«Το Γιώτα», ιστορίες για outsiders του Δημήτρη Χριστοφορίδη


-λόγια και ερωτήσεις από την Ισμήνη Κατσάβαρου

Τρίτη μεσημέρι, μετά από ένα πολύωρο μάθημα στη σχολή, με το ζόρι έχεις το κουράγιο να πείσεις τα πόδια να φτάσουν μέχρι το μετρό και να τα αφήσεις επιτέλους να απενεργοποιηθούν για 20 λεπτά. Προτού βέβαια μπεις στο δεύτερο λεωφορείο, για να φτάσεις επιτέλους στους τοίχους του σπιτιού, που φωνάζουν ξεκούραση. Εκεί, ανάμεσα σε αυτό το περίεργο συναίσθημα που απλά θες να βυθιστείς στη θέση του μετρό και να πέσεις σε χειμερία νάρκη, ένα πέταγμα του βλεφάρου θέλει απεγνωσμένα να γευτεί κάτι –λες και γουργουρίζει το στομάχι του και εσύ είσαι υπεύθυνο γι’αυτό–,να αποσπαστεί σε κάτι ανάλαφρο που θα του κρατήσει συντροφιά μέχρι το τέλος διαδρομής. Βγάζω το βιβλίο από την τσάντα και αρχίζω να το ψηλαφίζω· χωρίς πολλά πολλά βρίσκομαι στο οπισθόφυλλο μπας και καταλάβω τι παίζει. Εκεί έρχομαι αντιμέτωπη με μια μικρή γεύση σε σχέση με αυτό που θα ακολουθήσει.

Το βιβλίο βρίσκεται σε αποχρώσεις άσπρου, μαύρου και πορτοκαλί μαζί με μια ανθρώπινη μορφή στην οποία απουσιάζουν εντελώς οι εκφραστικοί παράγοντες και τα μέσα για να τους δημιουργήσουν. Η στάση του σώματος είναι σε ακινησία, αλλά οι μύες σε κίνηση, καθώς ένα γιγαντιαίο «Ι» έχει πέσει καταπάνω του, σαν κεραμίδα πάνω από το κεφάλι. Η προσπάθεια να μη το πλακώσει φαίνεται να υπερβαίνει την αντοχή του σώματος και η επιθυμία να σταθεί σε ίσια και ανάλαφρη θέση καταρρίπτεται στιγμιαία. Έχει διπλωθεί στα δύο, χωρίς καμία ένδειξη πόνου να σηματοδοτείται παρά μόνο στο σώμα.  Το ίδιο προσωποποιεί τη ψυχική ανθεκτικότητα με πορτοκαλί χρώμα και έχει την ευκαιρία να αποστασιοποιηθεί από τη αέναη λούπα μαύρο/άσπρο, μισοάδειο/μισογεμάτο. Ντάξει, μιλάμε για ένα εξώφυλλο αφαιρετικό χωρίς υπερβολές και φανφάρες ούτε χρωματικά, αλλά ούτε και σχεδιαστικά· ίσως αυτό να υποδηλώνει και τις ιστορίες που κρύβονται μέσα του. Τρεις χρωματικές επιλογές, ίσως και τρεις ψυχολογικοί παράγοντες που παίζουν παιχνίδι μέσα στο κεφάλι του ήρωα.

Το βιβλίο «Το Γιώτα» του Δημήτρη Χριστοφορίδη, από τις εκδόσεις Memento, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με μια φράση «έχω λίγη ζωή στο άγχος μου» και αυτό γιατί από τις πρώτες σελίδες ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη νόσο που μπορεί να προκληθεί από την ψυχή. Μιλάει ανοιχτά για τις αγχώδεις διαταραχές, την κατάθλιψη, τις φοβίες, την απώλεια, την πίστη, τα όνειρα και τις συγκρούσεις της ενηλικίωσης, τις σχέσεις με τους γονείς, τους δύσκολους νεανικούς έρωτες, τις ματαιώσεις και τις δικαιώσεις μπροστά στον αχανή δρόμο του αυτοπροσδιορισμού.

Συγκεκριμένα, η αφορμή για να ξεδιπλωθούν όλες αυτές οι συναισθηματικές εκρήξεις είναι μια κλήση για στράτευση. Ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος ήδη από τις πρώτες σελίδες με τις κρίσεις πανικού, μέσα σε ένα άοσμο, ψυχρό δωμάτιο ενός στρατιωτικού ψυχιάτρου. Οι απροσδιόριστες ακούσιες επαναληπτικές σκέψεις εισχωρούν μέσα, χωρίς την υπόσχεση ότι θα τον εγκαταλείψουν. Το άγχος, οι ανασφάλειες, η απουσία ενδιαφέροντος, βαπτίζεται με τα ‘‘κοσμητικά επίθετα’’ «προβληματικός», «ελαττωματικός», «ανίκανος»  να ζήσει με επιτυχία στα πρότυπα που η κοινωνία θέτει για αυτόν. Ταμπού, στερεοτυπικές αντιλήψεις, λογική έναντι συναισθήματος, σταθερότητα έναντι τρωτότητας, δίνουν και παίρνουν σχεδόν σε όλες τις σελίδες σα μια εσωτερική πάλη σε αυτό που η κοινωνία θέτει σωστό και σε αυτό που ο ήρωας νιώθει σωστό. Αδυναμία, ανεπάρκεια, ευαισθησία, τρεις ετυμηγορίες που τον αποκλείουν από την εποχή. Αλλεπάλληλες ιατρικές διαγνώσεις τον προσδιορίζουν με περίεργα και μακροσκελή ονόματα, σα μια επεξεργασία δεδομένων που διαφέρει, επειδή μένει σταθερή στο στάδιο «φόρτωσης αρχείου» και δε προχωρά στο στάδιο «η λήψη του αρχείου ολοκληρώθηκε με επιτυχία», αλλά συγκαταλέγεται μαζί με άλλους «η φόρτωση του αρχείου απέτυχε. Προσπαθήστε ξανά».

