-έργο από τον midluck

Πόσο ωραία ήταν τα χρόνια που ξύπναγα σκύλος. Αχ τι ωραία που ήταν. Όλοι με αγαπούσαν, με χάιδευαν, με τάιζαν, ήταν όλα ιδανικά. Ήμουν και εγώ βέβαια τυχερός, δεν ξύπνησα σε καμία πλούσια γειτονιά. Αντιθέτως ξύπνησα σε μία πραγματική φτωχογειτονιά, εκεί σέβονται πραγματικά πολύ εμάς τους σκύλους. Δεν μας περιφρονούν, αντιθέτως μας δίνουν από το φαγητό τους και είναι τιμή για αυτούς να τους κρατάμε συντροφιά και να κυκλοφορούμε στους δρόμους που περπατάνε.
Βέβαια αυτά είναι τυχερά, ξέρω ανθρώπους που ξύπνησαν σκύλοι στις πιο πλούσιες γειτονίες του πλανήτη μας. Κάποιος άνοιξε τα μάτια του ακριβώς την στιγμή που τον πάταγε με το κόκκινο και γυαλιστερό αυτοκίνητό του ένας ευυπόληπτος και καθώς πρέπει κύριος. Την ώρα της μεγάλης επιστροφής έπεσε σε κόμμα για δύο βδομάδες και έπειτα από αυτό άρχισε να γίνεται όλο και πιο περίεργος. Δεν ξανά οδήγησε ποτέ και κάθε φορά που έβλεπε αυτοκίνητα, μεγάλες και άχρωμες μπάλες έτρεχαν πάνω στο πρόσωπό του και νότιζαν σχεδόν όλη την μπλούζα του, δημιουργώντας απροσδιόριστα σχήματα μακρόστενων σκούρων περιοχών.
Όπως καταλαβαίνεις, αυτό σε μία τόσο μεγάλη πόλη δεν είναι καθόλου εξυπηρετικό, σχεδόν δεν μπορείς να συνεχίσεις την μέρα σου. Ίσως για αυτό άρχισε να παίρνει δραστικά μέτρα. Ξεκίνησε τις σπουδές σαν μηχανολόγος μηχανικός αυτοκινήτων, αφού βέβαια ξαναέδωσε σκατελλήνιες. Όλοι είχαμε ενθουσιαστεί, η πρώτη σκέψη μας ήταν «Τέλεια» και «Βρήκε τον δρόμο του», «Επιτέλους αντιμετωπίζει τις φοβίες του».
Πέρασαν ακριβώς πέντε χρόνια από όταν…για μια στιγμή… Πόσο χρονών είσαι εσύ; … Μάλιστα οχτώ χρονών, ίσα που θα τα θυμάσαι εν λειτουργία.
Τέλος πάντων, άρχισε για εφτά ολόκληρα χρόνια να δουλεύει στο πιο σημαντικό βουλκανιζατέρ της πόλης. Εκεί πήγαιναν καμαρωτά σαν άλογα, ή και σαν πεισματάρικα μουλάρια, που συνεχώς μουγκρίζουν, τα πιο ακριβά αλλά και τα πιο ασήμαντα αυτοκινητάκια της πόλης. Ο φίλος μου τα αναλάμβανε όλα ακόμα και χωρίς πολύ μεγάλο χρηματικό αντίτιμο. Πράγμα μοναδικό, γιατί αυτή η πόλη γίνεται να γυριστεί ολόκληρη μονάχα με αυτοκίνητο. Δεν είναι ότι είναι τόσο μεγάλη, όχι δεν είναι καθόλου αυτό, αντιθέτως είναι κατά την γνώμη μου μια μικρή πόλη, απλά πολύ μακρόστενη και με ασυνήθιστα πολλούς σκύλους. Βέβαια, για τους κατοίκους της, οι σκύλοι είναι πολύ λογικό να υπάρχουν καθώς όλοι ξέρουν για την ημέρα της μεγάλης μεταμόρφωσης. Ακόμα και το ότι είναι τόσο μακρουλή φαίνεται πλέον άκρως φυσιολογικό.
