-στα λόγια ο Παντελής Αδαμίδης
Εγώ με τον Γιάννη δώσαμε όρκο. Θα συναντηθούμε –το ζήτημα θα ξεκαθαρίσει. Αύριο στις οχτώ.
Πλακωθήκαμε πρώτη φορά την περασμένη Τετάρτη. Βρίζαμε τις μάνες μας για κάνα μισάωρο και μετά ξέφυγε –αρπαχτήκαμε. Ξύλο αληθινό, κατεβαίναμε ο ένας στον άλλο μπουνιές αβέρτα· και να σου μια στιγμή, του σπάω τη μύτη. Τότε αποκτηνώθηκε, μου ρίχνει μια γυριστή στο στομάχι. Δε μπορούσα ν΄ αναπνεύσω. «Μουνί Σουλτανίδη, θα το τελειώσουμε αντρίκια, θα το κανονίσουμε –τίποτα δεν τελείωσε εδώ».
Και τελικά βρεθήκαμε· στις οχτώ ακριβώς. Δώσαμε χαιρετισμό. Μαφία σκέτη. Κι αρχίσαμε, στη ψύχρα. Έχασα, μην σας τα πολυλογώ –εγώ του ζήτησα να σταματήσει. Πού πήγαινα ο κακομοίρης; 62 κιλά και με το ζόρι ένα εβδομήντα –αυτός βαρύτερος, αρκετά ψηλότερος, με δυο χερούκλες σαν χοντρά δοκάρια. Βρύση η μύτη κι ένα σπασμένο πλευρό. Πώς δεν μέτρησα και δόντια.
Θα σας πω όμως κάτι. Δεν μάσαγα –μα την αλήθεια. Φίλησα κώλους έκτοτε –κρατώντας ανά χείρας πτυχία και δικαιολογητικά. Με τα σεις και με τα σας, κολακείες, υποκρισία –φθήνια πραγματική. Μ’ ανθρώπους –ούτε για φτύσιμο. Τις βαθύτερες μπηχτές τις έφαγα σαν νόμιζα πως ήμουν κάποιος.
Τότε όμως, που πλακωνόμαστε με το Γιάννη… Χαιρετηθήκαμε πριν το καλοκαίρι, ‘κείνη τη χρονιά –π’ αρχίζαμε τα φροντιστήρια. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Με σεβασμό γείραμε λίγο το κεφάλι κι αυτός μου ‘κλεισε το μάτι –δεν είπαμε λέξη. Σαν δυο γκαούτσο, δυο παλιοί μονομάχοι – μπεσαλίδες, ντόμπροι, ίσως… Ναι, έτσι θέλω να το θυμάμαι…
-φωτογραφία από τον Hollis Brown Thornton–