Ηδοδύνη


-στα λόγια η Νικολέτα Κριαρά – Λάμπρου

Ακόμα μια μέρα τον βρήκε καθισμένο στην ίδια μαύρη καρέκλα, στο ίδιο παραφορτωμένο γραφείο, να υπολογίζει, να μετράει και να σημειώνει αριθμούς. Απαράλλαχτο σκηνικό που πέρα από τη δουλειά, φάνταζε να είχε μεταφερθεί και σε ολόκληρη τη ζωή του. Η μέρα της μαρμότας τον καταβρόχθιζε αργά και σταθερά ακρωτηριάζοντας κάθε πιθανότητα ξαφνιάσματος που θα μπορούσε να υπάρχει στην καθημερινότητα ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Μια εντύπωση που έχτιζε προσεκτικά με κάθε κίνησή του, σχεδόν μεθοδικά ώστε να περνάει απαρατήρητος και ήσυχος τις μέρες που αναγκαζόταν να βρίσκεται στο ίδιο περιβάλλον με ανθρώπους που δεν τον ενδιέφεραν.

Η ώρα είχε φτάσει 03:45 όταν ξεκίνησε να ετοιμάζεται. Μάζεψε τα πράγματα, τακτοποίησε τους φακέλους, ήπιε την τελευταία γουλιά από το περιεχόμενο του πλαστικού που κουβαλούσε, το πέταξε στον κάδο και σηκώθηκε. Χαιρέτησε ευγενικά μα αδιάφορα τους συναδέλφους του και βγήκε από το γραφείο στις τέσσερις ακριβώς. Απέναντι βρισκόταν ο ηλεκτρικός σταθμός, έμεινε όρθιος περιμένοντας το τρένο. Πήρε το δεύτερο στη σειρά, με την ελπίδα να αποφύγει το συνωστισμό, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία αφού τελικά στριμώχτηκε ανάμεσα σε περαστικούς. Στάθηκε μπροστά από την πόρτα και για τις επόμενες τρεις στάσεις ανάσαινε τους γύρω παρατηρώντας τους στις αντανακλάσεις που δημιουργούσαν στις επιφάνειες. Σχεδόν πριν καν μπει στο σπίτι, όρμησε στη ντουζιέρα να ξεφορτωθεί τον κόσμο, που συνάντησε, από το κορμί του.

Όταν τελείωσε, στον υπολογιστή τον περίμενε μήνυμα με παραλήπτη τον κύριο Λι. Κάποιος του έδινε ραντεβού το ίδιο βράδυ σε κάποιο λόφο της πόλης. Έψαξε το σημείο στο ίντερνετ και απομακρύνθηκε. Είχε στη διάθεση του χρόνο να ξαπλώσει. Μισή ώρα αργότερα σηκώθηκε με την ενέργεια μικρού παιδιού. Διάλεξε τα ρούχα του, φόρεσε κολόνια και μπήκε στο αυτοκίνητο. Έφτασε στο ραντεβού μια ώρα νωρίτερα. Κάπνισε μερικά τσιγάρα κι ήπιε ουίσκι, που κουβαλούσε πάντα μαζί του και το έκρυβε πότε στο αυτοκίνητο και πότε στον καφέ για να βγάζει τη μέρα. Όσο το αλκοόλ κυλούσε στις φλέβες του τον βοηθούσε να ανασαίνει γρηγορότερα. Αυτή η εγρήγορση που αισθανόταν όταν νόθευε το αίμα του, τον γυρνούσε χρόνια πίσω. Του φαινόταν αδιανόητο να μην προσπαθεί να ζήσει σε επανάληψη με κάθε δυνατό και αδύνατο τρόπο όλες τις πρώτες φορές που του τσάκισαν τα γόνατα από συγκίνηση. Πρώτο τσιγάρο, πρώτος οργασμός, πρώτο ποτό, σε όλα μια πρώτη που τον στοίχειωσε.

Από τότε, ακολούθησαν χιλιάδες οργασμοί. Κανένας παρόμοιος. Όταν κατάλαβε τι ήταν αυτό που τον έφτανε σε τέτοια κορύφωση δεν μπορούσε παρά να σέρνεται στη γη να το φτάσει. Είχαν περάσει δέκα χρόνια από εκείνη τη μέρα. Τότε, σε ένα πάρτυ, κατανάλωσε για πρώτη φορά ένα φτηνό ουίσκι που τον βοήθησε να τρέχει με ευκολία σε ταχύτητες που δεν είχε αγγίξει ξανά. Το ίδιο βράδυ έκανε έρωτα με κάποια που μόλις συνάντησε· δεν κράτησε παρά μονάχα ελάχιστα λεπτά που με δυσκολία διατηρούσε στη μνήμη του. Χόρεψε τον πρώτο του χορό, κάπνισε τα πρώτα του τσιγάρα. Έσπασε το κουτί που στρίμωχνε τον εαυτό του. Όταν αποφάσισε να φύγει από εκεί, μαζί του πήρε και το μπουκάλι που έκανε την καρδιά του να χτυπάει διαφορετικά. Περπάτησε χωρίς να υπολογίζει πού θα καταλήξει. Ο δρόμος για το σπίτι τού φαινόταν μακρύς και περίπλοκος. Τα φώτα εκνευριστικά και μεγάλα. Είχε σταθεί σε ένα πεζούλι και σκάρωνε σχέδια για μια ζωή που δεν είχε φανεί ακόμα, όταν ένα αυτοκίνητο βγήκε από το δρόμο και καρφώθηκε με ταχύτητα σε μια κολόνα λίγα μέτρα μακριά. Ήπιε μια γερή δόση από το μπουκάλι και πλησίασε.

