-στα λόγια ο Παντελής Αδαμίδης
Πρώτη εβδομάδα Σεπτεμβρίου.
Ξύπνησα ταραγμένος. Σπάνια κοιμάμαι τα μεσημέρια. Οι γονείς μου ήταν έξω. Η μάνα μου στης Σταυρούλας κι ο πατέρας στο προπατζίδικο. Ήμουν σίγουρος ότι θυμόμουν σωστά. Ποιος άφησε ανοιχτό το τρανζιστοράκι στη κουζίνα; Το διαμέρισμα ήταν σκοτεινό. Σουρούπωνε. Αραιά και πού, ακούγονταν μπουμπουνητά. Γκρίζα σύννεφα μαζεύονταν στον ουρανό. Μαβιές αποχρώσεις πάνω τους πρόδιδαν το απόγευμα. Ήταν ακόμη μέρα. Μια ψιλή βροχή άρχισε να πέφτει ανάλαφρα στα πεζοδρόμια. Χτακ- Χτακ- Χτακ. Άνοιξα το φως και κάθισα στη κουζίνα. Η μάνα μου θυμιάτισε. Μπροστά μου, ο Άγιος Παντελεήμων κρατούσε σπλαχνικά τη λαβίδα. Τώρα δροσίζει.
Χτακ- Χτακ- Χτακ.
Φθινοπώριασε.
Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι…
-φωτογραφία από Pinterest–