-ένας νόστος από την Ολυμπία Θεοδοσίου
Τα παιδικά καλοκαίρια δεν ενηλικιώνονται ποτέ,
ριζώνουν στον τόπο που γεννήθηκαν
και παίζουν με την σκέψη σου,
κάθε φορά που εσύ ξεμακραίνεις
από την φωλιά του ουράνιου τόξου.
Αυτός ο τόπος γίνεται ο απόρθητος κύκλος σου,
εκεί βρίσκεις ξανά τον εαυτό σου
και του επιτρέπεις,
έστω και για λίγο,
να μεταμορφωθεί σε ανέμελο κύμα.
Δεν ξεχνάς ποτέ
την πρώτη αλμύρα που έντυσε την σάρκα σου,
γιατί είναι για σένα
η μέρα που αγάπησες εκείνον τον τόπο.
Το χώμα του σου άνοιξε πληγές στα γόνατα,
όμως έτσι έμαθες να νοσταλγείς
και να αναμοχλεύεις τον πυρήνα των καλοκαιρινών ονείρων.
Τις νύχτες που κάθεσαι στο αστικό μπαλκόνι σου,
το μυαλό υφαίνει το τοπίο με τον φάρο
που στέκει δίπλα στο ξωκλήσι,
και τότε μια κόκκινη κλωστή γεννημένη από την σπίθα του
τυλίγεται στα δάχτυλά σου,
σε τραβά από το μεστό σκοτάδι,
και ύστερα σε αφήνει να ακροπατήσεις
πάνω στις εύθραυστες ακμές των αστεριών.
Αυτός ο τόπος είναι μια σταγόνα μέλι από την άκρη των χειλιών του δειλινού.
Αυτός ο τόπος είναι μια παιδική κρυψώνα στον κορμό της αέναης θάλασσας.
Αυτός ο τόπος μοσχοβολάει νυχτολούλουδο.
Αυτός ο τόπος ταξιδεύει πάντα προς τον δικό μου ορίζοντα.
