Στη γη του τίποτα


-στα λόγια η Νεφέλη Γκογκώτση

Περπατάω. Τα πόδια μου πιέζουν την σκασμένη επιδερμίδα μιας σκληρής γης, το ένα μετά το άλλο, και το κεφάλι μου ψαρεύει στην τύχη τα μελλούμενα ενός γκρίζου ουρανού.
Έχει καιρό να βρέξει, και ίσα που βλέπω πού πατάω. Δεν ξέρω τι ώρα είναι οπότε απλά περπατάω.
Τα δέντρα λυγίζουν στον άνεμο- δεν τον ακούω, απλά βλέπω την ορμή του, γιατί τα αφτιά μου βουίζουν. Δεν φυτρώνουν ούτε ασπάλαθοι σε τέτοιες ερημιές, μόνο βράχια- πεσμένα δόντια περασμένων εποχών. Όπου κι αν κοιτάξω, κάθε ορίζοντας οδηγεί σε μια καταιγίδα, και φωτεινές φλέβες προβάλλουν πού και πού πάνω από το κεφάλι μου. Ανασαίνω μια υγρή, πνιγηρή ζέστη με τις ανάσες μου ρηχές.
Στο σιωπηλό κάδρο προβάλει μια φιγούρα.
Κάποιος περιμένει, ακίνητος σαν νεκρός, όρθιος, πάνω στο μονοπάτι. Δεν κοιτάει ούτε πίσω ούτε μπροστά, αλλά ακριβώς από πάνω του, ένα κοράκι που κάνει κύκλους αθόρυβα.
Σίγουρα θα ξέρει που βγάζει ο δρόμος, σκέφτομαι όσο κινούμαι προς το μέρος του. Εκείνος νιώθει τα μάτια μου πάνω του και γυρνάει απότομα.
Το δέρμα του είναι χλωμό σαν κοιλιά σαλαχιού και το πρόσωπο του μάσκα. Δεν έχει χείλη, και στα μάτια του ταξιδεύουν ιστοί καταρράκτη.
Βιάζομαι να τον προσπεράσω αλλά τα μάγουλά μου έχουν ασπρίσει από την ταραχή. Δεν είναι καλός οιωνός.
Ακούω μια φωνή πίσω μου, βαριά. Γιατί ελπίζεις ότι κάπου οδηγεί ο δρόμος;
Γυρνάω απότομα, βλέπω το πλάσμα να με κοιτάει απαθές. Πάνω στο κεφάλι του, κάθεται το κοράκι και με κοιτάει έντονα. Και στις μαύρες χάντρες του κρανίου του βλέπω ότι εκείνο μού έκανε την ερώτηση.
Νόμιζα ότι είχα νικήσει τέτοια πλάσματα προ πολλού. Πίσω μου!, του φωνάζω, και η απάτη διαλύεται. Στην θέση της μένει μια κατάμαυρη, μεγάλη αγριόγατα με μάτια κίτρινα, αφύσικα μεγάλα.
Η γάτα δείχνει τα δόντια της, που είναι σαν σουβλιά και γεμάτα λεκέδες.
Το ξέρεις ότι δεν θα βρεις κανέναν σε αυτές τις ερημιές;
Πίσω μου!, της φωνάζω.
Η γάτα σκορπίζει σε ένα σμήνος σφήκες που πετούν πάνω μου. Περνούν μέσα από τα μαλλιά μου, νιώθω το σφύριγμα τους στο αυτί μου. Οι τρίχες στον σβέρκο μου σηκώνονται. Το σμήνος υψώνεται στον ουρανό σαν βέλος, και εκεί συστρέφεται και τυλίγεται γύρω από τον εαυτό του.
Δεν ξέρεις να ξεχωρίζεις την ήρα από το σιτάρι.
Αρχίζω να τρέχω, και οι σφήκες ξεκινούν την καταδίωξη.
Αυτή είναι η μοίρα σου, τις ακούω να λένε με κάθε ένα χτύπημα των φτερών τους. Έχουν σταθεί πάλι πάνω από το κεφάλι μου.
Και τι ξέρεις εσύ από μοίρα;
Οι σφήκες σκάνε στο χώμα μπροστά μου και γίνονται χώμα. Και το χώμα τρεμουλιάζει, και παίρνει την μορφή σου. Το πρόσωπο σου με κοιτάει από τον λάκκο.
Γιατί δεν σε αγαπάει κανείς;
Γονατίζω εκεί που στέκομαι και μπήγω τα δάχτυλα μου στο χώμα, τα νύχια μου στα μάτια σου, όσο ουρλιάζεις. Χουφτιάζω μεγάλα κομμάτια γης ανακατεμένης με πέτρες και τα τρώω με βουλιμία, τα δόντια μου τρίζουν, ο λαιμός μου φράζει, βήχω, ξερνάω, και μετά καταπίνω, καταπίνω, καταπίνω, και ο λαιμός μου ματώνει. Φτύνω αίμα και σέρνω φωνή στον άδειο ουρανό.
Πώς τολμάς να επιτίθεσαι έτσι στην μητέρα σου; Στοιχειό της αγωνίας μου, δαίμονα που τράφηκες από την θλίψη μου και τώρα μου ζητάς κι άλλη, μισερή ξωθιά με σπασμένα νύχια, τέρας του μυαλού μου που δεν σκότωσα εγκαίρως, δεν μπορείς να ζεις στον κόσμο τον επίγειο. Σ’ εξορίζω από το φως του ήλιου, πήγαινε στον κάτω κόσμο, πήγαινε στον Άδη, μείνε μακριά μου. Δεν υποφέρω τέτοιους απογόνους.

