Αδδάν


-στα λόγια ο SideliK_2 /
στη φωτογραφία o @godspeecs

Τα φωναχτά Αδδάν στοίχειωναν την ατμόσφαιρα κι αυτό το πρωινό. Μελισματικά στρώματα επί στρωμάτων από τον γειτονικό μιναρέ, αναμειγνύονταν με τις ηλιαχτίδες που γκέλαραν στα υγρά χόρτα, δίνοντας ένταση στο ξύπνημα. Ο Θεός είναι μεγάλος, μα πιο μεγάλα τα νεύρα του. Το να καλύψει τα αυτιά του με τα χέρια μοιάζει μάταιο. Πηγαίνει μέσα, ανοίγει το ψυγείο με το μαγνητάκι των Opeth και βγάζει ένα ποτήρι γάλα και δυο σπασμένα μπισκότα. Από μικρό παιδί ο Μοντρέζλ είχε αυτό το συνήθειο. Τσιν Τσιν με γάλα, όταν έβρισκαν οι δικοί του. Κάπως κόπασε η βαβούρα απ’ τα μεγάφωνα. Βγαίνει στην αυλή του ξενώνα και αράζει στην ξύλινη καρέκλα με τη σκισμένη στόφα. Μπορεί να χαζεύει τον απέραντο ελαιώνα με τις ώρες. Μέχρι η σκιά απ’ το υπόστεγο να σκεπάσει τα πάντα γύρω του, σβήνοντας την επίγευση. Η γαλήνη στα καλύτερα της έστω και στα 35 για τον ήδη γερασμένο Αφρικανό.

«Σήκω επιτέλους! 7 η ώρα!»
«Τώρα, μισό λεπτό!»
Ο πατέρας του Μοντρέζλ τον σκούντηξε με τη δρύινη κατσούνα στα πλευρά. «Μόνο έτσι καταλαβαίνεις», μουρμούρησε. Παρά τα χρόνια του βαστούσε καλά ο γέρος, πέρα από το κουσούρι που άφησε πάνω του η βιοπάλη των ναυπηγείων.
«Αν περιμένεις να πληρωθούν τα χρέη από μόνα τους, είσαι γελασμένος μικρέ.»
Μετά από μάχη με τη νύχτα, σηκώθηκε, φόρεσε το λευκό του πουκάμισο με τις μπλε ρίγες και το ξεφτισμένο μπλου τζιν, κι έσυρε το κορμί του στο μπάνιο. Εκεί έμεινε κάνα πεντάλεπτο αμίλητος κοιτάζοντας το νερό να τρέχει από το πρόσωπο του κάτω στην τρύπα του νιπτήρα. Δεκατρία χρόνια στην Ελλάδα, περιμένει και μονολογεί. Σαν την προνύμφη να γίνει τζιτζίκι. Να ζήσει μια στάλα ελεύθερος.
«Να περάσω από το φούρνο, να μη με πιάσουν οι ελεγκτές της ΕΘΕΛ με τον μπόγο στη πλάτη. Να χαμογελάσω στους μπάτσους», μουρμουράει.
«Μοντρέζλ τελείωνε!»
Δυο τζούρες καφέ και δυο κουβέντες αντάλλαξαν οι δύο τους κι έπειτα ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Ο γέρος για τον καφενέ στην Πλατεία Αμερικής. Ο γιος, αφού κατέβηκε στο δυάρι να πάρει το εμπόρευμα από τους συμπατριώτες του, κίνησε για τoν πεζόδρομο.

