Πορτοκαλοπράσινο ουτοπικό σοκ β’ βαθμού.


-στα λόγια η Λυδία Γάλλου

(Μπήκε στον χώρο, αγκαλιάστηκαν, αυτή άφησε όλο της το σώμα στην αγκαλιά του ενώ εκείνος φαινόταν να φοβάται να την αγγίξει. Αυτή φαινόταν ήρεμη ενώ αυτός τρομοκρατημένος.)

— … Άλλη φορά θα γυρνάμε μαζί.

(Μια παύση αρκετά μεγάλη για να είναι αμήχανη).

— Δεν χρειάζεται να γυρνάμε μαζί, ξέρεις γιατί; Δεν θα χρειάζομαι κανέναν να με γυρνάει σπίτι γιατί σύντομα θα είμαι ο μάστερ του Τάι Τσι και του αϊκίντο. Θα μάθω όλες τις πολεμικές τέχνες και θα πιάνω μύγες με τσόπστικς ξέρω ‘γω, και θα μάθω να αντιδράω όταν γίνεται κάποιο σκηνικό στο Β12 και να φωνάζω στους περίεργους τυπάδες με τη γαμψή μύτη ακόμα κι αν χάσω τη στάση μου και κατέβω στο Τρίτση και πρέπει να γυρίσω με τα πόδια. Αλλά βέβαια μέχρι να τα κάνω όλα αυτά δεν θα χρειάζονται πια αυτού του είδους τα σκιλς, θα μου είναι παντελώς άχρηστα. Τι κοιτάς έτσι; Έλα, μην έχεις αυτή την καρτουνίστικα λυπημένη φάτσα! Θα είναι παντελώς άχρηστα έλεγα… νά έχασα τον ειρμό μου τώρα! … Θα είναι παντελώς άχρηστα γιατί το Β12 θα τερματίζει μπροστά στο σπίτι μου, και θα έχει μέσα μόνο εικοσιπεντάχρονους, συνεσταλμένους, τζίντζερ τυπάδες που μεγάλωσαν με τρεις μεγάλες αδερφές, και μια μικρούλα, που της έχουν απίστευτη αδυναμία και μπορούν και να μιλάνε και για περίοδο και δεν έχουν κόμπλεξ με τον ανδρισμό τους, γιατί τελευταία νιώθουν ότι είναι non binary. Και εγώ θα κυκλοφορώ στα καφενεία φορώντας μόνο τα κόκκινα εσώρουχα μου που είναι υπέροχα παρόλο που τα πήρα τέσσερα ευρώ – και καμιά φορά, κάποιος μεσήλικας θα απλώνει το χέρι του προς το μπούτι μου και στο εμφανώς απορημένο βλέμμα μου θα απαντάει «Με συγχωρείς, θα μπορούσα; Μην τρομάξεις, ένα μικροσκοπικό πράσινο έντομο περπατάει πάνω σου, θα ήθελα να το πάρω, αν μου επιτρέπεις. Θα έλεγα να το πούμε Πωλ ,νομίζω πως το δεξί φτερό του είναι λίγο ραγισμένο, θα το πάρω σπίτι, να το κεράσω λίγο»…τι στο διάολο τρώνε τα ζουζούνια; Ούτε εσύ ξέρεις, ε; Αυτός σίγουρα θα ξέρει. Και θα λέει: «θα το κεράσω λίγο τέτοιο, οτιείναιτέλοσπάντων και θα το αφήσω ελεύθερο, αν δεν σε πειράζει».