Για μια στιγμή, τόση δα, δεν ακούω τίποτα- μόνο ο σφυγμός μου στους κροτάφους.
Η κοιλιά μου συσπάται και νιώθω υγρό να τρέχει ανάμεσα στα πόδια μου. Ξαπλώνω ανάσκελα και κοιτάω κάτω. Να, κοκκαλιάρικα χέρια ξεπροβάλλουν από μέσα μου και μου οργώνουν την σάρκα για να βρουν στον αέρα. Νιώθω σαν σκαρί που ρίχνει άγκυρα. Αυτό που βγήκε γυρνάει και με κοιτάει. Είναι καχεκτικό και σκελετωμένο, μπλαβί και πεινασμένο. αλλά δεν κλαίει. Μόνο με κοιτάει παραπονεμένο.
Μάνα.
Πήγαινε στο κόσμο σου, σε παρακαλώ.
Μου πιάνει τον αστράγαλο και πάει να σκαρφαλώσει.
Όχι! Κάνω να το κλωτσήσω και ζαρώνει.
Εντάξει.
Ξύνει το χώμα αργά και σταθερά, και θάβεται μόνο του.
Ακόμα κι αν φύγω μακριά, πάντα δικό σου θα είμαι.
Του δείχνω τα δόντια μου, και μου ρίχνει μια τελευταία μελαγχολική ματιά πριν χαθεί.
Αυτό δεν θα μπορέσεις να το αρνηθείς ποτέ.
Σιχτιρίζω στο κενό, το κενό.

Ο δρόμος είναι ο ίδιος, η ερημιά είναι η ίδια. Οι καταιγίδες ούτε προχωρούν ούτε φεύγουν. Δεν υπάρχει πουθενά να κάτσω, και εδώ και καιρό έχω πάψει να κουράζομαι. Εδώ και καιρό δεν έχω βρει πουθενά να κάτσω. Πόσος καιρός να έχει περάσει; Με τι να μοιάζω πλέον; Δεν χρειάζεται να φάω ούτε να πιώ ούτε να κοιμηθώ. Συνεχίζω να περπατώ.

-φωτογραφίa από Pinterest

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s