Μαυσωλεία θαμπών αναμνήσεων


-στα λόγια η Νικολέτα Κριαρά – Λάμπρου

«Απουσία και θάνατος είναι το ίδιο,
μόνο που στο θάνατο δεν υπάρχει πόνος.»
Θεόδωρος Ρούζβελτ

Λείπω
Λείπεις
Λύπη

Οικόσιτο ρήμα.
Το είχε δέσει η μάνα
μ’ ένα λουρί από το πόδι μου
για να μου κάνει συντροφιά όταν εκείνη
λύπη.
Ξέρω καλά τους χρόνους του και τις συνήθειές του.
Καμιά φορά,
στο τρίτο πρόσωπο βγάζει τη μάσκα
και απλώνεται
με ήττα.
(Εκτός κι αν κάτι
δεν έμαθα καλά.
Από παιδί.)

Ανατροφή, Αντιγόνη Βουτσινά


Η απουσία ένα αόρατο θεριό. Τρώει από σένα μέχρι που γίνεται ένα με ‘σένα. Τρώει από ‘σένα μέχρι που γίνεται εσύ. Γαντζώνεται πάνω σου, γεμίζει σημάδια το κορμί σου. Σε περικυκλώνει, σε εγκλωβίζει, σε εξουσιάζει. Εσύ με εσένα, εσύ χωρίς εσένα.

Κλείνεις τα μάτια και είναι ακόμα εκεί.

Η πιο ισχυρή παρουσία, η απουσία. Άλλοτε μικρή, άλλοτε μεγάλη, άλλοτε δική σου, άλλοτε ξένη. Πάντα εκεί και πάντα μαζί σου.

Μια ζωή γεμάτη σχέσεις και απουσία. Σχέσεις γεμάτες οικειότητα, σχέσεις από συμφέρον, σχέσεις με ασφάλεια, σχέσεις πνιγμένες σε ανασφάλεια, σχέσεις για σεξ, σχέσεις ασφυκτικά κενές. Σχέσεις που τρίβονται και τρίβουν την ψυχή σου.

Φθείρεις και φθείρεσαι.

Γεμίζεις τα κενά, τα φουσκώνεις, τα καλύπτεις, τα μπαλώνεις, τα κοιτάς.
Είναι ακόμα εκεί, παίρνει σχήματα καινούρια, προσαρμόζεται με πείσμα μέσα σου.

Τη γεμίζεις με φαγητό, σεξ, δουλειά, φίλους, γνωστούς, άγνωστους, κραυγές, απόγνωση, ποτό και όλο ζητάει. Ρουφάει τον αέρα σου, ξεδιψάει το νερό σου, ξαναγεννιέται από το αίμα σου. Σ’ αφήνει ανήμπορο κι αυτή ακόμα να χορτάσει. Μια σχέση γνήσια, πρωτόγονη, σκληρή.

Μια ζωή κοιτάς. Βλέμματα απουσίας, θολά, ξεθωριασμένα, κενά. Ζευγάρια μάτια πάνω σου που δεν σε βλέπουν. Ακολουθούν διαδρομές ακανόνιστες, πορείες μυστικές και ξεχασμένες. Αντικρίζεις στον καθρέφτη τα ίδια μάτια που χρόνια τώρα σε κοιτάζουν, μα κάτι λείπει. Πάντα κάτι λείπει. Πλησιάζεις και όσο πλησιάζεις απομακρύνονται. Συνεχίζεις να κοιτάς, τότε ματώνουν. Δεν σταματάς, μάτια ξεχύνονται στον χώρο.

Μοιάζεις κουφάρι σε απεξάρτηση απ’ τη ζωή ή χάθηκες σ’ αυτή. Είσαι εκεί; Δεν ήσουν ποτέ. Ακροβατείς σε γραμμές. Φωτιά και νερό, κάθε στραβοπάτημα έτοιμο να σε πνίξει. Όσους δράκους και αν σκοτώσεις η απουσία δεν θα μπει ποτέ σε κλουβί. Στέκεται όρθια, καρφώνει τα πόδια στο κενό και μεγαλώνει. Πλάθει κόσμους για ‘σένα, μόνο με ‘σένα.

