορτοπαράθυρα. Κι όταν γράφω κάτι γι’ αυτούς, είναι σαν το πιάτο με το στάρι που διαβάστηκε το ψυχοσάββατο στον εσπερινό…»
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως, ένα βιβλίο αποκτά την αξία του, όταν χαίρεσαι τόσο να το γράφεις όσο και να το διαβάζεις, ανεξάρτητα αν πραγματεύεται κάτι μεγάλο ή ταπεινό, κάτι βαρύγδουπο ή κάτι απλό.
Ομολογώ ότι στην αρχή, το «Εξ αδιαθέτου» του Γιώργου Παπαθανασόπουλου που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, δεν το πήρα με καλό μάτι. Παρά την εμφάνισή του, που είναι εξαιρετικής αισθητικής, όταν ξεκίνησα να διαβάζω τις πρώτες σελίδες σκεφτόμουν πως, μάλλον, θα διάβαζα κάτι που δεν θα με ενδιέφερε και πολύ. Σιγά σιγά, όμως, πηγαίνοντας από ιστορία σε ιστορία, ήρθε και κάθισε μέσα μου ένα αίσθημα ζεστασιάς και νοσταλγίας, τόσο που μετά από λίγο όχι μόνο με κέρδισε, αλλά δεν μπορούσα και να σταματήσω να το διαβάζω.
Στο δια ταύτα: το «Εξ αδιαθέτου» αποτελείται από 43 διηγήματα, ή μικρές αφηγήσεις, που περιτρέχουν θέματα όπως η παιδική ηλικία και αθωότητα, ο κρυφός έρωτας, οι αναμνήσεις, η ζωή και ο θάνατος. Αντλώντας τους ήρωές του από τους καθημερινούς ανθρώπους του χωριού και της πόλης, ο συγγραφέας περιγράφει μικρά περιστατικά, συνήθειες, έθιμα και ταμπού ή κουτσομπολιά, δημιουργώντας στο τέλος ένα πλήρες μωσαϊκό της κοινωνίας, και μάλιστα με τις πιο κρυφές, τις πιο ανομολόγητες πτυχές της. Οι αφηγήσεις του για διάφορους συγγενείς από το χωριό, για φίλους που έμειναν ή χάθηκαν, μιλώντας σχεδόν αποκλειστικά σε τόνο προσωπικό και εξομολογητικό, χτίζουν τελικά μια ατμόσφαιρα ζεστή, οικογενειακή, όπως εκείνη που υπάρχει όταν σου αφηγούνται μεγαλύτεροι ιστορίες και περιπέτειες από τα χρόνια τους.

Η γλώσσα του συγγραφέα ίσως ξενίσει κάποιους, γιατί συχνά χρησιμοποιεί ιδιωματισμούς και λέξεις της τοπικής διαλέκτου που δεν είναι και τόσο γνωστές. Το λεξιλόγιό του, όμως, παραμένει απλό και καθημερινό και, παρόλο που δεν γράφει μόνο σε πρώτο πρόσωπο, η αίσθηση είναι πάντα ότι στα αφηγείται ο ίδιος από προσωπική σκοπιά, αν όχι σαν πρωταγωνιστής, τότε σαν μάρτυρας ή σαν τρίτος. Οι ιστορίες είναι μικρές, λιτές και δεν περιλαμβάνουν περίπλοκες ή περιττές περιγραφές. Ο Γ.Π δεν φλυαρεί καθόλου, λέει μονάχα το περιστατικό ή τις σκέψεις που θέλει ξεκάθαρα, με αποτέλεσμα η ροή του βιβλίου να είναι απόλυτα ξεκούραστη και αβίαστη.
Στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, όπως είπα και πριν, το βιβλίο ντύνεται με μια πανέμορφη φωτογραφία εξωφύλλου που, παρόλο που δεν σχετίζεται ίσως τόσο με τις θεματικές του, περνάει την αίσθηση εκείνη της νοσταλγίας που θέλει. Ξεκούραστη γραμματοσειρά, όμορφο στήσιμο που καλεί τον αναγνώστη να πάει όλο και παρακάτω, γενικά κανένα αρνητικό.
Το bottom line: Το «Εξ αδιαθέτου» είναι ένα βιβλίο ήρεμο, ώριμο και ζεστό, που ενδείκνυται ιδιαίτερα αν θέλετε να διαβάσετε κάτι ανάλαφρο, αν θέλετε να νιώσετε τη νοσταλγία ενός κόσμου που χάνεται, ή την αίσθηση πως είστε στο χωριό και ακούτε τις περιπέτειες των ντόπιων κατοίκων.
4 σκέψεις σχετικά με το “«Εξ αδιαθέτου», του Γιώργου Παπαθανασόπουλου”