Ξεκλέβοντας λίγο χρόνο για να χτενίσει την αφάνα του, που κατοπτριζόταν στο χαραγμένο τζαμί του λεωφορείου, φωνές τον επανέφεραν.
«Έχουμε γεμίσει από δαύτους.»
«Κοίτα που δεν σηκώνονται κιόλας να κάτσουμε, οι σκυλάραπες.»
«Αυτό θέλει η νέα τάξη πραγμάτων, να γεμίσει η χώρα με μουσουλμάνους.»
«Πες το ψέματα!»
Όσο τα γερόντια συνέχιζαν να μιλάνε με το χουντικό υψίτονο γρέζι τους, φτύνοντας σάλια σε απόσταση ενός μέτρου, μια φοιτήτρια τους διέκοψε.
«Είναι άνθρωποι. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο!»
«Καθίκια σαν εσένα πάνε την Ελλάδα πίσω», απάντησε ο μπάρμπας με τη γκριζωπή τραγιάσκα και το κιτρινισμένο μουστάκι.
«Άσε το κοριτσάκι, είναι μικρή δεν ξέρει», αποκρίθηκε ο δεύτερος ενώ το ροζιασμένο του χέρι πιάστηκε πρόχειρα από ένα κάθισμα, στο τράνταγμα της λακκούβας που έπεσε το λεωφορείο. Από την άλλη άκρη ο Μοντρέζλ, δεν αντέδρασε, μονάχα ξίνισε το πρόσωπο του θλιβερά. Μια ακόμα ρυτίδα, λίγο φρέσκο αλάτι στις πληγές του.

Σταυροί στο ανάστημα ανθρώπου, μεγάλες γαλανόλευκες, ακατάληπτες κραυγές και μεγάφωνα που σφυράνε. Ένα πλήθος τεράστιο, γεμάτο μίσος ακόμη και στα μάτια των μικρών παιδιών. Αυτά αντίκρισε κατεβαίνοντας στο Σύνταγμα, έτοιμος να κατηφορίσει προς την Ερμού. Στην υπερυψωμένη σκηνή μπροστά από το κοινοβούλιο, ο Μίκυ Μάους και τα υπόλοιπα καρτούν, εξαπολύουν δηλητήριο:
«Παραχαράσσουν την ιστορία. Η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Η φασίζουσα αριστερά, επιβάλλει 100 χιλιάδες από δαύτους κάθε χρόνο στην πατρίδα μας.»
Τα λαοπλάνα λόγια συνοδεύουν μαεστρικές κινήσεις των άνω άκρων. Νέκταρ στα αυτιά των μαγεμένων από κάτω. Νιώθοντας τα βλέμματα καρφωμένα επάνω του, ο Μοντρέζλ κατηφορίζει με βήμα γοργό για να βρει τους άλλους. Μόλις όμως που πρόλαβε να στρώσει το πανί με τους φορτιστές τα ακουστικά και τις μπαταρίες. Δύο αλλεπάλληλοι κρότοι αντηχούν κοντά του και εκείνος τινάζεται στον αέρα. Άλλοι τρεις δίπλα του προσπαθούν να μαζέψουν ό,τι μπορούν. Μπρος στα μάτια του περνά η θύμηση των παιδικών του χρόνων. Τότε που τρόμαζαν τις κακόμοιρες τις γάτες πετώντας πέτρες. Η «γεμάτη» σφαλιάρα του πατρός του.

Τα βήματα από το πίσω στενό μοιάζουν πλέον εκκωφαντικά κι εκείνος νιώθει ένα δυνατό χτύπημα από το γκλοπ του χωροφύλακα στα πλευρά του. Οι παλάμες του ανοίγουν, το εμπόρευμα πέφτει χάμω και ίσα που προλαβαίνει να τρέξει σφαδάζοντας προς το Μοναστηράκι. Εκεί, πασχίζοντας να πιάσει την ανάσα του και να μην τρίψει τα κόκκινα απ’ τα δακρυγόνα μάτια, βλέπει μια γνώριμη φιγούρα.
«Είσαι καλά; Πιες!»
Είναι η κοπέλα από το λεωφορείο, με ένα μπουκάλι νερό στο ένα χέρι και ένα σπρέι με μαλόξ στο άλλο.
«Σε ευχαριστώ, πρέπει να φύγω. Σε ευχαριστώ», της απάντησε και έκανε να απομακρυνθεί.
«Περίμενε! Έλα, κράτησε τα.» Η άγνωστη αυτή γυναίκα του έβαλε στη τσέπη του μπουφάν το νερό και μια τηλεκάρτα. Ύστερα κίνησαν προς διαφορετικές οδούς.

