Χούλιο Κορτάσαρ: «Πού είναι η αρχή, το τέλος και –το πιο σημαντικό– η μέση;»


-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης

Θεωρείται ένας από τους περισσότερο καινοτόμους και πρωτότυπους συγγραφείς της γενιάς του, κορυφαίος της ποιητικής πεζογραφίας και του διηγήματος γενικά και δημιουργός σημαντικών μυθιστορημάτων που εγκαινίασαν έναν νέο τρόπο λογοτεχνικής δημιουργίας στον ισπανόφωνο κόσμο, σπάζοντας τις κλασσικές φόρμες μέσα από αφηγήσεις που αψηφούσαν τη χρονική γραμμικότητα. Καθώς το περιεχόμενο των έργων του ακροβατεί μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, συχνά τοποθετείται ανάμεσα στα είδη του μαγικού ρεαλισμού και του υπερρεαλισμού. Ο Χούλιο Κορτάσαρ.

Βιογραφία


Γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου του 1914, στις τότε κατεχόμενες από τους Γερμανούς Βρυξέλλες, από Αργεντινούς γονείς. Λίγο αργότερα η οικογένειά του μετακομίζει στην Ελβετία όπου θα παραμείνει για δύο χρόνια, προτού περάσει για μικρό χρονικό διάστημα στη Βαρκελώνη, ενώ το 1919 θα εγκατασταθούν οριστικά λίγο πιο έξω από το Μπουένος Άιρες.
Όταν ο Χούλιο ήταν μόλις έξι ετών ο πατέρας του εγκαταλείπει την οικογένεια και σταματά κάθε επικοινωνία μαζί τους, έτσι ο Κορτάσαρ περνά σχεδόν ολόκληρη την παιδική του ηλικία στο Μπάνφιλντ, προάστιο του Μπουένος Άιρες, με τη μητέρα του και τη μικρότερη αδερφή του, Οφηλία. Το οικογενειακό σπίτι, με την πίσω αυλή, αποτέλεσε έμπνευση για μερικές ιστορίες που έγραψε αργότερα. Όπως περιγράφει ο ίδιος σε μια επιστολή του το 1963, η περίοδος εκείνη της ζωής του ήταν «γεμάτη δουλεία, υπερβολική ευαισθησία, φοβερή και συχνή θλίψη». Ήταν ένα φιλάσθενο παιδί και περνούσε τον περισσότερο χρόνο του διαβάζοντας στο κρεβάτι. Η μητέρα του, που ήταν ιδιαίτερα γλωσσομαθής, τον έφερε σε επαφή με τα έργα του Ιουλίου Βερν, τον οποίο ο Κορτάσαρ θαύμαζε για την υπόλοιπη ζωή του.

Το 1928 ξεκινά τις σπουδές του στην Παιδαγωγική Ακαδημία Mariano Acosta, από την οποία θα αποφοιτήσει το 1932 σε ηλικία 18 ετών, με πιστοποίηση για διδασκαλία σε δημοτικό σχολείο. Αργότερα επεδίωξε την ανώτερη μόρφωση στους τομείς της φιλοσοφίας και της φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για οικονομικούς λόγους. Το 1944 μετατίθεται σε ένα σχολείο στην πόλη Κούγιο ενώ παράλληλα διδάσκει γαλλική λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο της πόλης και συμμετέχει σε συλλαλητήρια κατά του Περόν. Ωστόσο, με τη νίκη του τελευταίου το 1945, αναγκάζεται να παραιτηθεί από τη θέση του και να επιστρέψει στο Μπουένος Άιρες.

Μεταναστεύει στη Παρίσι το 1951, με υποτροφία του Γαλλικού κράτους, όπου θα ζήσει και θα εργαστεί για την υπόλοιπη ζωή του, ενώ από τον επόμενο χρόνο προσλαμβάνεται από την Unesco ως μεταφραστής. Στη Γαλλία συγγράφει τα περισσότερα από τα σημαντικότερα έργα του και στα επόμενα χρόνια ασχολείται ενεργά  κατά της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λατινική Αμερική και υποστηρίζει την επανάσταση των Sandinista στη Νικαράγουα και των Κάστρο και Αλιέντε στην Κούβα και τη Χιλή αντίστοιχα.