Μέχρι και ο ίδιος ο Δήμαρχος κατέβασε το όριο ηλικίας για κατοχή διπλώματος αυτοκινήτου στα 15, έτσι ώστε τα παιδιά να μεταφέρονται πιο γρήγορα στο σχολείο. Όλοι χαρήκανε πολύ και ξεχάσανε τις υποσχέσεις του για περισσότερα λεωφορεία, οικολογική μετακίνηση, προστασία του περιβάλλοντος και τέτοια σαχλά. Είχαμε λοιπόν όλοι ένα αυτοκίνητο και καμιά φορά και δύο. Μπορούσαμε να μεταφερθούμε οποιαδήποτε στιγμή όσο μακριά θέλαμε. Το ξέρω ότι μπορεί να σου ακούγεται περίεργο αλλά έτσι ήταν.
Ο φίλος μου λοιπόν, ήταν ακούραστος και αγέραστος εργάτης. Δούλευε ασταμάτητα και χωρίς σταματημό για το κοινό καλό ή κάτι τέτοιο. Είχε κάνει την φοβία του κλειδί δύναμης και πλέον είχε αποκτήσει μια πραγματική επικοινωνία με τα αυτοκίνητα. Από τη στιγμή που το κλειδί γύρναγε στη μίζα, ήξερε ακριβώς σε ποιο τεταρτημόριο του αμαξιού υπήρχε ακόμα και μια μικρή βλάβη, που θα έκανε χρόνια να φανεί.
Θυμάμαι την ημερομηνία! Ναι, είμαι σίγουρος, την θυμάμαι καλά, γιατί μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση. Καθόμουν εδώ, στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης και κάπνιζα, απλά κάπνιζα. Ήξερα ότι δεν μου κάνει καλό, αλλά το έκανα, δεν ξέρω γιατί, δεν ξέρω τα πάντα, αλλά ξέρω καλά αυτή την ιστορία και για αυτό την λέω συχνά. Καθόμουν λοιπόν και κάπνιζα , ήμουν μόνος , ολομόναχος για την ακρίβεια ένιωθα να είμαι, γιατί γύρω μου υπήρχε ένα ποτάμι από γυαλιστερά αυτοκίνητα όλων των χρωμάτων, κίτρινα, κόκκινα, πράσινα, αλλά κυρίως γκρι και ξεπλυμένα μαύρα. Δεν κάνει διαφορά, ήμουν ο μόνος πεζός σε όλη την ακτίνα των ματιών μου, ίσως και σε όλη την πόλη, ίσως και σε όλη την χώρα, δεν ξέρω, δεν μπορώ να ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι αυτή η ιστορία. Ήταν 10/11/12, τρομερή ημερομηνία, έτσι δεν είναι; Οι αριθμοί ήρθαν και κάθισαν στη σειρά λες και το ξέραν, λες και ήταν σχεδιασμένο, ίσως και να ήταν, δεν ξέρω. Στεκόμουν στην μέση του κόσμου με καπνούς να παίζουν παιχνιδιάρικα γύρω μου. Ανοιγόκλεινα τα ματιά και συγκεντρωνόμουν στον λευκό ήχο των αυτοκινήτων και της πόλης. Με μούδιαζε αυτός ο ήχος. Κάποια στιγμή πέρασε ένας σκύλος, του έδωσα λίγο νερό, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να είναι η θεία μου και συνέχισα να υπάρχω μόνος.
