-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης
Βιογραφία
Ο Ρόμπερτ Άλεν Ζίμερμαν, όπως ήταν το αρχικό του όνομα, γεννήθηκε στις 24 Μαΐου του 1941, στο Ντουλούθ της Μινεσότα. Μεγαλώνει και γαλουχείται με τα ακούσματα του Έλβις Πρίσλεϊ, του Χανκ Γουίλιαμς και του Λιτλ Ρίτσαρντ, και ξεκινά να παίζει φυσαρμόνικα σε μικρή ηλικία, ενώ στα 14 αγοράζει την πρώτη του κιθάρα. Όπως αφηγείται ο ίδιος, το Ντουλούθ ήταν μια απλή, μικρή, επαρχιακή πόλη των ΗΠΑ, όπου δεν συνέβαιναν και πάρα πολλά. Ως έφηβος συμμετέχει σε μικρά μουσικά σχήματα, με τα οποία δοκιμάζεται πάνω στη ροκ εν ρολ και την κάντρι χωρίς κάποια ιδιαίτερη εξέλιξη.
Το 1959 ξεκινά να σπουδάζει στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα στη Μινεάπολη, όπου έρχεται σε επαφή με το έργο του μουσικού της φολκ Γούντι Γκάθρι, από το οποίο μαγεύεται. Παρατάει αμέσως τις σπουδές του και αναχωρεί για την Νέα Υόρκη, με σκοπό να συναντήσει το ίνδαλμά του και να βιώσει από κοντά τον παλμό της τέχνης και της μουσικής της δεκαετίας του ’60, που βράζει στην πόλη.

Από το 1960 υιοθετεί το νέο του όνομα, Μπομπ Ντίλαν (δεν θα γίνει ωστόσο επίσημο πριν τον Αύγουστο του 1962), κατά τα λεγόμενα προς τιμήν του ποιητή Ντίλαν Τόμας, τον οποίο ο νεαρός Μπομπ λάτρευε. Δύο χρόνια μέσα στην καρδιά της Νέας Υόρκης είναι αρκετά για να τον φέρουν στον πρώτο του δίσκο και σιγά σιγά στην επιτυχία.
Το 1965 παντρεύεται την Σάρα Λόουντς, με την οποία θα αποκτήσουν και 4 παιδιά, και ένα χρόνο αργότερα μετακομίζουν σε μια εξοχική κατοικία στα περίχωρα της πόλης, κοντά στο Γούντστοκ. Στις 29 Ιουλίου εκείνου του χρόνου καβαλάει τη μηχανή του και παθαίνει σοβαρό ατύχημα, σπάζοντας κόκκαλα, λαιμό και τραυματίζοντας αρκετά το πρόσωπό του. Για ενάμιση χρόνο αποσύρεται τελείως και αναρρώνει, έχοντας κοντά του μόνο την οικογένειά του και στενούς φίλους.

