Αστυνομικό αλά Μπουκόφσκι | «Pulp» του Τσαρλς Μπουκόφσκι


-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης


Πέρασα από τη Λέσχη. Κοίταξα. Μονάχα κάτι γέροι. Παραλήδες. Μα πώς τα κατάφερναν; Πόσα χρήματα χρειαζόσουν πια; Και τι σήμαιναν όλα αυτά; Όλοι μας πεθαίνουμε φτωχαδάκια, και οι περισσότεροι ζούμε έτσι άλλωστε. Όλο αυτό δεν είναι παρά ένα εξαντλητικό παιχνίδι. Και μόνο το να καταφέρεις να φορέσεις τα παπούτσια σου το πρωί είναι ένας μικρός θρίαμβος.


Είμαι στο βιβλιοπωλείο και χαζεύω ράφια. Το μάτι μου πέφτει σε μια ολόκληρη ομάδα βιβλίων από τον Μπουκόφσκι, οπότε χωρίς καν να το ελέγξω χαζεύω Μπουκόφσκι. Μετά τα ποιήματα, βρίσκομαι στα πεζά και συναντιέμαι με το εξώφυλλο του «Pulp». Κάνω δήθεν ότι διαβάζω λίγο το οπισθόφυλλο, όχι για να με πείσω να το πάρω, αυτό έχει ήδη γίνει, αλλά για να δικαιολογήσω λίγο στον εαυτό μου το χρόνο που πέρασα μέσα στο βιβλιοπωλείο. Φαντάζομαι ήδη την αίσθηση του να μπαίνεις σε μια άλλη εποχή, μέσω μιας ιστορίας-καρικατούρας, με τόσο έντονα ανάγλυφα χαρακτηριστικά που μπορείς σχεδόν να τα ψηλαφίσεις, κι ο Μπουκόφσκι δεν απογοητεύει σε αυτά.

Αν και δεν ορίζεται, μεταφερόμαστε πιθανότατα περίπου στα μέσα του προηγούμενου αιώνα στις ΗΠΑ. Ο Νικ Μπελέιν είναι ένας μεσήλικας ντεντέκτιβ που ισορροπεί ανάμεσα στην απόλυτη δόξα και τον ξεπεσμό. Είναι γεγονός ότι τον αναζητούν για να του αναθέσουν διάφορες αποστολές, όπως είναι γεγονός και το ότι αντί για φαγητό προτιμά σίγουρα το αλκοόλ. Το αμέσως επόμενο που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι οι υποθέσεις που αναλαμβάνει ο Μπελέιν δεν είναι αυτό που θα έλεγε κανείς «νορμάλ» υποθέσεις ντετέκτιβ.

Η Λαίδη Θάνατος, για παράδειγμα, του αναθέτει να εντοπίσει τον κλασικό Γάλλο συγγραφέα Σελίν, ενώ ένας τύπος που εμφανίζεται ξαφνικά στο γραφείο του, τού ζητά να τον βοηθήσει για να ξεφορτωθεί την πανέμορφη εξωγήινο που τον έχει υποδουλώσει. Ο ντετέκτιβ μας, φυσικά, όλα αυτά τα αναλαμβάνει, όπως επίσης και το να ξετρυπώσει το Κόκκινο Σπουργίτι, κάτι που μπορεί να υπάρχει αλλά μπορεί και όχι. Από μηδενικά στοιχεία, με πάρα πολλή βοήθεια από την τύχη αλλά και από τα δεκάδες μπουκάλια που κατεβάζει κάθε μέρα, ο Νικ προχωρά από υπόθεση σε υπόθεση μέχρι που όλα κάπως μπλέκονται μεταξύ τους και με τον ίδιο σε ένα κουβάρι που ούτε αυτός έχει καταλάβει πώς δημιουργήθηκε.