Και αν κάποιο βράδυ – α, τα βράδια θα φοράω τα μαύρα εσώρουχα, τα δαντελωτά και ψηλές μπότες και ίσως μια κοντή ζακετούλα για να μην κρυώνω– αν λοιπόν τύχει περπατώντας σε κάποια κάθετο της Αλεξάνδρας, φτάνοντας στο πεδίο του Άρεως να αντιληφθώ ότι κάποιος με ακολουθεί, αν δηλαδή τύχει να το προσέξω την ώρα που περπατάω αφηρημένη και γυρίσω να τον ρωτήσω αν είναι καλά και αν ψάχνει κάτι, θα μου απαντάει «ξέρεις έψαχνα τον κεντρικό και ψιλοχάθηκα και ήλπιζα πως θα πηγαίνεις προς τα εκεί, επίσης μου άρεσε που είχα λίγο παρέα,έτσι από μακριά» και θα τον καλώ στο σπίτι που αράζουμε και δεν θα ταιριάζουμε και θα είμαστε άβολοι, και αν μετά χάσει το λεωφορείο του για να γυρίσει σπίτι θα τον καλώ στο δικό μου και θα κοιμάται δίπλα μου, στο κρεβάτι. Και όταν ξυπνάει το πρωί για να φύγει, αν ξυπνήσω τρομαγμένη θα γελάει μαζί μου , θα με σκεπάζει αλλά εγώ θα ζεσταίνομαι και θα ξεσκεπάζομαι και θα φεύγει.Θα με κάνει add στο μέσσεντζερ και θα του στέλνω χρόνια πολλά στα επόμενα του γενέθλια και μετά δεν θα ξαναμιλάμε ποτέ. Αλλά ακόμη κι αν τύχει να μου στείλει μετά από καιρό, μια μέρα που θα ‘χει καύλες θα του λέω πως δεν ψήνομαι κι αυτός θα λέει «κομπλέ, σόρρυ για την ενόχληση, χάρηκα που μιλήσαμε έτσι κι αλλιώς». Και τις Δευτέρες τα βράδια, αν έχω κέφια, θα παίρνω το ηχειάκι μου και θα χορεύω στην πλατεία Ομονοίας, κάτω από το συντριβάνι, φορώντας ό,τι δεν είναι στα άπλυτα, ή τέλος πάντων ό,τι γουστάρω και καμιά φορά θα μαζευόμαστε κι άλλοι. Και θα γινόμαστε όλοι μουσκίδια και θα έχουμε μεθύσει αρκετά θα χορεύω με κλειστά τα μάτια και όλοι όσοι πέφτουν πάνω μου θα λένε «σόρρυ, καταλάθος» και θα είναι όντως καταλάθος. Και θα το ξέρω. Και θα λέω άραξε φίλε μου, όλα καλά. Και όταν θα πιάνω ένα βλε- τι είναι βρε; Μη με κοιτάς έτσι λυπημένα, τι φάτσα είναι αυτή; Έλα, έλα σταμάτα, δεν μπορώ, είναι πολύ αστεία η φάτσα σου. Γενικά χαλάρωσε,όλα καλά, αλήθεια. Λοιπόν αν κάνα πιτσιρικάκι του Λυκείου τύχει να κοιτάξει το σώμα μου, και τύχει να πιάσω το αμήχανο βλέμμα του, θα μπορώ να χαμογελάσω κρυφά και αυτάρεσκα πριν συνεχίσω το χορό μου. Και θα αράζω στα δάση στις 5 το πρωί όταν δεν μπορώ να κοιμηθώ και θα περνάνε από δίπλα μου φουσκωτοί τυπάδες μόνοι ή με τα φουσκωτά σκυλιά τους και θα τους κάνω τράκες, και θα μου λένε για τα παιδιά τους που μαθαίνουν ποδήλατο ή για το πόσα κιλά σηκώνουν και θα γελάω με το φλεξάρισμα και θα χαλιέμαι λίγο που διατάραξαν τις υπαρξιακές μου αναζητήσεις αλλά δεν πειράζει, χαλάλι, για το τσιγάρο. Και στους δρόμους τα ξημερώματα μετά από μια νύχτα σε κάποιο τσιπουράδικο στου Ψυρρή και σβήσιμο στο Εσκέιπ θα γυρνάω με τα-

— Εβελίνα Μπαϊμα… Μπαρά… Μπαϊ-ρα-μόγλου ;
— Μάλιστα, εγώ είμαι αυτή.
— Πέραστε, θα χρειαστεί να μας αναφέρετε άλλη μια φορά όσο περισσότερες λεπτομέρειες θυμάστε από το συμβάν. Να γίνει η κατάθεση για να βάλουμε μπρος την καταγγελία.
— Εντάξει, ευχαριστώ. Στέλιο φύγε αν θέλεις, θα πάω κι εγώ σπίτι μετά, δεν χρειάζεται να με γυρίσεις.
— Σίγουρα;
— Ναι,το ‘χω.
— Δεν έχω θέμα να περιμένω.
— Όχι αλήθεια δεν χρειάζεται, θα πάω σπίτι να φτιάξω μακαρόνια με κιμά σόγιας, έχω μια σάλτσα ντομάτας στο ψυγείο που θα χαλάσει, θα δω και καμιά ταινία… Θα τα πούμε, να κανονίσουμε μέσα στην εβδομάδα.
— Να προσέχεις.
— Δεν θέλω να προσέχω. Τέλος πάντων,πάω.

-Artwork by Paola Wiciak-

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s