-στα λόγια ο SideliK_2 /
στη φωτογραφία o Joakim Möller
Κατέβηκε από το αμάξι υπό την απειλή του όπλου. Τα γουρούνια τον άρπαξαν και τον πέταξαν μπροστά στην Καναδέζα. Τα βαριά τους πράσινα παλτά μυρίζουν ναφθαλίνη κάθε φορά που η μούρη τρώει σφαλιάρες. Το αίμα γυαλίζει στη χιονισμένη αυλή. Κι έπειτα σκοτάδι.
«Θα μιλήσεις ρε;», ρωτάει ο νεότερος των δύο όσο του βγάζουν τη κουκούλα.
«Ονειρεύεσαι;», πετάγεται ο άλλος.
«Εντάξει. Βλέπω δάση, ακρογιαλιές και μονιασμένους τύπους. Και μόνη φλόγα, αυτή που ρίχνει το τσιμέντο!»
«Πάψε!», πετάγεται ο σιωπηλός μπάρμπας που θυμίζει συγχωριανό του, έξω απ’ την πόρτα του οδηγού. «Η αιολική επανάσταση μας έσωσε από την κόλαση. Μη νοσταλγείτε, μη διαδίδεται τη δίψα! Δεν υπάρχει επιστροφή!» Πρόκειται για τον Στρατηγό.
Ο Παύλος σέρνεται υποβασταζόμενος ως το παγκάκι, δίνει τα στοιχεία και τα προσωπικά του αντικείμενα και μπαίνει στο τζιπ για το κέντρο.
Τέτοιες μέρες, η μάλλον όλες τις μέρες, η διαδρομή από τη Σταδίου στην Ομόνοια ως το Σύνταγμα είναι αφόρητη. Οι φωτιές ήταν μόνο η αρχή, το χιόνι κάλυψε τα πάντα. Αλυσίδες στα αυτοκίνητα και στη ψυχή των φοιτητών, των γερόντων, της γενιάς του ΠΑΣΟΚ και κάθε νοσταλγού. Πέρα από τις Ακακίες, τίποτα δεν φαίνεται να αντιστέκεται στο ψύχος. Ένας από αυτούς είναι κι ο Παύλος, που ντυμένος σαν κρεμμύδι δυσκολεύεται να πιάσει το κινητό στην τσέπη του παλτού.
«Έλα ρε… Θα τα πούμε απόψε στο γνωστό σημείο. Σωστά;»
«Θετικό Φανή μου. Θα φέρω και το κείμενο να ρίξεις μια ματιά.»
Φτύνοντας το γάντι απ’ το στόμα του, ανάβει ένα τσιγάρο. Κάθε φορά που σκόπευε να την συναντήσει τον έπιανε ακατάσχετο άγχος. Τόσο που καθυστερεί να εντοπίσει τον ασημένιο σταυρό που του ’πεσε απ΄ την τσέπη νωρίτερα. Κινείται στο υπόγειο πάρκινγκ της οδού Περικλέους. Όλοι τους πρέπει ναι είναι προσεκτικοί, για να μη δώσουν στόχο. Μικροαστικές κινήσεις όπως το να φυλάει κανείς το όχημα του, καμουφλάρουν το όλο νόημα. Κι ας είναι Golf του 85.
Βαρυμπόμπη κι από κει στην Κορομηλιά. Κάπου ανάμεσα στα τόσα καμμένα εκτάρια στέκει η καλύβα: τσιμεντόλιθοι, σανίδια στο πάτωμα και μια τσίγκινη σκεπή. Τριγύρω ψυχή, μονάχα κανένα εκχιονιστικό πότε – πότε. Η Φανή βάζει εμπρός τη γεννήτρια και ανοίγει το λάπτοπ, ψημένη για ένα χορευτικό ζέσταμα. Είναι τόσο παγερές οι αποχρώσεις λίγο πριν τη δύση, που σκαλώνει στο παράθυρο. Στο μπακράουντ, μίνιμαλ ηλεκτρονική ·σιμά κουφάρια δέντρων σ’ ένα τοπίο σα γυάλα παραμυθιού.
