Η πόλη μας (που δεν μοιάζει του εαυτού της)


–στα λόγια η Αυγή Βαλίνη

Περπατώ και κοιτάζω τον κόσμο μας. Είχα καιρό να τον δω. Με μια μικρή ελπίδα να ‘χει αλλάξει, διερευνώ τα δρομάκια της πόλης. Τα σπίτια έχουν ακόμη συρματοπλέγματα κι είναι συχνό να μην ξέρεις αν κατοικούνται. Η ζωή μας δεν είναι αρκετή για να ‘ναι αυταπόδεικτη στα μάτια των περαστικών που περνούνε από ‘κει… Το σπίτι στην γωνία είναι σχεδόν τρομακτικό. Δεν έχει χρώματα – μόνο τραχείς, φθαρμένους τοίχους. Τα έπιπλα έξω σκονισμένα, σκουριασμένα – οι αράχνες απ’ άκρη σ’ άκρη, χαροποιός απόδειξη πως κάτι εδώ μέσα παραμένει ζωντανό. Προσπαθώ να ξεθάψω απ’ το μυαλό μου μια μνήμη να τα θυμάται αλλιώς. Μα πάντα έτσι τα ‘ξερα. Και τα όμορφα σπιτάκια με τους εορτασμούς και τα πολλά δέντρα ήταν μόνο φαντασίες και παραμύθια παιδικά. Ένα σκισμένο τραπεζομάντηλο με ροζ και λευκά λουλούδια – βλέπω οφθαλμαπάτες τους ανθρώπους να χορεύουν στην αυλή. (Τι τους έπιανε κάποτε και χόρευαν;) Ξέρω ότι είναι οφθαλμαπάτη μα δεν παίρνω τα μάτια μου από ‘κει. Παρατηρώ τα φορέματα και τα χαμόγελα – ακόρεστα, σαν όταν ήμουνα μικρή. Φυσά ο αέρας. Και η οφθαλμαπάτη πλήττεται. Τουλάχιστον έτσι στεγνώνουν τα δάκρυα και δεν χρειάζεται να κρύβομαι…

Καμιά φορά, απορώ που πιστεύω τόσο ολόψυχα τις ιστορίες που έλεγαν οι παλιοί. Που πιστεύω, σαν να το θυμάμαι δηλαδή, ότι κάποτε οι γειτονιές είχανε κόσμο και πως μπορούσανε δυο να μαλώσουν στην μέση του δρόμου κι έπειτα να τα πίνουν μαζί. Που είμαι τόσο σίγουρη ότι κάποτε οι άνθρωποι χαιρετούσαν αλλήλους και εκτιμούσαν την απλή χαρά στην ζωή… Κι όταν χαζεύουμε την πόλη από ψηλά κι εσύ μαγεύεσαι από τα φώτα που τόσο ωραία είναι, εγώ στραβώνω και σου λέω πως δεν μοιάζει του εαυτού της. Κι εσύ δεν καταλαβαίνεις. Πες μου, πες μου εγώ, γιατί καταλαβαίνω; Γιατί βλέπω καθαρά, σαν να μην είναι όνειρο, τους ανθρώπους να την αγαπούνε και να μιλούν αληθινά μαζί; Γιατί βλέπω τα παιδιά σε κάθε στενό να παίζουν και τον κόσμο να μοιράζεται πόνους, χαρές και στίχους – να ζει!; Εγώ γιατί το βλέπω; Και γίνεται άραγε να μην βλέπω πια; Κι αν ναι, θα ήταν ποτέ δυνατό να μην το μετανιώσω; (Άστο αυτό το τελευταίο – ποτέ δεν θα μου το συγχωρούσα…) Απλώς σκέφτομαι κάποτε, πως είναι ανώφελος τόσος πόνος για οράματα (ακόμα και γι’ αναγκαία). Είναι αφόρητο να κρατάς ορθάνοιχτα τα μάτια σε τόσες πραγματικότητες εμπρός σου. Και τι κάνεις μ’ όλην αυτή την αλήθεια;