Το 1968 επιστρέφει στην ενεργό δράση αλλά αποφεύγει να παρασυρθεί από το ρεύμα της εποχής που περιλαμβάνει ψυχεδελικά ναρκωτικά και πρωτοποριακές μουσικές αναζητήσεις. Το 1977 παίρνει διαζύγιο με τη Σάρα και δύο χρόνια μετά στρέφεται με πάθος προς τον Χριστιανισμό, απόφαση που εκπλήσσει τους θαυμαστές του κι όσους τον γνωρίζουν.
Έκτοτε παραμένει ο αιώνιος έφηβος, όπως μας πρωτοσυστήθηκε, κυκλοφορώντας αδιάκοπα νέους δίσκους, βιβλία, έργα τέχνης, συμμετέχοντας σε ταινίες, επιδρώντας στην εποχή του.
Τα πρώτα βήματα
Ο Ντίλαν φτάνει στη Νέα Υόρκη ακριβώς τη στιγμή που πρέπει: τον Ιανουάριο του 1961, εποχή που αναδεικνύονται τα ρεύματα που θα διαμορφώσουν αργότερα μια ολόκληρη γενιά. Η πόλη τον υποδέχεται με ένα ανεξάντλητο κρύο, χιόνι έχει πλακώσει όλους τους δρόμους και το Μεγάλο Μήλο μοιάζει υπερβολικά αφιλόξενο. Ο Μπομπ είναι, όμως, ιδιαίτερα πεισματάρης και δεν έχει σκοπό να τα παρατήσει.
Χάνεται μέσα στους δρόμους της Νέας Υόρκης και σιγά σιγά γνωρίζει κόσμο και δημιουργεί γύρω του ένα κύκλο ανθρώπων που θα τον συντροφεύσουν και θα τον διαμορφώσουν. Περνούν τις νύχτες τους παίζοντας σε μικρά σκοτεινά μπαρ, σε φτηνά μαγαζιά, χωρίς να πληρώνονται, πολλές φορές παίζοντας αμέσως από το ένα μαγαζί στο άλλο. Όταν δεν έκαναν αυτό, μαζεύονται τα βράδια σε μικρά διαμερίσματα, διαβάζουν ποίηση μέχρι το πρωί, καταβροχθίζουν δίσκους παλιότερων θρύλων ή νέων δημιουργών και γράφουν ασταμάτητα. Ο Μπομπ έρχεται έτσι σε επαφή με προσωπικότητες όπως ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ, γοητεύεται από το Μπητ κίνημα στη λογοτεχνία και ξεδιπλώνει σταδιακά την αγάπη του για τη φολκ.

Η εκρηκτική του προσωπικότητα αναδεικνύεται σύντομα και μια μικρή ομάδα ανθρώπων ξεκινά να τον ακολουθεί και να του παρέχει τροφή και στέγη. Μέσα σε τέσσερις μήνες προσλαμβάνεται να παίξει φυσαρμόνικα στις εμφανίσεις του Χάρι Μπελαφόντε, ενώ καθοριστική στέκεται μια κριτική που γράφτηκε για κάποια εμφάνισή του από τον δημοσιογράφο Ρόμπερτ Σέλτον στους N. Y. Times. Μετά από αυτή, ο Τζον Χάμοντ από την Columbia εντοπίζει τον Ντίλαν και τον προσκαλεί να δημιουργήσει τον πρώτο του δίσκο.


Ο πρώτος εκείνος δίσκος με το όνομά του κυκλοφορεί το 1962 και γίνεται δεκτός με μικτές κριτικές. Τον επόμενο όμως χρόνο, ο δεύτερος δίσκος του εκλαμβάνεται από τους νέους, τους ανθρώπους της γενιάς του, ως εγερτήριο σάλπισμα. Τραγούδια όπως το Blowin’ in the wind μεταφέρονται από στόμα σε στόμα, τραγουδιούνται από χιλιάδες ανθρώπους και καθιερώνουν τον Ντίλαν ως «επαναστάτη με αιτία». Την ίδια περίοδο, παρέα με την Τζόαν Μπαέζ, λαμβάνει μέρος στο φολκ φεστιβάλ του Νιούπορτ όπου αναδεικνύεται σαν «βασιλιάς» της φολκ. Η διασκευή του Blowin’ in the wind από το ποπ φολκ τρίο Peter, Paul and Mary, κατακτά τα charts και αναδεικνύει ακόμη περισσότερο τον δημιουργό Μπομπ Ντίλαν, ο οποίος πλέον είναι ένας σταρ κι ένας «τραγουδιστής-διαδηλωτής», χαρακτηρισμό που, ωστόσο, ο ίδιος ποτέ δεν δέχτηκε.

