38.022860, 23.700520


-ένας νόστος από την Πένυ Καραγεωργίου

σπίτι ουδέτερο:  κτήριο που προορίζεται για ιδιωτική κατοίκηση.
το κτήριο ή το διαμέρισμα που αποτελεί την κατοικία ενός ανθρώπου ή μιας οικογένειας 
Συνώνυμα: κατοικία, νοικοκυριό, οίκος
Υποκοριστικά: σπιτάκι

  Απέκτησα συνείδηση κάπου στα μέσα των 00s. Άνοιξα τα μάτια μου σε μια μικρή μονοκατοικία στα δυτικά προάστια της Αθήνας. Μ’ έμαθαν να το λέω «σπίτι», «σπί-τί», σίγμα πί γιώτα ταφ γιώτα, σπίτι. Ισόγειο-πρώτος, μια αυλή και μια βεράντα. Το ‘χτισε ο προπάππους μου, και κάποτε το σαλόνι στο οποίο έβλεπα μπάρμπι με χάρτινα μπλε-κόκκινα γυαλιά υπήρξε μαγαζί. Δυό γιαγιάδες-θείες, μαμά, μπαμπάς, δυο αδέρφια, κι εγώ. 

  Οι παιδικές μου αναμνήσεις είναι κίτρινες. Ηλιόλουστες. Παιχνίδια, 0-6 και τσάνελ νάιν στην τηλεόραση κουτί και το χώμα απ’ την αυλή. Καρέλια λευκό κατοστάρι και Γιάκομπς φουντούκι. Η μάνα μου στα καλύτερά της χρόνια και οι τρεις δουλειές του πατέρα μου. Τα βράδια της κρίσης, η πρώτη φορά που μπήκα στο ίντερνετ και η ελληνοφρένεια στην τηλεόραση. Ο γέρος στη γωνία που πουλάει λαθραία τσιγάρα κι είχε βγάλει μια κοπέλα στο κλαρί, απέναντι «Αρετή Bebe» που κάποτε υιοθέτησε ένα παιδί μα της το πήραν πίσω. Σουβλάκια στη Φώτο που και πού, και τυρόπιτα απ’ τη Σουζάννα. Τη θυμάμαι τη Σουζάννα. Με τα μαύρα της μαλλιά και το κενό στα δόντια· Όλη η ζωοδόχος πηγή μύριζε βούτυρο το πρωί. 

  Η κυρά-Κούλα απέναντι απ’ το σπίτι· ο εγγονός της ο παιδικός μου έρωτας. Τα βροχερά πρωινά τις Δευτέρες με λαϊκή. Οι σπασμένες λεοπάρ ομπρέλες που μετράνε δεκαετία. Τα μεσημερο-απογεύματα με ήλιο και ζέστη και τηγανίλα. Τα βράδια της Κυριακής μετά τον παππού. Οι μαρμάρινες σκάλες που ανέβηκα με κάθε τρόπο· στα δύο, στα τέσσερα, με γέλια, με κλάμα, μόνη, με τη Νένα, μόνη, με βαλίτσα, μόνη, με ψώνια απ’ το καρφούρ, μόνη, μόνη, μόνη. Το πρώτο τσιγάρο στο μπάνιο. Οι κούκλες στην αποθήκη που μύριζαν υγρασία. Ο φεγγίτης απ την κουκέτα που έβλεπε στην αυλή· Οι νύχτες που ξημέρωσαν ακριβώς εκεί και με βρήκαν κάπως άβολα πιο μεγάλη στο κρεβάτι. Η μούχλα στο ταβάνι. 

  Αγαπούσα και τα πλακάκια. Αγαπούσα και το μωσαϊκό του διαδρόμου. Αγαπούσα το σπίτι πριν γίνει όμορφο απ’έξω. Αγαπούσα τους τοίχους που πότισαν τηγανίλα και τσιγάρο κάθε που άλλαζε μάρκα η μάνα μου. Αγαπούσα τα ντουβάρια που έμειναν άδεια όταν έφυγε κι η τελευταία κούτα, γιατί δεν είχαν τίποτα πια να στριμώξουν μέσα τους, αναγκαστικά να ζεστάνουν να βγει ο χειμώνας, να προσέχουν όταν ο μπαμπάς έφευγε για δουλειά. Το αγαπούσα γιατί ήμουν κομμάτι του κι είμαι για πάντα δικό του κομμάτι.

Φρυγίας οκτώ. Φί, Ρό, Ύψιλον. Φρυγίας – όχι Φυγίας, μη το μπερδέψετε, γιατί είναι μιά οδός λίγο πιο κάτω. Φρυγίας – μάλιστα – Φι, Ρο, Ύψιλον. Φρυγίας Οκτώ. Έτσι έλεγαν στο τηλέφωνο, κι έτσι το ‘μαθα πριν μάθω το όνομά μου. Φι, Ρο, Ύψιλον. Φρυγίας. Οκτώ.

Σχολιάστε