Δεν μπορούσε να καταλάβει αν το αυτοκίνητο σφηνώθηκε μόνο του στο σημείο· τα μάτια του ήταν θολά και κουρασμένα για να καταλάβει αν ήταν κάποιος .μέσα Δευτερόλεπτα αργότερα, άκουσε ένα βαθύ σπαραγμό. Ο πόνος του τρύπησε το στομάχι. Η φωνή οδήγησε στον αιμόφυρτο οδηγό. Στάθηκε έξω από την πόρτα, άπλωσε το χέρι και προσπαθούσε να την ανοίξει όταν το ένιωσε. Όσο αίμα του είχε απομείνει στις φλέβες έφτασε ακαριαία ανάμεσα στον καβάλο του. Σχεδόν πονούσε όταν το χέρι επέστρεψε πάνω στο σώμα του. Σε κάθε κραυγή που ακουγόταν, εκείνος βυθιζόταν όλο και περισσότερο. Ξύπνησε απότομα από τον λήθαργο και κοίταξε το δρόμο. Κατέβασε το παντελόνι στα γόνατα και κράτησε το πέος του στην παλάμη. Ο οδηγός προσπαθούσε μάταια να κουνηθεί. Χωρίς να τον υπολογίζει, συνέχισε μέχρι να αδειάσει εντελώς. Τα χέρια του γέμισαν σπέρμα μα εκείνος γελούσε, γελούσε σαν παιδί που ανακάλυπτε τον κόσμο, κι αυτό για πρώτη φορά. Ντύθηκε γρήγορα, έριξε λίγο ουίσκι στο στόμα και χάθηκε στη νύχτα. Μαζί του, χάθηκε και ο οδηγός.

Από τότε και κάθε φορά που ερχόταν σε επαφή με ανθρώπους, αναζητούσε αυτό το συναίσθημα που του προσέφερε η στιγμή. Δυσκολευόταν στις σχέσεις, περιοριζόταν στις επαφές. Έφτασε να γυρνάει τις νύχτες περιμένοντας κάποιος με αυτοθυσία να του χαρίσει την υπέρτατη απόλαυση. Κανείς δεν τολμούσε. Πουθενά δεν φαινόταν. Σκέφτηκε να τραυματίσει τον εαυτό του. Προσπάθησε να ασκήσει βία σε συντρόφους. Δοκίμασε να κοιμηθεί με άντρες. Όλα ήταν το ίδιο ανιαρά και μονότονα όπως τα θυμόταν. Σταδιακά απέφευγε κάθε επαφή. Απομονώθηκε. Στράγγιξε το κεφάλι του να σκεφτεί. Του πήρε τρία χρόνια μα τα κατάφερε. Η ιστορία επαναλαμβανόταν και το χαμόγελο επέστρεφε στη καμπύλη από το στόμα του. Έμαθε να ζει σε δυο κόσμους. Έμαθε να αγκαλιάζει τη σκοτεινή του πλευρά μα περισσότερο να την απολαμβάνει. Τις υπόλοιπες ώρες ήταν απλά εκείνος που συνήθιζε να είναι.

Με το ποτό σύμμαχο και τις αναμνήσεις συντροφιά, η ώρα κύλησε γρηγορότερα από το συνηθισμένο. Το σκοτάδι είχε καλύψει την πόλη όταν κάποιος φάνηκε να φτάνει με τα πόδια στον λόφο που περίμενε. Λίγο πριν τον πλησιάσει αρκετά, βγήκε και έκατσε στο καπό του αυτοκινήτου.
«Ωραία θέα», είπε μόλις ο άλλος στάθηκε δίπλα του.
«Γι΄ αυτό τη διάλεξα», απάντησε προσπαθώντας να βρει τις ανάσες του.
«Έτοιμος;» ρώτησε παγωμένα.
«Είναι κανείς στ’ αλήθεια ποτέ έτοιμος;», του είπε ρίχνοντας το βλέμμα στα φώτα που
είχαν ανάψει στα πόδια τους.

