–στα λόγια ο Κωνσταντίνος Καλλονιάτης
Μισό απόγευμα στάθηκα
να γέρνω στο περβάζι σου αγχωμένα:
μια ήταν η έννοια μου
Μήπως μπορέσω και ανασύρω
απ’ τις αχνές αχτίδες
που σύννεφα βαριά τις πνίγουν
λίγο φως
Λίγο φως
που αναζωογονητικά θα δέσει
με αλυσίδες υποτιθέμενης ευτυχίας
–βαριές όμως, ατσάλινες–
την πεποίθηση μου ότι είσαι ακόμη εδώ :
πιστός φρουρός και καθοδηγητής
της μοίρας που φτερούγισε
από πάνω μας εφήμερα.
Της ζωής που αδιάκριτα
επέλεξε για εμάς αυτό το τέλος
και των ονείρων μου
που εν τέλει αξεδίψαστα θα μείνουν
από λίγο ουρανό και θάλασσα δική σου.
–φωτογραφία από Pinterest–