Ως Εάν Εκείνος

Από την ενότητα ΕΚ ΒΡΑΧΟΥ ΑΥΤΟΦΥΗΣ IΙ.

-στα λόγια η Γεωργία Καλαφάτη
(aka Sugahspank!)

ΓΕ Ω ΜΕ ΤΡΙΑ,

ίσον το άνοιγμα του τίποτα σε ίσα όσα ιερά
σταθερά ισορροπούν καλαίσθητα.

-Και ωραία μου Κυρία,
ουδέν σπανιότερον του κάλλους
που δεν τέμνεται, δεν ισοσκελεί,
δεν τριγωνίζει, δεν αντανακλάται,
αλλά βουλιάζει πλαγίως
σε πίσσες κολλώδεις,
αχνές, βαριές,
ίσαμε τουλάχιστον τρία κοτζάμ.
Έκαστον τρίξιμο της βάσης διαταράσσει
τεραστίων διαστάσεων τραπεζοειδή γρανάζια,
κέδροι, τικ, μαόνια που ρυθμικά περιστρεφόμενα
οδεύουν στοιχισμένα,
αλλά προς πού;
Όλο το πίσω κάθισμα τραντάζεται,
όρθιο γλυπτό ετοιμόρροπο με μέρη φασαριόζικα, λυμένα,
ξύλινα, σιδερένια,
σκληρά ροδοπέταλα πινέζες τρεμοπέφτουν
κυλινδρικά στοιβαγμένα,
πίσω τρίζει, τρίζει, τρίζει,
μας έχει σπάσει τα ωά,
στο πορτ μπαγκάζ έχει στηθεί
ο Πύργος της Πελοποννήσου.

Η γέφυρα που ανεβαίνει για την εθνική πάνω από το Ειρήνης και Φιλίας
μια μέρα απόκοσμη σκαρφάλωσε μέσα σε όλη την ομίχλη που χωράει σ’ένα όραμα,
πυκνή πάχνη σαν αφρολέξ, και νόμιζα πως είχα πεθάνει
ζωντανός κι ευτυχισμένος, κοντά Του.

Το αμάξι ξάφνου ησύχασε
βαρύς λευκός κύκνος-βαρκούλα επέπλεε
στη μεσημεριάτικη κίνηση,
μπουρμπουλήθρες πλυντηρέξ,
γιγάντια κίτρινα πλαστικά φθηνά παπάκια
θυμίζουν πως το να πλένεις
το κορμί του γιού σου είναι κάτι το γρήγορο,
ενώ η ορμή του νερού σέρνει τα φορτηγά σε δίνη,
πτώση σ’ένα τεράστιο σιφόνι η Ομόνοια,
ρουφάει όλη τη σκόνη του ‘80
κι αναβλύζουν βυζιά καθαρά αστραφτερά.

Πλουτς! Και χύνω το μάτι της πάπιας.
Εκείνη με το άλλο με κοιτά πεφωτισμένη,
χυδαία νεκρή και τρομαγμένη,
έρωτας που διαλύθηκε καθώς έπεσε από ψηλά στη μηχανή του κιμά
κι ο ήλιος ξέρανε τα λιγοστά του ίχνη.

Αλλά άκου εδώ, έχω φάει απανωτά
όλο το ρολό, και το ταψί και τη σπάτουλα.
Θυμάσαι εκείνο το κλασικό έργο της Κυριακής
το μίζερο, το χιλιοειπωμένο,
με τα “καλά” τραπεζομάντηλα
και το σερβίτσιο απ’ το βενζινάδικο;
Απ’ έξω κιμάς χοντρός
να τυλίγει μέσα του ένα αυγό,
κι αν είχες την τιμή του άντρα να κόψεις κάθετα,
φανέρωνε τρεις ουράνιους κύκλους:
Έναν σκούρο, έναν λευκό κι έναν χρυσό στο κέντρο.
Α, μου αρέσει, έλεγα,
όσο και τα υπολείμματα της μπεσαμέλ
από τον πάτο του τσουκαλιού,
κι ας έχει γεωμετρία το ιερό του κιμά,
κι ας γλείφω ανίερα το δάχτυλο με την
λευκή πηχτή αλμυρή κρέμα.
Ένα εκκρεμές στο τίποτα χτυπάει
μια το κούτελο σου και μια το πέος μου.

Μα που συνέβησαν όλα αυτά;
Αλλού; Σίγουρα;


Το ποίημα προέρχεται από την ποιητική συλλογή της Γεωργίας Καλαφάτη (γνωστή ως Sugahspank!), Η αγέραστος Ρόζα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΩ.

Σχολιάστε