–στα λόγια η Κωνσταντίνα Καλογεροπούλου
Ήταν μια από κείνες τις φορές που σε πιάνει μια ανησυχία, όχι γιατί μπορεί να ξεχνούσες, μα γιατί τα αποτυπώματα του σκηνικού ίσως χανόντουσαν μέσα σε σύννεφα καπνού, από αυτά που βγάζει ο ναργιλές του μερακλή και που βλέποντας τα, πάνε τόσο ψηλά που νομίζεις πως θα φτάσουν στον παράδεισο. Τα αποτυπώματα στην προκειμένη περίπτωση ήταν κακές φωτογραφίες που ο Κώστας έψαχνε μανιωδώς στον υπολογιστή του. Δεν ήταν σίγουρος τελικά τι ακριβώς έψαχνε. Μάλλον ένα ξεχασμένο αίσθημα που ακροβατεί ανάμεσα σε αυτά που έκανε με απόλαυση και στα αυτονόητα του τουρίστα. Μια ενέργεια που υπάρχει ανάμεσα σε έναν περιπλανώμενο τζογαδόρο και έναν ανέκφραστο χρηματιστή. Όταν τελικά τις βρήκε, ανακουφίστηκε τόσο που ήταν έτοιμος να πάει πάλι πίσω. Πίσω σε μια μέρα τόσο γεμάτη, που ένας χορτασμένος από την ζωή άνθρωπος δεν θα άντεχε να ζήσει χωρίς μια φυσική ταραχή.
Σε εκείνο το μέρος αρχικά γνώρισε την Ρετζίνα μια κοινωνική πορσελάνινη παρουσία που γούσταρε έναν από την πατρίδα της και ταξίδευαν μαζί. Ο Κώστας και η Ρετζίνα έγιναν αμέσως προσωρινοί φίλοι που θα έβγαιναν το ίδιο βράδυ για μπίρες στο πράσινο μπαράκι με άλλους δύο. Είχε μαζί και την φωτογραφική του μηχανή. Πίσω στην Ελλάδα, έλεγε πως σπούδαζε αυτή την τέχνη της φωτογραφίας, αρνούμενος την αυτοδίδακτή του φύση. Είχε ταξιδέψει μόνος μα κουβαλούσε τις ρίζες του μέσα του. Αυτό έγινε αμέσως φανερό, μόλις αντίκρυσε εκείνη την αντροπαρέα που τα βλέμματα τους καρφώνονταν σε ένα γνώριμο κενό. Έκανε πως δεν κατάλαβε όμως, μάλλον θα είχε πέσει έξω.
Καθώς οι φτηνές μπύρες πήγαιναν και ερχόντουσαν, αποφάσισε να βγάλει φωτογραφία το ζευγαράκι της Πράγας όπως το είχε ονομάσει, την Ρετζίνα και τον Ιταλό φίλο της. Σήκωσε την κάμερα του, έφτιαξε το κάδρο του και παρατήρησε πως ένα άλλο πρόσωπο είχε εισβάλει ξαφνικά στην εικόνα. Ένας ξανθός, γαλανομάτης νεαρός εκπρόσωπος του έρωτα μιας φίλης του σταθερής από την Ελλάδα, της Γιώτας. Χαμογέλασε και έβγαλε εκείνη την απρόσμενη τριάδα μια προσεκτική φωτογραφία. Ο νεαρός αποχώρησε.
Δεν ήταν μια παρέα με χημεία. Ο Κώστας είχε βαρεθεί και άρχισε να το δείχνει. Ήλπιζε πως κάποιος άλλος θα τον έβγαζε από την δύσκολη θέση και όντως έτσι έγινε. Ένας βαριεστημένος φίλος του ζευγαριού που είχε έρθει μαζί, επίδοξος φαναρτζής, τόνισε πως είχε έρθει η ώρα να φύγουνε. Μια ανακούφιση πλημμύρισε την καρδιά του, νόμισε πως είχε γλιτώσει. Όμως τον περίμενε μια έκπληξη.
