Στον ακάλυπτο


-στα λόγια η Γαρουφαλιά Στέτου

Ώρες ώρες σφυρίζουν οι πατούσες μου για λίγη προσοχή, λίγο χορτάρι και νούφαρα, κάνουν μπάνιο σε κόκκινο βαμβάκι, αφρό ξυρίσματος 

και ύστερα 

πηδούν από την ταράτσα 

Πιάνομαι με μανταλάκια και εγώ και τα κοιτάζω όλα ανάποδα, πέφτω από ταράτσες, ταΐζομαι λευκό και λουλακί. Ξεφυσώ χνώτο ξεχασμένου καφέ. Ρουφώ πίξελ και βγάζω φωτογραφίες τα πεζοδρόμια. Τις περισσότερες φορές μπερδεύω το φεγγάρι με τους φανοστάτες και δανείζομαι πικρόχολα χαμόγελα, κλείνω τη μύτη μου για πλάκα και βουτάω πάλι να αποκοιμηθώ στα μαλλιά μου.

Αν θυμάμαι, αν θυμηθώ ακόμη κι αν ξεχάσω.

Θα κάνω απεντόμωση στο μπαλκόνι μου να αράζω σαν κύρια φιγούρα στον ακάλυπτο.

Θα κλέψω όλα τα φανάρια του δρόμου να στολίσω το στραβό δέντρο που όλο λέω θα κλαδέψω και όλο μου γαργαλά τα μάγουλα.

Αν θυμάμαι, αν θυμηθώ ή ακόμη κι αν πεθάνω.

Θα πάω στο μαγαζί που πήρα την κόκκινη τσάντα με τις γάτες στην Πράγα, θα σκύψω κάτω από τις καμάρες και θα λυγίζω σαν υγρό γυαλί, και σαν πυρακτωμένο μέταλλο. Εύπλαστο υλικό, να αυτό θέλω να ‘μαι.

Αν θυμάμαι, αν θυμηθώ ή ακόμα ξεχάσω.

Θέλω τα στοπ να γίνουν πάμε και περίμενε και λίγο ακόμα. Θέλω τα ταξί να είναι πλωτά διαμερίσματα και οι σιφονιέρες να μη βρωμάνε θάνατο αλλά λεβάντα. Θέλω το κατακάθι του καφέ να φτιάχνει τα μουστάκια μου και μια βεντάλια να έχω για ουρανό.

Αν θυμάμαι, αν θυμηθώ ή ακόμα κι αν πεθάνω.

Ας έρθει κάποιος να μου χτυπήσει το κουδούνι με το ξένο όνομα και να απλώσει μαζί μου την μπουγάδα. Ας έρθει κάποιος να σκοτώνει κατσαρίδες και να μου ψιθυρίζει ποιήματα.

Αν θυμάμαι αν θυμηθώ ή ακόμα κι αν ξεχάσεις.

Η ώρα είναι 1:56 κι εγώ φοράω λευκά εσώρουχα κάθομαι οκλαδόν στο πάτωμα και απλώς γράφω ποιήματα. Μηχανάκια περνούν απλώς απ’ έξω.

–φωτογραφία από Pinterest

Σχολιάστε