Η ερωτική του ζωή καθορίζεται, κυρίως,  από τρεις μεγάλες σχέσεις που είχε. Η πρώτη ήταν η Αουρόρα Μπερνάρδες, μια Αργεντινή μεταφράστρια, την οποία παντρεύεται στο 1953. Ωστόσο, το 1968 χωρίζουν εξαιτίας της σχέσης του Κορτάσαρ με την Ούγκνε Κάρβελις, συγγραφέα, επιμελήτρια , μεταφράστρια και σκηνοθέτιδα από τη Λιθουανία. Αργότερα, παντρεύεται την Καναδή συγγραφέα Κάρολ Ντάνλοπ, η οποία θα φύγει από τη ζωή το 1982, κι έτσι τα τελευταία χρόνια ο Κορτάσαρ θα σμίξει ξανά με την Μπερνάρδες, η οποία μάλιστα θα κληρονομήσει και τα δικαιώματα για τα έργα του μετά τον θάνατό του.

Ο Χούλιο Κορτάσαρ πεθαίνει τελικά το 1984 στο Παρίσι, με αιτία θανάτου να αναφέρεται η λευχαιμία, αν και μερικές πηγές κάνουν λόγο για AIDS, ύστερα από μια μετάγγιση αίματος.

Τα πρώτα βήματα


Το 1938 σε ηλικία 24 ετών αυτοεκδίδει, υπό το ψευδώνυμο Χούλιο Ντένις, τη συλλογή με σονέτα «Presencia», την οποία αργότερα θα αποκηρύξει, δηλώνοντας σε μια συνέντευξη του 1977 ότι η έκδοσή της ήταν η μόνη του παραβίαση στην αρχή του να μην εκδίδει κανένα βιβλίο, αν πρώτα δεν ήταν πεπεισμένος ότι αυτό που ήταν γραμμένο ήταν αυτό που ήθελε να πει.
Το 1949 εξέδωσε το θεατρικό έργο «Los Reyes», βασισμένο στο μύθο του Θησέα και του Μινώταυρου. Ο Κορτάσαρ έγραψε επίσης πλήθος διηγημάτων και σύντομων ιστοριών, συγκεντρωμένα σε συλλογές όπως οι «Bestiario» (1951), «Final del juego» (1956) και «Las armas secretas» (1959), ενώ κατά τη διάρκεια της ζωής του δημοσίευσε τέσσερα μυθιστορήματα συμπεριλαμβανομένου και του θρυλικού «Κουτσό» (1963), που θεωρείται το αριστούργημά του.

Το «Κουτσό» είναι ένα μυθιστόρημα ανοιχτής δομής ή μάλλον ένα αντιμυθιστόρημα: η χύμα αφήγησή του ακολουθεί τον εκπατρισμένο Οράσιο Ολιβέιρα αρχικά στο Παρίσι και μετέπειτα στην επιστροφή του στο Μπουένος Άιρες, ωστόσο η καινοτομία του βρίσκεται στον τρόπο της ανάγνωσής του. Ο Κορτάσαρ δίνει στον αναγνώστη τουλάχιστον δύο επιλογές για το πώς θα διαβάσει το βιβλίο, μία γραμμική που φτάνει έως το κεφάλαιο 56 και μια μη γραμμική που πηδά από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ανάλογα με τις οδηγίες του συγγραφέα. Ο Κορτάσαρ παίζει έτσι συνεχώς με τον αναγνώστη και με την έννοια της λογοτεχνίας, δημιουργώντας στην ουσία ένα μεταλογοτεχνικό έργο, χρησιμοποιώντας τις τεχνικές του εσωτερικού μονολόγου και της συνειδησιακής ροής, με βασικές επιρροές του να είναι ο Τζέιμς Τζόις και άλλοι μοντερνιστές, το κίνημα του σουρεαλισμού και η αυτοσχεδιαστική αισθητική της τζαζ.
Το «Κουτσό» επαινέθηκε ιδιαίτερα από άλλους Λατινοαμερικάνους συγγραφείς όπως ο Κάρλος Φουέντες και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκεζ , πυροδότησε σε παγκόσμια κλίμακα τη φήμη του Κορτάσαρ και τον καθιέρωσε ως έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα.

Αναγνώριση και κληρονομιά


Τα επόμενα χρόνια ο Κορτάσαρ συνέχισε να εκδίδει ποίηση, θεατρικά έργα, διηγήματα και διάφορα μη μυθοπλαστικά έργα ενώ δύο μυθιστορήματα που έγραψε τη δεκαετία του 1960 κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του.
Μία από τις τελευταίες του δουλειές ήταν η συνεργασία με τη σύντροφό του Κάρολ Ντάνλοπ στο «The Autonauts of the Cosmoroute», που αναφέρεται στην εκτεταμένη περιοδεία του ζευγαριού κατά μήκος ενός αυτοκινητόδρομου από το Παρίσι προς τη Μασσαλία, με ένα βανάκι Volkswagen με το ψευδώνυμο Fafner. Ως μεταφραστής ολοκλήρωσε τις ισπανόφωνες αποδόσεις του Ροβινσώνα Κρούσου και τα άπαντα πεζά έργα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε.