«Που ‘σαι ρε Κώστα, πού σαι ρε ψυχή!»
Δεν ήξερε από που ήρθε αυτή η φωνή, του φάνηκε πως έβγαινε από το στόμα ενός απειλητικού όχλου. Ένας όχλος με χαρακτήρα αιφνίδιο και θρασύ. Ήταν ο θόρυβος της αντροπαρέας από το πράσινο μπαρ, που τον περίμενε στην έξοδο μάλλον για να του ταράξει την ηρεμία. Τελικά δεν είχε πέσει έξω. Ήταν όλοι Έλληνες φοιτητές με μόνη τους έγνοια να περάσουν καλά, να ζήσουν την ζωή στα άκρα. Η δουλειά ήταν μιλημένη και με τα πολλά τους ακολούθησε. Όχι γιατί του άρεσε η παρέα τους. Όχι γιατί ήταν συμπατριώτες και μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Ήθελε απλά να σφραγίσει μία του πεποίθηση. Πως ο χρόνος που έκανε τις ίδιες μαλακίες με κείνους είχε πια παρέλθει. Τους ακολούθησε μέχρι την είσοδο του στριπτιζάδικου, μέχρι εκεί. Αποφάσισε να γυρίσει πίσω.
Πριν πέσει για ύπνο άρχισε να σκέφτεται τι ήταν τελικά αυτό που του είχε μείνει. Δεν ήταν οι τότε παρόντες. Ήταν η θέα ενός εκπληκτικού κτηρίου της Πράγας το βράδυ, υπό το φως του φεγγαριού με σύννεφα τριγύρω να παίζουν κρυφτούλι. Κανένας από τους φοιτητές δεν είχε δώσει σημασία σε αυτή την όμορφη εικόνα. Εκείνος όμως είχε σκεφτεί φωναχτά και με ευχαρίστηση, «Αχ, αυτό ρε γαμώτο έπρεπε να το δει η Γιώτα!»
Την άλλη μέρα έπρεπε να φύγει για τον επόμενο σταθμό. Ήταν ένα αγχωτικό πρωινό, όμως πρόλαβε να αποχαιρετίσει την Ρετζίνα δίνοντάς της μια ψεύτικη υπόσχεση. Το αεροπλάνο αναχωρούσε το μεσημέρι, έπρεπε να προλάβει να πάει στην γέφυρα του Καρόλου και στο μουσείο του Κουντέλκα, αλλιώς δεν θα συγχωρούσε τον εαυτό του. Μάζεψε τα πράγματά του με άγχος και βγαίνοντας απ’ τον κοιτώνα άρχισε να περπατάει σχεδόν χωρίς να ξέρει που πηγαίνει.
Έφτασε στην γέφυρα. Άφησε τον σάκο του κάτω και αντίκρυσε την ομορφιά. Υπέροχα μπαρόκ αγάλματα πλαισίωναν πλανόδιους μουσικούς και κόσμος άγνωστος που δεν προλάβαινε να σε κρίνει. «Δεν θέλω τίποτα άλλο στην ζωή μου», σκέφτηκε. «Μόνο να βλέπω την ομορφιά, μου είναι αρκετό». Είχε χαλαρώσει πλήρως. Ένιωθε γεμάτος. Σχεδόν είχε πείσει τον εαυτό του πως δεν χρειάζεται και τόσο τους ανθρώπους. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο κάποιος τον έσπρωξε. Τον έσπρωξε πάνω της. Έκανε να συστηθεί σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά, δεν την είχε αντικρύσει ακόμη κατάματα. Επάνω στην στιγμή που είχε γαληνέψει, ήρθε η στιγμή που για χρόνια θα αναρωτιόταν αν ήταν αλήθεια ή ψευδαίσθηση, απόρροια της ταραγμένης του ψυχής. Κάτι που τελικά, τον κρατούσε από το ανοίξει εκείνο το φάκελο με τις φωτογραφίες στον υπολογιστή του.
-φωτογραφία από Pinterest–