Προχώρησαν χωρίς να βιάζονται μέχρι τον γκρεμό. Μόλις έφτασαν, ο άγνωστος άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Στεκόταν ακριβώς στην άκρη αφήνοντας τα ποτάμια απ’ τα μάτια του να γίνουν θάλασσες. Πίσω του, εκείνος ξεκούμπωνε το παντελόνι βγάζοντας το πέος του σε κοινή θέα. Ήταν ήδη σκληρό όταν άρχισε με το χέρι να παλινδρομεί πάνω του. Το χέρι που είχε ελεύθερο το ακούμπησε στην πλάτη εκείνου που σπάραζε μπροστά του. Μόλις προσπάθησε να το πιέσει με σκοπό να τον σπρώξει, ο άγνωστος γύρισε και τον κράτησε με όση δύναμη του απέμενε τραβώντας τον μαζί του στο κενό. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Τα επόμενα δευτερόλεπτα, φωνές ικεσίας, βρισιές και κραυγές πόνου έσκιζαν τη σιωπή. Κανείς δεν βρέθηκε να ακούσει τις λέξεις τους.

Είχαν περάσει σχεδόν δυο εικοσιτετράωρα όταν ένα ζευγάρι που βρέθηκε στο σημείο κάλεσε την αστυνομία για κάποιο παρατημένο αυτοκίνητο που είχαν συναντήσει για δεύτερη συνεχόμενη μέρα στον λόφο. Οι δυο σωροί ανασύρθηκαν σε προχωρημένη αποσύνθεση ενώ η ταυτότητα του ενός είχε αποκαλυφθεί ήδη από το όχημα που εντοπίστηκε νωρίτερα την ίδια μέρα. Λέανδρος Ιορδάνου, ιδιωτικός υπάλληλος, άγαμος, κάτοικος του κέντρου. Από την έρευνα που έγινε στο διαμέρισμα του, βρέθηκε ένας υπολογιστής που αν και φαινομενικά δεν περιείχε κάτι αξιοσημείωτο, με μια μικρή έρευνα ξετυλίχθηκε το κουβάρι της κρυφής ζωής του κύριου Λι, όπως του άρεσε να τον αποκαλούν σε σελίδες του σκοτεινού ιστού. Σε προφίλ που διατηρούσε για επικοινωνία, υπήρχε η ιστορία πίσω από τη δράση του. Στα μηνύματα εντοπίστηκαν δεκάδες απελπισμένοι που του ζητούσαν να τους προσφέρει το χαριστικό χτύπημα με αντάλλαγμα στιγμές ηδονής. Όλα ωστόσο, χωρίς καμία απάντηση. Τελευταίο στη λίστα ήταν το μήνυμα εκείνου που ανέσυραν μαζί με το δικό του πτώμα. Του ζητούσε να τον σπρώξει στο κενό ώστε να γίνει ένα με την ομορφιά του τόπου που αγάπησε να μισεί.

Μέσα από την έρευνα, ταυτοποιήθηκαν δεκατρείς θάνατοι οι οποίοι παρέμεναν ανοιχτοί αφού, αν και έμοιαζαν με αυτοκτονίες, στο σημείο είχαν όλοι ένα κοινό χαρακτηριστικό. Το σπέρμα του κύριου Λι. Τις επόμενες μέρες οι ειδήσεις ολοκλήρωσαν το παζλ μεταφέροντας και γνωστοποιώντας στο ευρύ κοινό τα νέα αλλά και τη δράση του υποφαινόμενου.

«Νεκρός ανασύρθηκε τα ξημερώματα της Τετάρτης ο Λέανδος Ιορδάνου που φέρεται να ευθύνεται για τον θάνατο δεκατριών συνανθρώπων μας, οι οποίοι βρέθηκαν στα όρια της απελπισίας. Ανάμεσα στους φόνους ένας 38χρονος γιατρός που έφυγε από τη ζωή από υπερβολική δόση και μια φοιτήτρια μόλις 22 χρόνων που εντοπίστηκε κρεμασμένη στο σαλόνι του σπιτιού της. Στον τόπο των εγκλημάτων φαίνεται πως ο δράστης προέβαινε σε πράξη γενετήσιας αιδούς κατά τη διάρκεια των εγκλημάτων ενώ ερευνάται η ανάμειξή του και σε άλλες υποθέσεις. Στον γκρεμό, μαζί του, ανασύρθηκε το πτώμα από το τελευταίο θύμα που, όπως προκύπτει από τα στοιχεία, την τελευταία στιγμή μετάνιωσε για την απόφαση του και προσπάθησε να κρατηθεί στη ζωή. Συγγενείς και φίλοι δηλώνουν σοκαρισμένοι. Πάμε να δούμε το σχετικό ρεπορτάζ.»

Λίγους καιρό αργότερα ο κύριος Λι μπήκε στο μπαούλο της λήθης. Ένας καινούριος δολοφόνος είχε κάνει την εμφάνιση του.

-φωτογραφίες από Pinterest

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s