Εσύ


-στα λόγια η Κ.Π.

Κοιταζόμασταν με τις ώρες,
κάθε Κυριακή φοράγαμε τα καλά μας.
Ασυγκίνητοι στον χρόνο.
Παθιασμένοι στον πόνο.

Στόχευες πάντα στα μάτια μου,
πάντα θλιμμένα μα αναπάντεχα μεγάλα
κάθε που πέφταν πάνω σου
και σε αφόπλιζαν,
για να σε κατακτήσουν.

Κάθε Παρασκευή έσπρωχνα
τους δείκτες να έρθουν να σε βρουν
σε κάποιο πέτρινο σοκάκι της Αθήνας,
εκεί που μόνο υπέροχες ψυχές συχνάζουν.

Και κάθε φορά που τέλειωνε ο κόσμος ξεδιψώντας με βροχή,
κάθε Παρασκευή του Μάη,
μου υποσχόσουν ένα ακόμη φιλί
όταν τα αντίθετα ερωτεύονταν το πάθος
και συντρίβονταν άδικα και αφύσικα πολύ.

Όλα μοσχοβολούσανε γιασεμί και άνθιζαν μεταρσιωτικά
μόνο κάθε άνοιξη,
έτσι είχαν μάθει…
έτσι τα είχες εκπαιδεύσει, μόνο εσύ.

Πλέον περπατώ και γυρνώ στο κατώφλι σου νοερά.
Δεν μυρίζει πια το γιασεμί, μαράθηκε.
Δεν συχνάζω στην Αθήνα και με τρομάζει η βροχή μην διαβρώσει κάτι από τις αναμνήσεις μου,
κάτι από εσένα και εμένα,
από το μαζί που υπήρξαμε.

Υπήρξαμε για να καταρρίπτουμε
τις αντιθέσεις που πάντα σε γοήτευαν,
όσο τις γρατσούνιζες
κρεμασμένος από τον λαιμό μου
σε μια προσπάθεια να διαπεράσεις
τα όρια του πορτρέτου σου κουμπώνοντας με το δικό μου
πότε τιμωρητικά, πότε εκστατικά.

Μονάχη τώρα παλεύω
με οράματα και είδωλα σε καθρέφτες που καταρρέουν διαστροφικά
μαζί με την αντανάκλασή τους και μένουν έρημα και υπερήφανα
ένα απωθημένο,
ένα παράπονο
και μια ελπίδα.

–φωτογραφία από Pinterest

Σχολιάστε