-στα λόγια η Μαρία Μπάκα
Η κυρία Τατιάνα περνάει κάθε πρωί αθόρυβα και καθαρίζει τη γυάλινη πόρτα που έχουμε αγγίξει με τα πιστοποιημένα μας δάχτυλα, μέχρι να τη λερώσουμε ξανά. Δεν καταλαβαίνω ότι είναι στον χώρο, παρά μόνο όταν το βλέμμα μου πέσει τυχαία επάνω της και μόνο τότε θα μου πει σιγανά «Καλημέρα». Σ’ έναν τόνο που θα μπορούσε να σε ηρεμήσει κι από κρίση πανικού. Η φωνή της είναι σταθερή και γλυκιά, υπαρκτή τόσο ώστε να σε χαιρετήσει και ανύπαρκτη τόσο ώστε να μην ενοχλεί.
Πατάω τα πλήκτρα με 10% μίσος. Τόσο επιτρέπω στον εαυτό μου να χρησιμοποιεί στους κοινόχρηστους χώρους του γραφείου. Αγγίζω την πόρτα και τη σπρώχνω λιγάκι δυνατά, να νιώσω ότι ξεσπάω, ότι αδειάζω λίγη οργή πάνω της. Η φωνή μου τρέμει και το σώμα μου βράζει. Το κεφάλι μου μουδιάζει ελαφρά και συνεχίζω να μιλάω στο τηλέφωνο. Η αστρική μου προβολή φωνάζει ότι σε πέντε λεπτά θα πάθω εγκεφαλικό, ενώ εγώ τη διώχνω με το δεξί μου πόδι γιατί δεν έχω ώρα για τέτοια. Το μούδιασμα κατεβαίνει και με βουτάει από τον λαιμό, ενώ πασχίζω να αποδείξω στην άλλη γραμμή πως όταν είχα πει στη συνέντευξη ότι λειτουργώ υπό πίεση ήταν αλήθεια. Η απόγνωση πλέον στάζει, πέφτει πάνω στα πλήκτρα και τα κάνει να κολλάνε. Η κυρία Τατιάνα περνάει και καθαρίζει το γραφείο μου από το χάλι που έκανα. Δε με ενοχλεί, μα με τα μάτια της μου λέει μια σιωπηλή καλημέρα. Η κρίση πανικού περιμένει σταυροπόδι στο μπάνιο εδώ και ώρα. Έρχεται κάθε μήνα σταθερά μαζί με την περίοδο σαν περίτρανη απόδειξη του επαγγελματισμού μου.
Μου δίνει τη δυνατότητα αναπαραγωγής νέων φόβων που ούτε καν είχα φανταστεί πως μπορεί να είχα. Κι εγώ, σαν αφοσιωμένη μάνα, φροντίζω να ταΐζω τα παιδιά μου καλά.
Το βράδυ όταν κοιμηθώ θα αφιερώσω λίγο χρόνο για να πενθήσω τα εξώγαμά μου. Αυτά που αγαπώ και τα κρατάω κρυφά, ορφανά. Θα τους πω ότι δεν είχα άλλη επιλογή και πως ίσως να βρουν κάποιον που θα τα μεγάλωνε καλύτερα και θα τους χάριζε αφοσίωση. Κάθε βράδυ θα φεύγουν ένα βήμα πιο μακριά, ενώ το απαιτητικό μωρό που έχω πάνω μου δε θα αφήνει το βυζί μέχρι να ρουφήξει και την τελευταία δραγόνα ψυχής. Και τότε φαντάζομαι τα παιδιά της κυρίας Τατιάνας. Πως θα είναι όμορφα και καλοσυνάτα. Πως θα την αγαπούν και θα πέφτουν στην αγκαλιά της. Πως δεν θα είναι απαιτητικά και κακομαθημένα, και κυρίως, πως τα βράδια θα την αφήνουν να κοιμηθεί.
Το κείμενο περιλαμβάνεται στη συλλογή
«Δανεικές αναπνοές»
–φωτογραφία από Pinterest–