Μελαχρινή με ίσιες κοτσίδες, άσπρο – γκρι φόρεμα και μια μοβ σούρα στο χέρι, η Φανή δεν αγχώνεται και τόσο. Αρκεί να παίζει χόρτο και βιβλία του Μάρεϊ Μπούκτσιν.
«Πήγε 8.30, που να είναι; Θα ’χει κολλήσει στην κίνηση», αποκρίνεται και κάνει να σκαλίσει την ξυλόσομπα.
Λίγη ώρα πριν, στον παράδρομο της εθνικής, είχε γίνει η σύλληψη.
Οι μπάτσες συνεχίζονται στο Εβιάν των Ρωμιών. Τα ψηλά τείχη λείπουν για να καλύπτουν τις αλεπουδίσιες κραυγές των άτυχων γυναικών. Ντυμένες στα μαύρα, με ματωμένους καρπούς. Ο νεοφερμένος οδηγείται στην αίθουσα ανακρίσεων της Β’ πτέρυγας. Τον καθίζουν στο καναπέ σφίγγοντας τους ώμους του, δένουν τα χέρια με καραβόσκοινο και περνούν το στεφάνι από παλιούρι στο κεφάλι του. Η μάλλινη στρατιωτική κουβέρτα γεμάτη σκόνη του ’χει μπουκώσει τη μύτη. Εκεί μέσα βρωμάει σα βάλτος απ’ την υγρασία και τα γκρίζα ντουβάρια ξεφλουδίζουν. Τώρα του βγάζουν τα παπούτσια και τυλίγουν με αλυσίδες τα πόδια του. Είναι εξοπλισμένοι, πραγματικοί αστακοί. Ο Στρατηγός πλησιάζει το στερεοφωνικό και χώνει μέσα μια κασέτα.
«Τι με κοιτάς; Ώρα για μάθημα..» Παίζει Misfits, το «Ηelena». Fast forward στο 1ο λεπτό του κομματιού. Τα χαστούκια διαδέχονται το ένα το άλλο όσο απ’ τον προτζέκτορα ο Παύλος αντικρίζει ανθρώπους σκιερούς, ιδρωμένα μεσημέρια, μόλυνση και τοξικό νέφος. Θαρρείς πως το πανί βρώμισε απ’ όσα προβάλλονται. Ο Στρατηγός το απολαμβάνει. Χασκογελάει πίσω απ’ το τσιγκελωτό του μουστάκι, σφίγγοντας περισσότερο το ζωνάρι του. Το θήραμα δεν δείχνει να ανακουφίζεται καθώς οι δαγκάνες επάνω του χαλαρώνουν. Ύστερα του βάζουν στο στόμα ένα προχειροφτιαγμένο τσιγάρο για το υπόλοιπο της διαδρομής.
«Τι γλυκό που μοιάζει το χάος τελικά! Νυστάζω..»
Πράγματι.
Η Φανή δέχεται dm. «Η Δικηγόρος είμαι. Έχουν τον Παύλο. Πάρε με τηλέφωνο όσο πιο σύντομα μπορείς.»
Ένα ρευστό μείγμα υγρών χρωμάτων κυλά με ζόρι στα λούκια του εγκεφάλου της. Το δέρμα της έχει μουσκέψει, όχι ερωτικά, ιδρώτας που γλύφει δύο μάγουλα για τσίμπημα. Μια ψύχρα την αγκαλιάζει. Ξεκλειδώνει την ντουλάπα και ψαχουλεύει φέγγοντας με τον φακό του κινητού.
«Για να ζεσταθώ! Νύχτωσε.» Ύστερα αρπάζει το μπιτόνι και ποτίζει το κρεβάτι, το γραφείο, τη φλοκάτη. «Αύξηση 20% των αποζημιώσεων από φυσικές καταστροφές ανακοίνωσε ο υπουργός οικονομικών», διακόπτει το πρόγραμμα του ο ραδιοφωνικός σταθμός. Χαμογελά. Φεύγει με ένα μελαγχολικό ρυθμό στο βάδισμα και μια μάσκαρα να τρέχει. Πίσω της ολοκαύτωμα. Περπατά στο χιόνι, τρίζει τα δόντια της. «Είμαι γρανάζι δυνατό, ζήτω η τεχνική!»