Τότε ήταν που έγινε, σε μια στιγμή ο καπνός μπαίνει στο αριστερό μου μάτι, που άρχισα να τρίβω και να βρίζω μανιωδώς, καθώς συνέχισα να βλέπω το ποτάμι των αυτοκινήτων να χαμηλώνει σταδιακά την ταχύτητά του. Σκέφτηκα ότι κάπου θα υπάρχει φανάρι και το μπλε φως ζήτησε ευγενικά στους οδηγούς να σταματήσουν, όμως δεν υπήρχε πουθενά τίποτα, ούτε μπλε φως, ούτε φανάρι με τα κλασσικά κίτρινα και μπλε φώτα. Το ένα μάτι μου δεν ήταν αρκετό, ελευθέρωσα και το δεύτερο για να καθαρίσει το τοπίο. Καθώς καθάριζε η θολούρα, κατάλαβα ότι όλα είχαν ησυχάσει. Ο κόσμος δεν κόρναρε και τα αυτοκίνητα δεν έκαναν τον γνωστό τους ήχο, γιατί κανένας δεν τα οδηγούσε, γιατί όλα τα αυτοκίνητα σταμάτησαν να λειτουργούν και πάτησαν φρένο. Και ο ποταμίσιος αυτοκινητόδρομος σταμάτησε σε μια στιγμή του χρόνου, όπως στις card postal από ποταμούς, που φαίνονται τα νερά σταματημένα και ας μην υπήρξαν ποτέ έτσι. Εδώ, όμως, όλα έγιναν για πάντα ή σχεδόν για πάντα μια μεγάλη card postal. Που θα μπορούσε να την δει μονάχα ο θεός, αν φυσικά υπήρχε.
Ο κόσμος δεν αντιστάθηκε στην νέα αλλαγή, σχεδόν την δέχτηκε χωρίς χαρά η λύπη. Ήταν κοινό μυστικό πως όλοι ήταν κουρασμένοι, ο ήχος των αυτοκινήτων είχε κουράσει τους πάντες. Οι μεγάλες αποστάσεις είχαν κουράσει τους πάντες. Το ατέρμονο κυνηγητό με τον χρόνο και την απόσταση είχε ενοχλήσει κάθε έμβιο οργανισμό. Ηρεμήσαμε. Για πολλές στιγμές ο κόσμος δεν μίλαγε, σώπαινε να ευχαριστηθεί την ησυχία. Σώπαινε γιατί δεν ήξερε πώς ακριβώς ακούγεται η φωνή του χωρίς την μεγάλη φασαρία της αυτοκινητούπολης. Όλοι μας ξέραμε ότι δεν θέλουμε πλέον να είμαστε απολύτως ελεύθεροι να μετακινηθούμε αλλά αντιθέτως να σταθούμε και να χαρούμε το δεύτερο της στιγμής. Όλοι μας θέλαμε να μάς δοθεί το χάρισμα και να γίνουμε σκύλοι, και σε έναν κόσμο με σταματημένα αυτοκίνητα οι σκύλοι αναπνέουν καλύτερα.
Οι συνωμοσιολόγοι μίλησαν για ανταρσία των αυτοκινήτων, οι ειδήσεις ανήγγειλαν ανευθυνότητα της δημαρχίας, ο αντιδήμαρχος κατηγόρησε τους επαγγελματίες ομοφυλόφιλους και οι γιαγιάδες έλεγαν για μία μεγάλη καταστροφή που θα έρθει από τον ουρανό. Οι φτωχοί γέλαγαν που οι πλούσιοι έχαναν εργάτες. Οι πιο πλούσιοι έβριζαν τους πάντες, ώστε να καταφέρουν να ξεκολλήσουν από την σταματημένη αυτοκίνητη μηχανή τους. Εγώ βέβαια ήξερα, και ίσως να είναι το μόνο που ήξερα και ακόμα ξέρω. Όλα τα έκανε αυτός ο φίλος μου, δεν μου το είπε αυτός, ούτε και κανένας άλλος. Μόνο τα χαρούμενο κλάμα και τα ευχαριστημένα υγρά μάτια του, όταν με είδε και με αγκάλιασε, με έκανε να καταλάβω ότι γαβ γαβ γαβ γαβ γαβ γαβ γαβ γαβ…