Έχω συχνά μια χαρά ανακούφισης που ο παππούς μου δεν πρόλαβε αυτή την πόλη – την ίδια πόλη, την ωραία πόλη, την πόλη που δεν μοιάζει του εαυτού της. Τι θλίψη θα τον έπιανε! Κι εγώ πενθώ ένα παρελθόν που δεν έζησα ποτέ και τις μεγάλες πλατείες που δεν αντίκρισα ποτέ, αληθινά γεμάτες. Οι άνθρωποι προχωρούν με το κεφάλι σκυφτό, αλλά σε κρυφοκοιτάζουν επιμελώς πίσω απ’ τη μάσκα. Δεν ξέρουμε γιατί το κάνουμε αυτό ή τι συμβαίνει με τα μάτια και μας τραβάνε πάντα. Μα δεν πολυασχολούμαστε μ’ αυτά, γιατί είναι δύσκολα όντως να τα κατανοήσεις και γιατί φοβόμαστε ό,τι έχει σημασία. Κι εγώ πενθώ τα βλέμματα και των αδελφών τις ρωμαλέες αγκαλιές μέσα στην μέρα. Πενθώ τον καιρό που θα μπορούσα να σου πω πως σ’ αγαπάω, χωρίς να φοβάμαι που ‘ναι υπόσχεση, χωρίς να σε νοιάζει που σε γονατίζει. Πενθώ τις ταπεινές ανθρώπινες βλακείες, τις ειλικρινείς συγγνώμες, τις όλο τσαγανό καινούριες ιστορίες. Πενθώ τα χέρια που δεν σκλήρυναν και τις καρδιές που δεν λεν να μαλακώσουν. Πενθώ την δουλειά, όλην αυτή την δουλειά που δεν έγινε και την ζωή, όλην αυτή τη ζωή που δεν ζήσαμε. Πενθώ που δεν θελήσαμε… 

Ποιος απ’ όλους μας δεν μοιάζει του εαυτού του πιο πολύ; Η πόλη είναι τόσο άρρωστη που δεν πενθεί καν τον εαυτό της κι εγώ δεν ξέρω τι πιο θλιβερό να γράψω. Δικαιολογώ τα παιδιά γιατί δεν την γνώρισαν αλλιώς, δεν ξέρουν τι όμορφη μπορεί να γίνει και δεν έχουν χρόνο για τις δικές μου φαντασίες. Δουλεύουν. Συνέχεια, παράλογα πολύ, σαν πως κατάφεραν μ’ αυτό το ρυθμό να φτιάξουν όντως κάτι. Συχνά δεν έχουν καν επιλογή… (Κι αν έχουν;) Αναρωτιέμαι: Πότε είχε ο άνθρωπος χρόνο περισσότερο απ’ αυτόν που χρειαζόταν; Πότε έκανε κάτι άξιο με άνεση, δίχως κόπο και υπέρβαση ουσιαστική; Εύχομαι κάποτε να μπορέσω να δικαιολογήσω αληθινά τους ανθρώπους και να νιώσω ένα μαζί τους. Είμαι όμως κι εγώ άρρωστη, τόσο άρρωστη που τίποτα απ’ όλα τούτα δεν με νοιάζει. Δικαιολογώ μόνο εμένα! (Κι όμως λέω πως είμαι πολύ σκληρή με τον εαυτό μου). Ψευτονοιάζομαι μόνο για μένα! Και νομίζω πως εγώ, μόνη, μπορώ να βρω την άκρη κι ας την χάνουν όλοι οι άλλοι. Πάσχω από τον ίδιο παραλογισμό, από την ίδια αστεία πίστη πως μπορώ να ζω ενώ η πόλη πεθαίνει, ενώ δεν παλεύω να την χτίσω…

