-στα λόγια η Γαρυφαλλιά Κ.
Δε μπορώ να κοιμηθώ
Ξανά.
Το μυαλό μου φορτωμένο
με άσχετες εικόνες
άχρηστες πληροφορίες
και το πρόσωπο σου.
Σκέφτομαι συνέχεια
ένα στιγμιότυπο από τα παλιά
το λούτρινό μου, ένα παπαγαλάκι.
Τ’ άφησα πίσω όταν φύγαμε για πάνω
ή μάλλον το πέταξαν οι γονείς μου
πού να λύσει το μυστήριο
το πεντάχρονο κεφάλι μου –
μου έρχονται επανειλημμένα
τα ασήμαντα λόγια κάποιου στην παραλία
για τη γυναίκα του
Της αρέσουν πολύ τα κεράσια
είπε
μα φέτος δε βρήκε καλά πουθενά.
Μετά, πριν και στο μεταξύ
Εσύ
Παρεμβάλλεσαι σε όλους τους ανούσιους ειρμούς μου.
Μου βρίσκεις τον παπαγάλο μου
λίγο πριν φύγω από το άδειο σπίτι
σκουπίζεις τα δάκρυα μου
γιατί σε 22 χρόνια γνωρίζεις πως
με δάκρυα τα μάγουλα μου εσύ γεμίζεις.
Μόνη θα τα στεγνώνω, πάλι.
Τρώμε κεράσια χαζογελώντας
καθώς τα κρεμάμε στα αυτιά μας
καλοκαιρινά σκουλαρίκια
έπειτα φιλιόμαστε με χείλη κόκκινα
ηλιοκαμένα.
Λες πως μού πάει το κόκκινο
και να το δοκιμάσω,
όμως το μόνο κόκκινο που μού πάει
είναι το γεμάτο έξαψη δέρμα μου
σαν κάνεις να μ αγγίξεις.
Τώρα κατάλαβα γιατί ξετρυπώνεις έτσι:
ό,τι σκέφτομαι έχει να κάνει με απολεσθέντα
ή τέλος πάντων με τη μη απόκτηση
των ποθητών
ένα λούτρινο της πλάκας
κάτι παλιοκέρασα
και το γλυκό
στυφό
ονειρεμένο
πρόσωπο σου.
-Φωτογραφία από Pinterest–