Άβυδος


-στα λόγια ο SideliK_2 /
στη φωτογραφία η Nefeli Charvalia

Είναι συχνά πολύ θλιμμένος και πάντοτε ελάχιστα χαρούμενος. Χαζεμένος από τα ναρκωτικά, άραγε αυτά τον άλλαξαν ή τον σώσαν από την κατάρρευση; Δύσκολη απάντηση.
«Μια μέρα θα τους δείξω εγώ!»
Φρενάρει απότομα. Ένας γδούπος από τα πράγματα που γκρεμίστηκαν πίσω στην κλούβα κι έπειτα μια γροθιά στο ταμπλό.
«Με θεωρείται άχρηστο ρε μουνιά; Τόσα χαρτιά, τόσο μυαλό και κάθε σκουπίδι εκεί έξω τα καταφέρνει καλύτερα από μένα!»
Με τρεμάμενο χέρι, ανάβει ένα τσιγάρο. Αυτό. Καμιά σκέψη. Ώρα τώρα δυνάμωνε μέσα του η φρίκη και έξω του η δύσπνοια. Βάζει πρώτη, ανάβει φλας και συνεχίζει το ταξίδι του.

Λίγα χιλιόμετρα μακριά από τα Μέγαρα, πλησιάζει στο ΣΠΙΤΙ. Εκεί τον περιμένουν οι συγκάτοικοι του.
-«Έλα ρε Πετράν, σε πόσο θα ’σαι εδώ;»
-«Δε θα αργήσω, φούντα βρήκαμε;»
-«Ρολάρω»
Κάθε τόσο λέει να αρπάξει τον ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο, για να κυνηγήσει το όνειρο του, την γλυπτική. Βλέπεις δουλεύει οδηγός σε αυτές τις εταιρίες που κάνουν διανομές σε όλη την Ελλάδα Πακέτα, πακέτα, πακέτα. Τόσα πακέτα που δεν τελειώνουν. Κάθε Σάββατο γυρνάει στο ΣΠΙΤΙ. Ότι μείνει το φυλάει και από Δευτέρα συνεχίζει.

Απόψε θα μιλήσουν για αυτά με τη Μαρία και τον Τάκη. Τους μόνους φίλους του τα τελευταία χρόνια. Η δουλειά τον έχει κόψει στα δυο. Πάλι καλά που ’χε βάλει την αγγελία τότες: «Ψάχνω συγκατοίκους για νεοκλασικό τριάρι στον Πειραιά, περιοχή Προφήτης Ηλίας». Αχούρι, αξεσκόνιστο. Χαλιά και κουρτίνες ερωτοτροπούν με τα βακτήρια. Η κουζίνα αμάζευτη και το σαλόνι-υπνοδωμάτιο θυμίζει παλάτι. Μαζεμένοι γύρω από την εστία, ένα γυάλινο τραπεζάκι, πίνουν.
Καμένες φιλοσοφίες όλο το σαββατοκύριακο και στο τέλος ένα τσιγάρο. Όλα πήγαν πίσω για εκείνον, χάριν της ηδονής. Σαν σεξουαλική εκτόνωση ένα πράγμα. Ξέσπασμα. Τίποτα να δεις εδώ.
«Πάλι τίποτα δεν έκανα. Την επόμενη πρέπει να μιλήσουμε με τα παιδιά , να δω τι θα κάνω.»

Μπέρδεμα.
«Ποιο δρόμο να διαλέξεις;»
Το gps τα ’κανε πάλι σαλάτα. Μια μπουκιά από το κλαμπ σάντουιτς και με το πράσινο ξεκινάει, συμπλεκτάροντας νευρικά. Εφημερίδες διανέμει. Τοπικές, εθνικές, τα πάντα. Ούτε που θυμάται πως λέγεται το χωριό που πλησιάζει. «Τσιγκέλι.. καλά που έχουμε και το google!»
Δαιδαλώδεις χωματόδρομοι, μάντρες και σκυμμένοι αγρότες. Στο βάθος, πυκνό δάσος. Όσο περνάνε οι ώρες, η βόρεια υγρασία που τρυπάει τα κόκαλα ντύνει σαν σάβανο τις ενοχές του, τις τάσεις αυτοταπείνωσης. Κάπου εδώ, ο Πέτρος αντικρίζει τα πρώτα σπίτια του οικισμού. Σκαλώνει λίγο με τις ταμπέλες κι ύστερα κάνει προς τη πλατεία του χωριού.