Μπροστά σε όλα αυτά, ο ήρωας μέσα από τις καθημερινές ιστορίες σε αθηναϊκά μπαράκια, συζητήσεις με τη μητέρα του, αποτυχημένα φλερτ, ανεξήγητα κομμάτια του εαυτού, καταφέρνει να τα συνδυάσει τόσο εύστοχα με πηγαίο χιούμορ, χωρίς να βαραίνει το βιβλίο. Θέτει με ένα θεραπευτικό τρόπο, σημαντικά ζητήματα κάτω από τον μανδύα του χιούμορ, χωρίς να βαθαίνει τη πληγή, αλλά να την επουλώνει αυτοσαρκάζοντάς την.

Ο λόγος είναι φοβερά συνειρμικός, απλός, καθημερινός, χωρίς φλυαρίες και υπερβολές, αλλά διακατέχεται με στοιχεία έντονης προφορικότητας. Γράφει με έναν τόσο αφηρημένο τρόπο που δε προλαβαίνεις να καταλάβεις από πού ξεκίνησε, πού κατέληξε και πώς το έκανε αυτό. Μέσα από αυτή τη χαώδη οπτική, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να σε συνεπάρει σα τρενάκι του λούνα παρκ. Εν ολίγοις, ένα τρυφερό βιβλίο από μικρές κατανοητές ιστορίες –λες και διαβάζεις το ημερολόγιου κάποιου– που σε συγκινούν, άλλες φορές σε ταυτίζουν, σε προβληματίζουν (προβληματισμός και Χριστοφορίδης πάνε μαζί), αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι σε πεθαίνουν στο γέλιο, παρά το ότι είσαι μάρτυρας μια επίπονης νόσου. Το βιβλίο θέτει βαριά γεγονότα, με το πιο ανάλαφρο τρόπο, ντύνει την απώλεια με χιούμορ, τη μεταφράζει με αγάπη και την τραγουδά μέχρι να τη θεραπεύσει.

Συζήτηση  με τον Δημήτρη Χριστοφορίδη


Ποια ανάγκη σάς ώθησε να γράψετε βιβλίο;

Γεια σας!

Την είχα στο μυαλό μου αυτή την ιστορία εδώ και πολλά χρόνια και πάντα έψαχνα μια πλατφόρμα για να την εκφράσω. Τι είναι αυτή η ιστορία, σκεφτόμουν, είναι σενάριο ταινίας; Μυθιστόρημα; Θεατρικό; Δεν μπορούσα να αποφασίσω. Όταν μου ζητήθηκε από τις εκδόσεις Memento να γράψω κάτι, ήταν σχεδόν ανακουφιστικό που κάποιος άλλος αποφάσισε για μένα. Ήταν ένα μυθιστόρημα και χαίρομαι αν βγήκε καλό.


Πώς νιώσατε όταν ολοκληρώθηκε το βιβλίο και οι αναγνώστες άρχισαν να μιλούν γι’ αυτό; Υπάρχει κάποιο σχόλιο που να σας άγγιξε παραπάνω;

Είναι ωραίο πράγμα να βλέπεις μια κοπιώδη προσπάθεια να ανταμείβεται. Είναι πολύ δύσκολο να γράψεις μια ιστορία και χαίρομαι που στο κοινό μέχρι στιγμής φαίνεται να αρέσει. Καλά πράγματα μου στέλνουν. Τους ευχαριστώ όλους όσοι μπήκανε στον κόπο. 


Το βιβλίο θα λέγαμε πως υπερκαλύπτεται στα περισσότερα σημεία με χιούμορ. Θεωρείτε ότι σε δύσκολες φάσεις το χιούμορ είναι ένας καταλυτικός παράγοντας;

Κανείς δεν ξέρει από πού πηγάζει το χιούμορ και η αίσθησή του και άρα δεν ξέρουμε τι πραγματικά καλύπτει και ίσως και τι αποκαλύπτει. Γενικά όμως, σαν μια κοινωνική έκφραση, το χιούμορ βοηθάει στο να μην μας φαίνεται η ζωή αφόρητη.


Στις μέρες μας υπάρχει πολύ έντονα το ταμπού του στίγματος της ψυχικής υγείας. Τελικά γιατί πιστεύετε ότι δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε για κάτι τέτοιο;

Στην Ελληνική κοινωνία γενικά υπάρχει μια αντίληψη πως πρέπει να φαινόμαστε «κανονικοί». Είναι τόσο κλειστή κοινωνία η Ελληνική, που οι γάμοι μεταξύ Ελλήνων θα έπρεπε να θεωρούνται αιμομιξίες. Λογικό, λοιπόν, όταν κάτι βγαίνει από τη νόρμα της κανονικότητας να κουβαλάει το στίγμα «τι θα πει ο κόσμος;». Όλοι με αυτό δεν μεγαλώσαμε; 


Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει ο στίχος από το ομώνυμο κομμάτι  «Ένα κλεμμένο ποδήλατο»:  «Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο και θα ‘ναι πιο όμορφα κι από ένα όνειρο». Γιατί διαλέξατε να κλείσετε με το συγκεκριμένο στίχο;

Πραγματικά δεν ξέρω.


Κάθε Σάββατο ο Δημήτρης Χριστοφορίδης θα βρίσκεται στο Λοσάτζελε με την καινούργια του παράσταση «Χαμένη γενιά» και 6 και 7 Απριλίου στα Ιωάννινα (Θυμωμένο πορτραίτο) και Κέρκυρα (Πολύτεχνο).

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s