Έγινε ο πόνος δρόμος, ο δρόμος στενό, το στενό αδιέξοδο. Σιχάθηκες να φοβάσαι, τσακίστηκες να λυπάσαι. Χωρίς ελλείψεις, γεμάτα κενά.

Δεν κοιμάσαι. Μόνο υπάρχεις. Ξερνάς ζωές που δεν είδες, αγγίζεις σιωπές, γλείφεις ελπίδα, βλέπεις στο μαύρο, μυρίζεις μοναξιά, ανασαίνεις φωνές. Δεν υπάρχεις. Έχεις κοιμηθεί.

Χρειάζεσαι ουρανό, χρειάζεσαι οξυγόνο, χρειάζεσαι διαφυγή, χρειάζεσαι χρόνο. Έχεις απουσία.

Έχεις απουσία;

Κανένας δεν σκάει από τη μήτρα αληθινά μόνος. Εξ ορισμού ο άνθρωπος έχει ανάγκη από επαφή, επαφή που τον ορίζει περισσότερο ίσως και από τον ίδιο του τον εαυτό. Όχι από τα πρόσωπα τόσο όσο από την ιδέα της παρουσίας. Η ιδέα της παρουσίας είναι πολλές φορές πιο σημαντική από την ίδια την παρουσία. Αρκεί να το πιστέψεις για να το αισθανθείς;

Η απουσία δεν είναι έλλειψη παρουσίας. Δεν είναι η μοναξιά όπως συνήθως την βιώνεις, είναι η ολοκληρωτική απομόνωση σε έναν κόσμο ρημαγμένο, ερειπωμένο και όλον δικό σου.

Δεν θέλεις να μιλήσεις άλλο γιατί δεν ξέρεις τι να πεις. Δεν αντέχεις να είσαι γύρω από άλλους ξανά γιατί δεν ξέρεις πώς να είσαι.

Η απουσία δεν γιατρεύεται, γίνεται φάντασμα και σε στοιχειώνει.
Κλείνεις τα μάτια και είναι ακόμα εκεί. Γιατί είναι ακόμα εκεί; Γιατί δεν την αφήνεις να φύγει; Φοβάσαι που δεν την αφήνεις. Μπήγεις τα νύχια σου βαθιά να την ξεριζώσεις, να την ελέγξεις, να την κρύψεις, να κομματιάσεις τον χρόνο, να τσαλακώσεις τις σκέψεις. Μόλις παίρνεις ανάσα, γεμίζει ξανά. Είναι ακόμα εδώ. Εκεί και εδώ. Μέσα και έξω. Μπροστά και πίσω.

Η παρουσία μοιάζει με άνοιξη που δεν θα ‘ρθει ξανά. Που αν έρθει μπορεί να μην είσαι εκεί. Αν δεν είσαι εκεί μπορεί να μην είσαι πουθενά.

Θεατής στην ίδια σου την πτώση.

Ο κόσμος γύρω ένα ψηφιδωτό γεμάτο υφές, με πράγματα δικά σου, ανθρώπους που κάτι σου θυμίζουν, εμπειρίες που κάτι ψιθυρίζουν. Κι εσύ, εκεί. Στο ενδιάμεσο. Αντί να πνιγείς στο χρώμα, το κομματιάζεις. Μαζί, κομματιάζεις και ότι έχει απομείνει από ‘σένα.

Αγνοείς πως η απουσία δεν είναι μόνο δική σου, είναι η απουσία όσων θα έπρεπε να είναι εκεί.

Όμως πονάς, αυτό αρκεί.
Είσαι ακόμα εκεί. Μακριά, όμως εκεί.

*Ο τίτλος προέρχεται από ποίημα του Α. Χιόνη.

–φωτογραφία από Pinterest

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Μαυσωλεία θαμπών αναμνήσεων

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s