Αναγνωρίζοντας τη σημασία του στην ανάπτυξη του είδους στην Λατινική Αμερική, χειραφετώντας το από τις ευρωπαϊκές παραδόσεις και πρωτοστατώντας στο σύγχρονο Λατινοαμερικάνικο μυθιστόρημα, ο Κάρλος Φουέντες ονόμασε τον Κορτάσαρ «τον Σιμόν Μπολιβάρ του μυθιστορήματος». Το «Κουτσό» ήταν το πρώτο από τα Λατινοαμερικάνικα έργα της «boom» γενιάς του 1960 που κέρδισε τη διεθνή προσοχή, ενώ συνεχίζει να εκδίδεται και να διαβάζεται με πάθος μέχρι σήμερα, καθιστώντας τον Κορτάσαρ ως κλασικό πλέον συγγραφέα αλλά και αντικείμενο λατρείας της σύγχρονης λογοτεχνικής κουλτούρας.

Πάμπλο Νερούδα : «Όποιος δεν έχει διαβάσει Κορτάσαρ είναι καταδικασμένος. Αυτό, το να μην τον έχεις διαβάσει, είναι μια σοβαρή, ύπουλη αρρώστια που με τον καιρό μπορεί να έχει τρομερές συνέπειες. Κάτι ανάλογο με κάποιον που δεν έχει φάει ποτέ ροδάκινο. Θ’ αρχίσει να γίνεται όλο και πιο μελαγχολικός, θα χάνει το χρώμα του και, πολύ πιθανόν, σιγά σιγά, θα χάσει και τα μαλλιά του.»


απόσπασμα από το Κουτσό που επιλέγει η {στίξη}:


«Αγγίζω το στόμα σου, με το δάχτυλό μου αγγίζω το περίγραμμα του σώματός σου, το σχεδιάζω σαν να το δημιουργεί το χέρι μου, σαν το στόμα σου να μισανοίγει για πρώτη φορά και αρκεί να κλείσω τα μάτια μου για να το σβήσω και να ξαναρχίσω να το φτιάχνω, και κάθε φορά κάνω να γεννιέται το στόμα που ποθώ, το στόμα που επιλέγει το χέρι μου και σχεδιάζει πάνω στο πρόσωπό σου, ένα στόμα επιλεγμένο ανάμεσα σε τόσα άλλα, επιλεγμένο με ηγεμονική ελευθερία από μένα για να το ζωγραφίσει το χέρι μου πάνω στο πρόσωπό σου και που από ένα γύρισμα της τύχης που δεν προσπαθώ να καταλάβω συμπίπτει ακριβώς με το στόμα σου που χαμογελάει κάτω από εκείνο που σχεδιάζει το χέρι μου.
Με κοιτάς, με κοιτάς από κοντά, κάθε φορά και από πιο κοντά και τότε παίζουμε τον κύκλωπα, κοιταζόμαστε όλο και από πιο κοντά και τα μάτια μεγαλώνουν, πλησιάζουν το ένα το άλλο, κολλάνε το ένα στο άλλο και οι κύκλωπες κοιτιούνται, οι ανάσες τους μπλέκουν, τα στόματα συναντιούνται και παλεύουν ανόρεχτα, δαγκώνονται χείλια με χείλια, ακουμπώντας μόλις τη γλώσσα πάνω στα δόντια, παίζουν μέσα στον περίβολό τους όπου πηγαινοέρχεται ένας βαρύς αέρας με ένα παλιό άρωμα και μια σιωπή.
Τότε τα χέρια μου θέλουν να βυθιστούν στα μαλλιά σου, να χαϊδέψουν αργά τα βάθη των μαλλιών σου ενώ φιλιόμαστε σαν το στόμα μας να είναι γεμάτο λουλούδια ή ψάρια, ζωηρές κινήσεις, σκοτεινή ευωδιά. Και όταν δαγκωνόμαστε ο πόνος είναι γλυκός κι όταν πνιγόμαστε μ’ ένα σύντομο και τρομερό ταυτόχρονο ρούφηγμα της αναπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι όμορφος. Και υπάρχει ένα και μόνο σάλιο, μια και μόνη γεύση από ώριμο φρούτο κι εγώ σε νιώθω ν’ ανατριχιάζεις απάνω μου όπως η σελήνη στο νερό.»


*Προτεινόμενη μουσική: John Coltrane – Blue train
*Προτεινόμενο βιβλίο: Κουτσό

Πηγές: New World Encyclopedia | Wikipedia | Εκδόσεις Opera
-Φωτογραφίες από Pinterest

2 σκέψεις σχετικά με το “Χούλιο Κορτάσαρ: «Πού είναι η αρχή, το τέλος και –το πιο σημαντικό– η μέση;»

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s