-στα λόγια ο Αλέξανδρος Κρητικός
Περί κύκλων ΙΙ
Αχ! Πόσες φορές
νόμισα
πως ξέφυγα
απ’ τον κύκλο.
Κι ευθεία πια
κινιόμουν
και πήγαινα μπροστά.
Περήφανος κοιτούσα
σε οθόνη αυτοεικόνας
τη σκιά μου
να’ ναι λεύτερη
κι αυτάρκης
να νικά.
Μα κάθε που
κινούσα
τρανά να το γλεντήσω
πως νίκησα για πάντα
των έσω τα θεριά.
Οι βράχοι πέφταν
πάνω μου,
τα πόδια μου
βυθίζονταν
στην άμμο την κινούμενη,
που στέκι μου είναι πια.
Κι η ευθεία
που με γελούσε,
εξέλιξη πως ήταν,
που φώναζε και «μπράβο»
που πήγα πια μπροστά.
Με κλάματα,
διαπίστωσα
πως πάλι εκείνη
διένυα,
πως στάσιμος κινήθηκα
στη διάμετρο
ξανά.
Το βουνό
Σαν βουνό, ατάραχος, στέκεις, παρατηρείς
τις νομοτέλειες της αδιάλλακτης ζωής,
μ’ έναν πικρό καφέ, όπως πάντα.
Σαν βουνό, λοιπόν, κρύα, καταχνιές θα ζήσεις,
σε όλη τους την ένταση, σ’ όλη τους την αλήθεια,
όντας γυμνός.
Κι ας μην κοροϊδευόμαστε, μάλλον δε θέλεις ρούχα.
Επάνω σου ανεβαίνουνε διάφοροι πεζοπόροι,
οι οποίοι σ’ επισκέπτονται όποτε το θυμούνται,
στιγμιαία ξεγελώντας σε πως τάχα έχεις παρέα.
Κάποιοι δε πιο φιλόδοξοι και πιο χειριστικοί
θα αποπειραθούν και να σε κατακτήσουν
και γρατσουνώντας σε σκληρά να φτάσουν στην κορφή σου
και πάνω σου να υψώσουνε σημαία ατομική.
Με θράσος να φωνάζουνε πως έγινες δικό τους!
Μα σαν βουνό μοιραία τους αφήνεις να πλανώνται,
ξέροντας πως δε δύνανται διόλου να σε ορίσουν.
Μόνο κάπου φοβάσαι μήπως σε στιγματίσουν
εκείνες οι διπρόσωπες και άθλιες γρατζουνιές.
Μα πιο πολύ απ’ αυτές, σε στιγματίζει η θλίψη
που την κορφή σου θέλουνε,
το βάθος σου κανείς.
Μονάχο κι άγριο ήσουνα, μονάχο κι άγριο θα’ σαι.
Είμ’ ένα κουκουνάρι
Είμ’ ένα κουκουνάρι.
Στέκω ψηλά και βλέπω.
Βλέπω…
Τη στοιβαγμένη σε κουτάκια
ύπαρξη
των συνδημοτών μου.
Κουτάκια λεν’ αυτοί,
φέρετρα λέω εγώ.
Θέμα οπτικής θα’ ναι μωρέ…
Αχ, πώς αντέχω;!
Είμ’ ένα κουκουνάρι.
Γι’ άλλους είμ’ αξιοθέατο,
γι’ άλλους τίποτα ιδιαίτερο.
Γι’ άλλους η τέλεια τροφή.
Θέμα οπτικής θα’ μαι και γω.
Μα θέμα δεν το κάνω.
Θέμα θα κάνω το σκοπό,
ποιος είναι, τέλος πάντων;!
Να ζω μονάχα βλέποντας
μέχρις ότου να πέσω;!
Είμ’ ένα κουκουνάρι.
Κι έτσι ώριμο όπως θα’ μαι,
μ’ όλο το βάρος του κορμιού μου
και τις βελόνες,
που δώρο γι’ αντίο μου’ δωσε
το πεύκο που με ζούσε,
θα πέσω πάνω σου,
σάπιε μικροαστέ.
Είμ’ ένα κουκουνάρι.
Κι όπως εσύ θα βρίζεις
που χάλασα τη γιορτή σου,
μπάλα θα γίνω ζωηρή
να παίξει το παιδί σου.
Βάζοντας γκολ σε φρεάτια,
κι όχι ζωές σε κουτάκια.
Το βιβλίο του Αλέξανδρου Κρητικού, «το δωματιάκι του μηδενός», κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2023 σε 40 αριθμημένα αντίτυπα και διατίθεται με ελεύθερη συνεισφορά. Μπορείς να το βρεις απ’ τον ίδιο εδώ ή στους παρακάτω χώρους:
- Βιβλιοπωλείο Kompraí, Διδότου 34, Αθήνα
- Βιβλιοπωλείο Red n’ Noir, Δροσοπούλου 52, Αθήνα
- Locomotiva cafe bar βιβλιοπωλείο, Μπόταση 7, Αθήνα
- Συνεργατικό Καφενείο Το Βαγόνι, Μέτωνος 55 & Σαρανταπόρου, Χολαργός
- Συνεργατικό Καφενείο Περιβολάκι, Αθηναίου 7, Πλατεία Ηούς, Κάτω Πετράλωνα