-«Καλησπέρα, τι κάνουμε ; Έφερα την τοπική».
Η θεια που κρατάει το μαγαζί, βγαίνει κουτσαίνοντας για να τον υποδεχτεί. Πίσω της, η κάπνα της ξυλόσομπας μαζί με τα κάθε λογής ντουμάνια, βρίσκουν ευκαιρία να το σκάσουν. Πίσω από τη μαντήλα διακρίνει κανείς μονάχα ουλές, ρυτίδες και ταλαιπώρια.
-«Να σαι καλά παλικάρι μου. Έρχεσαι απ’ την Αθήνα ως εδώ; Κάτσε να σου κάνω ένα καφέ!»
-«Όχι όχι! Δεν χρειάζεται.. καλή συνέχεια!
«Ποιος νοιάστηκε στα αλήθεια;», αναρωτιέται και κόβει με μια φαλτσέτα την ταινία που κρατάει το πακέτο. «Εσείς το ήπιατε το ποτήρι, τα φάγατε τα ψωμιά σας. Κωλόφαρδοι χωρικοί!»

Πήγε αργά και έχει πολύ δρόμο ακόμη. Ο Πέτρος λύνει τη ζώνη που τόσο τον ενοχλεί · του θυμίζει στρίμωγμα σε ασανσέρ. Ανάβει ακόμη ένα τσιγάρο και ξεχύνεται στον αβυσσαλέο επαρχιακό δρόμο.
«Σιγά, Ποιος θα με γράψει εδώ;»
Το βαν αγκομαχάει. Εδώ δεν βλέπει κανείς ούτε τη μύτη του και το τελευταίο πράγμα που θα ’θελες σου συμβεί, είναι να μείνει το αυτοκίνητο.
«Απατεώνες βενζινάδες».
Το μισοφέγγαρο φωτίζει τόσο, όσο χρειάζεται για να φωσφορίσει το μπαμπάκι που σκεπάζει τα γύρω χωράφια. Απότομες στροφές και λακκούβες, κάνουν τις λευκές γραμμές να σχηματίζουν καμπύλες, διασκεδάζοντας απρόσμενα τον Πέτρο. Μια αλληλουχία από χρυσαφί ριπές σιτηρών ακολουθεί σαν οδηγός στο γιοφύρι. Ύστερα, μια δυνατή κόρνα και συστοιχίες από φώτα τον ταράζουν. Φορτηγό!

Κάνει στην άκρη και βγαίνει να πάρει τον αέρα του. «Ω ρε φίλε!», μουρμουράει..
Στο βάθος, διακρίνει ένα κτίσμα. Ημιτελής αποθήκη του 90; Πολύ πιθανό. Κρίνει δόκιμο να ξεκουραστεί λιγάκι. Ένα ψηλοτάβανο οικοδόμημα, ασοβάτιστο, με παράθυρα καλυμμένα με νάιλον. Ηλεκτροδοτούμενο, μάλλον σε χρήση.
Παρατημένα εργαλεία και μπάζα, είναι το χαλί του. Στη μέση περίπου μια κόκκινη πολυθρόνα, γεμάτη σκόνη μα πρόθυμη για μια αγκαλιά. Χύνεται μέσα της. Χαζεύει για ώρες το λεκιασμένο με μπογιά σαν αίμα ντουβάρι απέναντι. Τηλέφωνα χτυπάνε, στο χέρι του η φαλτσέτα…

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s