-στα λόγια ο Παντελής Αδαμίδης
Όχι, στον πεζόδρομο της Ρήγα Φεραίου. Μακριά απ’ αγορές και παρελκόμενα . Είμαι κατηγορηματικός. Σε τούτη τη γωνιά δεν χωράν φωνασκίες κι οχλοβοές. Μόνο το δαιμόνιο άρπισμα του Χατζή. Ο στεντόρειος λυρισμός της Μαρινέλλας. Ρεσιτάλ.
Πριν την πλατεία Όλγας. Σ’ ήσυχη γωνιά, ανάμεσα Γκότση και Σατωβριάνδου . Ο Γάλλος περιηγητής· φυσά τον σκονισμένο τόμο. Η προμετωπίδα από λιθογραφία, φαβορίτες, ¾ το πρόσωπο, σχεδόν ανφάς, νέος. Κοίτα κι εδώ μια στιγμή.
Έξω, τα Βίπερ. Κάλβος, δραχμαί 14.
Μέσα, συστάδες οι δερματόδετοι τόμοι. Εγκυκλοπαίδειες, ανθολογήματα της γενιάς του 80’. Γιατρός για όλη την οικογένεια. Δίφρος, Δαρέμα, Αστήρ, Άγκυρα, Καιρός. Συλλεκτικές κι οι εκδόσεις της Εστίας.
Γεια σου, μπάρμπα- Αλέξανδρε! Γεια σου, κυρ- Ανδρέα ιατρέ! Τα σέβη μου, σιορ Γρηγόριε!
Ένα χρυσό ρολόι αραδιασμένο σε ξύλινο σεντούκι. Λάμπες σε βάση από πορσελάνη. Ταπισερί με συντροφιές από τα χρόνια του Ιωσήφ του φιλοτέχνου. Λαούτα, νέοι σ’ αρκαδικά ειδύλλια. Κι ο Λευκαδίτης ο ζωγράφος, που ονειρεύτηκε θημωνιές να δέρνει ανήλεα τ’ αγιάζι. Μακριά, εις το νησί.
Παίζω τα ρέστα μου κι είναι κάλπικο τ’ αγώνισμα. Περιδιαβαίνω, χάνομαι. Καταλήγω στο δρομάκι της Παρθενάκου. Ανοίγουν-κλείνουν στόρια, κι ο σκοπός μ’ αγγίζει υπαινικτικά.
Σύνορα η αγάπη δεν γνωρίζει…
Ξεχάστηκα. Ήταν σούρουπο ή χάραμα; Μπροστά το Παναχαϊκό. Βγήκα στον δρόμο. Πώς είναι ανοικτό το μαγαζί; Πού πήγαν οι νόμοι, τα ωράρια;
Όλα θάφτηκαν, κάτω από κιτρινισμένες σελίδες. Γεμάτες υγρασία. Μύριοι Χειμώνες, καλοκαίρια. Καιροί και χρόνοι απλωμένοι σαν θάλασσα.
Κάτω από ομόλογα, χρεόγραφα και συμβόλαια κτηματαγορών. Βούλες, υπογραφές κι αλφάβητα που θύμιζαν Βαλκάνια. Τότες που γλυτώναμε απ’ τους Οθωμανούς.
Πάτρα, Ιούλιος 2020.