Ο Νικ Μπελέιν μισεί τον κόσμο. Έχει κουραστεί πολύ από τη δουλειά του, έχει κουραστεί από τα καπρίτσια και τις απαιτήσεις του καθενός, θέλει κάπως όλα να τελειώνουν. Έχει την αίσθηση πως βρίσκεται μονίμως ένα βήμα πίσω (παρόλο που προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του για το αντίθετο, και ενίοτε το καταφέρνει), πως βρίσκεται πάντα πίσω από τα χρήματα και τους εθισμούς του. Ο κόσμος που μας αφηγείται φτάνει σε εμάς μόνο μέσα από τα δικά του μάτια, ακούμε ό,τι ακούει εκείνος, βλέπουμε στους άλλους τις προθέσεις που θέλει εκείνος να δει. Ταυτόχρονα, βέβαια, προβάλλει μια ανεμελιά για τη ζωή, μια αδιαφορία, δεν νοιάζεται πώς θα βγει εκεί που θέλει, ή πώς θα βγει η μέρα, απλώνεται στην καρέκλα, καπνίζει το πούρο του και περιμένει. Και η μέρα τελικά κάπως βγαίνει. Όπως μας το λέει καλύτερα ο ίδιος, ζει με έναν «οπτιμιστικό πεσιμισμό».

Η γλώσσα του Μπουκόφσκι κατεβαίνει σαν δροσερό νερό σε ζεστό καλοκαιρινό μεσημέρι. Ωμή, αβίαστη, αργκό, γλώσσα του δρόμου, καμία επιτήδευση. Ο χαρακτήρας μάς αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την απλή καθημερινότητά του, μεταβαίνει από αυτήν σε ένα σουρεαλιστικό περιβάλλον με τέτοια ευκολία όπως το να περνάς το δρόμο. Παράλληλα, χρησιμοποιώντας σαν μικρά σκουντήματα το δεύτερο πρόσωπο, μιλά κατευθείαν στον αναγνώστη λες και βρίσκεται εδώ ακριβώς μπροστά του και μιλούν με δυο ποτήρια στο τραπέζι. Με απλά λόγια, όλο το βιβλίο είναι σαν να σου αφηγείται ο θείος σου μια ιστορία από το παρελθόν του.
Η δε μετάφραση από τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη είναι άρτια. Διατηρεί ανέπαφο το ύφος του Μπουκόφσκι, χρησιμοποιεί τις κατάλληλες λέξεις για να μας βάλει στο πετσί της ιστορίας, φέρνει μια τυπική αμερικάνικη ιστορία στα μέτρα μας και μας καθηλώνει.

Στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, το εξώφυλλο του βιβλίου είναι εξωφρενικά καλό. Από το κόκκινο «ξεβαμμένο» χρώμα έξω, στο πορτοκαλί των εσωφύλλων, μέχρι την πλάγια γραμματοσειρά και το εικαστικό του, το ντύσιμο του βιβλίου αποτυπώνει μοναδικά αυτό το καλτ στοιχείο που είναι στην ουσία και το ζουμί της ιστορίας του Μπουκόφσκι. Η γραμματοσειρά και το μέγεθός της είναι πρόσφορο έδαφος για το μάτι, το χαρτί είναι ιδανικό, ως και τα αυτιά του βιβλίου με τη φωτογραφία και το μικρό βιογραφικό του συγγραφέα συντελούν στην όλη ατμόσφαιρα του βιβλίου. Τέλος, ένα ακόμη μικρό θαύμα είναι το επίμετρο του μεταφραστή (στο τέλος του βιβλίου, κάτι που πάντα εκτιμώ), που αναδεικνύει τη συγγραφική δεινότητα του Μπαμπασάκη, με τον απλό, αβίαστο λόγο, και χτίζει ακόμη περισσότερο τον θρύλο γύρω από το βιβλίο, με όλες τις πληροφορίες και τις ερμηνείες που μάς μεταφέρει.

Το bottom line: Το Pulp από τις εκδόσεις Μεταίχμιο είναι ένα βιβλίο που καταφέρνει απόλυτα και με τρομερή ευκολία τον στόχο του: να αιχμαλωτίσει όλη την ατμόσφαιρα των «φτηνών» αμερικάνικων αστυνομικών μυθιστορημάτων και να αποτελέσει μια κορόνα του λογοτεχνικού αυτού ρεύματος, την ώρα που ο Μπουκόφσκι γονατίζει μπροστά τους ως ένδειξη σεβασμού. Ρηχή πλοκή, εξωγήινοι, αλήτες, αναίτιοι πυροβολισμοί, βρισιές, εκβιασμοί και βία, ανέντιμοι και επιφανειακοί χαρακτήρες, σενάριο που μπάζει από παντού, φτιάχνουν τελικά μια βαθειά ιστορία και ένα βιβλίο που είναι ό,τι πιο καλτ μπορείτε να διαβάσετε. Αν είστε φαν του Ταραντίνο θα το λατρέψετε. Αλλά ό,τι κι αν δηλώνετε, τρέξτε να το πάρετε.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s