Αναγνώριση και κληρονομιά
Μιμητές του Ντίλαν αρχίζουν να ξεπηδούν σε καπηλειά, καφετέριες, σε δίσκους. Ο ίδιος στον επόμενο δίσκο του μεταστρέφεται σε έναν στίχο περισσότερο προσωπικό κι όχι τόσο «διαδηλωτικό». Ταυτόχρονα εντάσσει στη σύνθεσή του ηλεκτρικά στοιχεία, γεγονός που αποτελεί μια προδοσία για τη φολκ μουσική. Το κοινό του, ωστόσο, ανοίγει και επεκτείνεται συνεχώς, πράγμα που υποστηρίζεται ακόμη περισσότερο από τις συνεχείς διασκευές των κομματιών του από ροκ μπάντες, που σκαρφαλώνουν στα charts και γίνονται ευρέως γνωστές. Ο Ντίλαν γίνεται έτσι, μετά από βασιλιάς της φολκ, κι ένα ροκ είδωλο, ένας πρωτοστάτης του ροκ ρεύματος. Οι σκληροπυρηνικοί θαυμαστές του, όμως, δεν μπορούσαν να το δεχτούν τόσο εύκολα. Όταν σε μια συναυλία το 1966 ξεκίνησε να παίζει το Like a Rolling Stone (με ήχο από ηλεκτρική κιθάρα στις πρώτες νότες) με τη μπάντα που είχε μαζί του, τα γιουχαρίσματα και οι φωνές αποδοκιμασίας πλημμύρισαν τον χώρο. Ο Ντίλαν πάντως, πεισματάρης στο έργο του όπως και στη ζωή του, είπε στη μπάντα του να παίξει όσο πιο δυνατά μπορούσε και δεν σταμάτησε να πειραματίζεται με τα στοιχεία της μουσικής που τον γοήτευαν.
Συνέχισε να κυκλοφορεί δίσκους και να δημιουργεί μερικά από τα καλύτερα δείγματα του έργου του, περιόδευσε σε πολλά μέρη της Αμερικής και της Ευρώπης παίζοντας ασταμάτητα, μέχρι το βαρύ ατύχημα του 1966 που διέκοψε την πορεία του. Τα δύο χρόνια που αποσύρεται, ωστόσο, δεν σταματά να δημιουργεί μουσική, φιλμ, πειραματικές ηχογραφήσεις.
Τα επόμενα χρόνια, ριζικά αλλαγμένος και υιοθετώντας μια στάση που θα διατηρήσει για το υπόλοιπο της ζωής του, αφιερώνεται για λίγο μέσω της μουσικής του στο χριστιανισμό και εξακολουθεί να κυκλοφορεί δίσκους, να συμμετέχει σε ταινίες και ντοκιμαντέρ, να γράφει. Ο κόσμος δεν έχει χάσει το ενδιαφέρον του για εκείνον και, παρόλο που συχνά κακολογείται πως «η μούσα του τον έχει εγκαταλείψει», εκείνος κάθε τόσο επιστρέφει αποδεικνύοντας πως είναι ένας ανεξάντλητος ζωντανός θρύλος.

Οι διακρίσεις που έχει λάβει είναι απλά το επιστέγασμα της αναγνώρισής του και της δημοφιλίας του: βραβείο Γκράμι, Rock and Roll Hall of Fame, ένας από τους 100 επιδραστικότερους Αμερικανούς του 20ου αιώνα από το Life και, φυσικά, το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2016.
Ωστόσο αυτό που μένει στην τελική από την ιστορία του Ντίλαν δεν είναι οι διακρίσεις ή τα βραβεία· είναι η αφήγηση της ίδιας του της πορείας, ο δρόμος που ακολούθησε και που τον οδήγησε στο να γίνει από ένα μικρό παιδί μιας μικρής αμερικανικής πόλης σε έναν παγκόσμιο θρύλο της μουσικής. Είναι οι στίχοι του που κατάφεραν και ενσάρκωσαν μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων, οι επιρροές του πάνω στη μουσική, τα νοήματα του μυαλού του που προσπάθησε να μας αποκαλύψει. Αυτό που στο τέλος μένει, είναι οι νύχτες στην κρύα Νέα Υόρκη, οι νύχτες σε διαμερίσματα μικρά, οι νύχτες γεμάτες ποίηση και οράματα, όνειρα που μερικά παιδιά είχαν την καύλα να πραγματοποιήσουν και το έκαναν.

*Προτεινόμενο άλμπουμ: Desire
*Προτεινόμενη ταινία: Rolling Thunder Revue: A Bob Dylan Story by Martin Scorsese

Πηγές: No Direction Home: Bob Dylan | Britannica
Φωτογραφίες από Pinterest