Η πόλη είναι τόσο άρρωστη που δεν πενθεί καν τον εαυτό της κι αλήθεια θα τρελαθώ, μόνο αν το δεχτώ και συνεχίσω να της μοιάζω… Θέλω να επισκευάσω το σπασμένο τραπέζι και να στρώσω το γεμάτο λουλούδια τραπεζομάντιλο. Και δεν με νοιάζει καθόλου αν με πουν δραματική, γιατί θα το πουν στα σίγουρα και γιατί δεν έχω χρόνο να με νοιάξει. Δεν έχω χρόνο να σκοτίζομαι με οδηγίες ευζωίας προερχόμενες από τα πλέον αδιάφορα μέρη. Έχω να μάθω πως δουλεύει το σφυρί και πως τοποθετείς σωστά τις βίδες, πως υπηρετείς τον υπηρέτη και συγχωρείς τον κατάδικο. Πρέπει να μπορώ να ακούω τον ήχο της θάλασσας κι η ευγνωμοσύνη να το κάνει υπεραρκετό, κάθε βράδυ. Χρειάζεται να τους αγαπώ όλους παρ’ όλο που όντως τους γνωρίζω, κάθε πρωί. Θέλω να βάψω τους ξεχασμένους τοίχους και να τους καλέσω όλους μια Κυριακή να φάμε. Κι ελπίζω, έτσι που θα βλέπουν τα φρεσκοβαμμένα χρώματα ν’ αλλοιώνονται στην θερμότητα του ήλιου, να μην φοβούνται κι αυτοί ν’ αφήσουν την καρδιά τους να αλλοιωθεί από την αγάπη, να την νοιάξει… Και ίσως τότε να τραγουδήσουμε λίγο φάλτσα και με συναίσθημα που δεν προϋπολογίσαμε στις ψιλές και να σκεφτούμε πως είναι ωραία όταν είμαστε μαζί. Ίσως τότε ν’ ανακαλύψουμε μια πρωτόγνωρη δύναμη να δουλέψουμε, να ζήσουμε κι ίσως όσοι μας ονειρεύτηκαν έτσι, να μας δουν από κάπου και να χαμογελάσουν. Ίσως η πόλη να μπορεί ακόμα να μην κατοικείται από οφθαλμαπάτες που συντροφεύουν την μοναξιά μας κι εμείς να μπορούμε να πούμε πως «σε κοίταζα πίσω από τη μάσκα». Ίσως να πρέπει να ασχοληθώ με το σπίτι μου, να το βάψω και να το φτιάξω κι όσο οι άλλοι δεν έχουν έτοιμο δικό τους, να τους φωνάξω να μένουμε μαζί. Ίσως αρκεί να κάνω απλώς όσα μπορώ. Ίσως έτσι φτιαχτεί κι η πόλη. Ίσως έτσι, κάτι που χάθηκε, βρεθεί… Ίσως το σπίτι μου να μην είναι μόνο δικό μου κι η πόλη να μπορεί ακόμα να μοιάσει στον εαυτό της…

Διευκρίνιση:Ξέρω τι θα πουν πολλοί. Ότι τόση αισιοδοξία δεν ταιριάζει σε ρεαλιστές ή συγγραφείς. Το βρίσκω σημαντικό να απαντήσω: Δεν ξέρω τι ταιριάζει στους μεν, τι στους δε κι αν ανήκω κάπου ανάμεσά τους. Δεν ξέρω αν ό,τι λέω έχει νόημα ή αν είμαι απλώς τρελή. Το μόνο που ξέρω είναι πως πρέπει να τακτοποιήσω αυτό το άθλιο σπίτι της γωνίας που μ’ έκανε να γράψω τόσο πολύ. Δεν ξέρω ποιος είναι ο λογικός τρόπος να βλέπω τα πράγματα. Ξέρω μόνο πως πρέπει επιτέλους να διορθώσω αυτό το σπίτι, για να πάψει να μου καίει την ψυχή…


Κάποιες σημειώσεις

Το σπίτι της γωνίας, μου θυμίζει εμένα.
Η πόλη, όλους μας μαζί.
Όταν μιλάω για δουλειά, μιλάω σε απτή κυριολεξία.
Όταν λέω να χτίσω, εννοώ πρώτα να αγαπήσω…

Το σπίτι άλλες φορές μού θυμίζει την ψυχή.
Η πόλη την ζωή.
Η δουλειά για να ‘ναι αληθινή, θέλει αποτέλεσμα σε διάσταση χρηστή.
Το να αγαπήσω είναι ίσως το δυσκολότερο να δομηθεί.

Άλλοτε το σπίτι μού θυμίζει αυτά που χάσαμε.
Η πόλη πως δεν υπάρχει κενό – τρέχει να καλύψει την απώλεια το κακό.
Συνεχίζω να μιλώ κυριολεκτικά για την δουλειά. Πρέπει να γίνει κάτι.
Η αγάπη χτίζει κάστρο όταν θέλεις μια σκεπή…

(Φοβάμαι πως καταλαβαίνω γιατί σε τόση πόλη, δεν έχουμε που να μείνουμε).

–φωτογραφίες από Pinterest

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s