Στου Ψυρρή συνάντησε τυχαία τον Σάνι και τη Γκινίκα. Ο δρόμος μέχρι το σπίτι ήταν μακρύς, μιας και οι δυο τους τον κουβάλησαν αργά και βασανιστικά για ένα δίωρο μέχρι την Κυψέλη. Σε κάθε απότομη κίνηση, το αιμάτωμα εξαπλωνόταν. Ένιωθε σα να τον τρυπάνε χίλια μαχαίρια μονομιάς. Με τον γεμάτο χημικά ουρανό να δίνει τη θέση του στο μούχρωμα, ο Μοντρέζλ αποχαιρέτισε τους δυο φίλους καθώς ξεκλείδωνε την εξώπορτα της πολυκατοικίας.
«Είμαι εντάξει, το έχω από εδώ.»
Εκείνοι επέμειναν να τον συνοδεύσουν μέχρι τον καναπέ του διαμερίσματος, ώσπου να σιγουρευτούν ότι βολεύτηκε πάνω στα κεντητά μαξιλάρια. Όταν νοίκιασαν το σπίτι με τον πατέρα του, ήταν επιπλωμένο πρόχειρα και τα μαξιλάρια αυτά ανήκαν στη συγχωρεμένη γιαγιά του ιδιοκτήτη. Τον έκαναν να νιώθει οικεία, κόντρα στο εχθρικό τοπίο που συναντούσε κάθε μέρα. Γι’ αυτό και επέλεξε να τα κρύψει μέχρι ο σπιτονοικοκύρης να πάψει να τα γυρεύει. Το πιο χαρακτηριστικό κέντημα, απεικονίζει την θυσία του Αβραάμ. Παίρνει στα χέρια του το μαξιλάρι.

Λεπτές καφετί κλωστές μπλέκονται με άλλες πιο παχιές σχηματίζοντας τα ξύλα. Τα μάτια του ακολουθούν τη πορεία τους αργά και βασανιστικά καθώς συναντάν το κόκκινο του αίματος.
«Οι φλόγες που σιγοκαίνε με περιμένουν στην αγκάλη τους. Η αγνότητα μου χάθηκε, ίσως να μην υπήρξε. Γιατί με εγκατέλειψες;»
Ο Μοντρέζλ κοιτάζει το ταβάνι, με βλέμμα που θαρρεί κανείς πως θα διαπεράσει την οροφή. Φτάνοντας εκεί που δεν βλέπει κανείς, παρά μόνο όποιος προσεύχεται. Όποιος θρηνεί. Λευκές γραμμές μορφώνουν τον τυλιγμένο σε γαλάζιο χιτώνα Ισαάκ. Σιμά του ο Αβραάμ, κρατά την κοφτερή λεπίδα. Ξεφτισμένη κάπως και ποτισμένη από τα δάκρυα της γριάς, δεν φαντάζει αρκετά κοφτερή βέβαια.
«Μη διστάζεις, πράξε αυτό που σου ζητήθηκε. Λύτρωσε με. Κι εσύ, Άγγελε λαμπρέ, μη φέγγεις στο σκοτάδι. Άσε την άβυσσο να φέρει τη γαλήνη.»
Εν μέσω παραληρήματος, ανασηκώθηκε, άνοιξε το κουτί με τα ηρεμιστικά που βρήκε στο τραπέζι του σαλονιού και έκανε να πιάσει το μπουκάλι στην τσέπη του. Στην άλλη άκρη του καναπέ, είδε το ημερολόγιο του. Έσκισε ένα κομμάτι χαρτί και άρχισε να γράφει:

Το να προχωρήσεις είναι εύκολο.
Να μείνεις πίσω είναι σκληρό.
Ο κοιμώμενος δε νιώθει άλλο πόνο.
Κι οι ζωντανοί θυμούνται,
κάθε φορά που αγγίζουν τις ουλές τους.

Μ.

Θα ΄χε περάσει κάνα τέταρτο όταν μπήκε το κλειδί στην πόρτα. Ο ταλαίπωρος πατέρας βρήκε τον Μοντρέζλ μισολιπόθυμο κι έτρεξε καταπάνω του.
«Ξέρω πως είναι αδύναμος. Βοήθησέ τον. Κάν’ το για μένα.»

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s