-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
«Γεννήθηκα κανονικά.
Διέρρηξα τη μήτρα,
στριμώχτηκα λίγο στις δίπλες
του αιδοίου
κι αναδύθηκα.
Μου είπαν πως ήμουν όμορφη,
με μεγάλα μάτια,
αν και χωρίς καθόλου μαλλιά.
Μου είπαν πως ήταν Απρίλιος,
πως ο δρόμος από το νοσοκομείο
στο σπίτι
ήταν γεμάτος κήπους με τριαντάφυλλα.
Δεν μου είπαν ότι η μαμά μου
φορούσε γυαλιά μυωπίας
και ήταν λεπτή σαν μίσχος.
Δεν μου είπαν ότι
τα τριαντάφυλλα είχαν αγκάθια
που θα με ξέσκιζαν.»
Η γέννα, ΙΙ
Είναι μια από αυτές τις δύσκολες συνθήκες που πρέπει να γράψεις για ένα βιβλίο – ή για οτιδήποτε άλλο – που δεν σου άρεσε και πολύ. Και πάντα σε μια τέτοια συνθήκη τίθεται το δίλημμα: να εκφράσω τη γνώμη μου για αυτό ή μήπως καλύτερα να μην πω τίποτα, εφόσον αυτό που πρόκειται να πω δεν είναι και το πιο θετικό πράγμα στον κόσμο; Ανάμεσα σε αυτά τα δύο επιλέγω πάντα να πω την άποψή μου, έχοντας στο μυαλό μου το εξής απλό: αν συζητούσα με ένα φίλο, ένα γνωστό και η κουβέντα μας αναπόφευκτα έφτανε στο συγκεκριμένο βιβλίο, δεν θα εξέφραζα αυτό που σκεφτόμουν; Θα το έκανα. Και επειδή στην προκειμένη περίπτωση δεν με ρωτά ευθέως κανείς, αλλά είμαι βέβαιος πως υπάρχουν άνθρωποι που θα αναζητήσουν μια γνώμη, θα πω την δική μου. Στο θέμα μας.
Τα «Ερωτοπαίγνια» είναι ποιητική συλλογή της Αθηνάς Βογιατζόγλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος. Το βιβλίο χωρίζεται σε 7 ενότητες, μια είσοδο και μια έξοδο. Η ποιήτρια καταπιάνεται με το θέμα του έρωτα, αλλά τον έρωτα όχι ως ιδέα ή ιδεατό, αλλά ως προσωπική βίωση, ως προσμονή και ως ανεκπλήρωτο. Με λίγα λόγια, εδώ ο έρωτας αποκαθηλώνεται, πέφτει στα μέτρα μας, έρχεται και χωρά σε μικρές καθημερινές στιγμές ή – το κυριότερο – σε ξαφνικές σκέψεις που τρυπώνουν στο μυαλό μας προτού καν το καταλάβουμε. Βλέπουμε την έκπτωση του έρωτα, αλλά όχι αξιολογικά, δεν μειώνεται, απλά κατεβαίνει από το βάθρο του, γίνεται μια υπόθεση ρουτίνας.
Αυτό σαν στοιχείο της συλλογής είναι πραγματικά όμορφο, όμως αυτό που με ξένισε είναι το γεγονός ότι η θεματολογία δεν μένει εκεί. Τα ποιήματα επεκτείνονται σε αναφορές υπαρξιακές, προσωπογραφικές, οι οποίες αν έμεναν στην αφορμή που δηλώνεται εξαρχής, τον έρωτα, θα δημιουργούσαν ένα πολύ όμορφο αποτέλεσμα. Αντίθετα, παρόλο που μερικά ποιήματα είναι εξαιρετικά (όπως το παραπάνω), έχω την αίσθηση ότι ξεφεύγουν από το θέμα, που ίσως δεν θα έπρεπε να έχει δοθεί τόσο συγκεκριμένα και να έχει προετοιμάσει τον αναγνώστη για κάτι. Παρακολουθούμε, λοιπόν, μια θεματολογία που εκτείνεται από τη μοναξιά, στο παρελθόν, στο θρήνο, στη θέαση του εαυτού.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η ποιήτρια είναι απλή, με συμβολικές αναφορές σε καθημερινά αντικείμενα και σιγανές καταστάσεις. Οι ποιητικές φανφάρες λείπουν, πράγμα που είναι πολύ θετικό, όμως ένιωσα ότι σε μερικά σημεία ο συμβολισμός που χρησιμοποιήθηκε ήταν λίγο άτοπος, με την έννοια ότι δεν περνούσε ξεκάθαρα αυτό που ήθελε, δεν δημιουργούσε μια αποκάλυψη. Ένα άλλο, ωστόσο, θετικό είναι το στιβαρό ύφος της Α.Β, που μέσα από τις λέξεις της φανερώνει μια αυτοπεποίθηση στο λόγο της, μια διεκδίκηση χώρου.
Στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, αν και το εξώφυλλο θεωρώ ότι αντιπροσωπεύει τις προθέσεις της συλλογής για «αποδύοψη», δυστυχώς δεν είναι καθόλου σύμφωνο με τα δικά μου αισθητικά κριτήρια. Με λίγα λόγια το θεωρώ λίγο άνυδρο. Το εσωτερικό του βιβλίου έχει, ωστόσο, πολύ ζεστό στήσιμο, τα κείμενα κερδίζουν το χώρο τους, δεν στριμώχνονται, οι εναλλαγές αφήνουν επίσης τον απαραίτητο χώρο στον αναγνώστη, η γραμματοσειρά είναι καλαίσθητη και ξεκούραστη.
To bottom line: Τα «Ερωτοπαίγνια» έχουν ένα ύφος δυνατό, που έχει κάτι να δηλώσει, αλλά χάνει, νομίζω, πολύ στην επιλογή των κειμένων και σε μερικές συμβολικές αναφορές άτοπες. Το ντύσιμό του είναι λίγο άγαρμπο και φοβάμαι πως είναι μια προσπάθεια που θα μπορούσε να καταφέρει περισσότερα.