Ωμός, καυστικός, ρεαλιστικός. | «Ο σκύλος μου ο Ηλίθιος», του Τζων Φάντε


-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης


«Ξανά το άλυτο και θεμελιώδες ερώτημα της ζωής μου άρχισε να με κατατρύχει. Τι σκατά έκανα σε τούτο τον μικρό πλανήτη; Πενηνταπέντε χρόνια, γι’ αυτό; Ήταν παράλογο. Πόσο απείχε η Ρώμη; Δώδεκα ώρες; Και η Νάπολη ήταν ωραία. Το Ποζιτάνο. Η Ίσκια. Έτσι υθα τελείωνε η ζωή μου; Σ’ ένα σπίτι με σχήμα Υ στο Πόιντ Ντιουμ; Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ο Θεός μού είχε σκαρώσει φάρσα.»


Ο Χένρι Μολίσε είναι ένας πενηνταπεντάρης που ζει με την οικογένειά του, τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά τους, σε ένα ράντσο στο Πόιντ Ντιουμ της Σάντα Μόνικα. Είναι, επίσης, συγγραφέας και σεναριογράφος, μόνο που πλέον τα σενάριά του δεν δέχονται προσφορές και για τα μυθιστορήματά του δεν μπορεί να σταυρώσει λέξη. Βιοπορίζεται κυρίως από το επίδομα ανεργίας που παίρνει τακτικά, όπως και άλλοι εκπεσόντες αστέρες του χώρου, και ονειρεύεται συνεχώς να παρατήσει ολοκληρωτικά τη μέχρι τότε ζωή του και να μετακομίσει στη Ρώμη, για να τρώει καρπούζι στην Πιάτσα Ναβόνα με μια νεαρή μελαχροινή.
Για αυτό του το σχέδιο, ωστόσο, δεν κάνει τίποτα (πέρα από το να φαντασιώνεται να σκοτώνει τη γυναίκα του και να εγκαταλείπει τα ενήλικα παιδιά του), μέχρι τη στιγμή που εμφανίζεται στην αυλή του ένας σκύλος. Ο Ηλίθιος θα πυροδοτήσει με τη συμπεριφορά του νέες καταστάσεις, θα ανατείνει τη διάθεση του Μολίσε και θα φέρει λίγο πιο κοντά εκείνα που ο μεσήλικας συγγραφέας –μάλλον- επιθυμεί.

Η νουβέλα του Τζων Φάντε «Ο σκύλος μου ο Ηλίθιος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα, είναι ωμή, ρεαλιστική, καυστική. Καδράρει έναν πρωταγωνιστή που είναι γλοιώδης, δειλός και κυνικός και που, ωστόσο, δύσκολα δεν ταυτίζεσαι μαζί του στις ενδόμυχες σκέψεις σου. Στην αρχή, μέσα από τον συμβολισμό που ενσαρκώνει ο σκύλος και της αλληλεπίδρασης με τον Μολίσε, γινόμαστε μάρτυρες ενός αμήχανου, ενοχλητικού ψυχισμού, που όμως δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε σε αυτόν τις πιο υποσυνείδητες και κρυφές σκέψεις μας. Μπροστά μας ξετυλίγεται ένα παιχνίδι επιθυμιών, τα αντικρουόμενα θέλω, οι αδυναμίες, το πώς αλλάζει η οπτική μας για κάτι ανάλογα αν αυτό συμβαδίζει με τις προσδοκίες μας ή όχι. Ταυτόχρονα στο προσκήνιο αναδεικνύεται η εκπλήρωση της επιθυμίας, το πόσο κοντά φτάνει κανείς στο να πετύχει το στόχο του, προκειμένου εκεί, σε αυτό ακριβώς το σημείο, να βάλει τα πράγματα κάτω και να τα σταθμίσει, για το τι έκανε ή για το τι θέλει στ’ αλήθεια.  Πηγαίνοντας προς το τέλος, το βιβλίο αλλάζει σιγά σιγά πρόσωπο, γίνεται περισσότερο ήρεμο, μοναχικό και αναζητά μια λύση, αναζητά την αποδοχή για τον ήρωά του, την πραότητά του.

Η γλώσσα του συγγραφέα είναι απλή, ξερή και χιουμοριστική. Χρησιμοποιεί πολύ συχνά την ειρωνεία τόσο για τον εαυτό του όσο και για τις καταστάσεις που περιγράφει, ενώ ακροβατεί ανάμεσα στον πλήρη κυνισμό, την ωμότητα και στην τυπικότητα. Γράφει σε α’ πρόσωπο, επομένως μοιάζει πολύ με ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα, πράγμα που επιτρέπει στους χαρακτήρες να ξεδιπλωθούν ομοιόμορφα μέσα από τους διαλόγους και τις πληροφορίες που μας δίνει ο πρωταγωνιστής. Η ροή της ανάγνωσης δεν δυσκολεύει πουθενά, ενώ μικρά στοιχεία της πλοκής σε κάνουν να θες να συνεχίσεις για να δεις πώς θα εξελιχθεί η ιστορία.
Στα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι εκδόσεις Δώμα, όπως σε όλα σχεδόν τα βιβλία τους, έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά. Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί ένα απλό σχέδιο από τον Λουκά Μπάκα, που είναι χαρακτηριστικό της ιστορίας και συμβολικό ταυτόχρονα (παρατηρήστε τα δόντια που εμφανίζονται σαν εσοχές του καρότου), ενώ το χρώμα για το ντύσιμο του βιβλίου έρχεται και δένει ιδανικά, κάνοντάς το στολίδι για μια βιβλιοθήκη. Γραμματοσειρές τόσο στο εξώφυλλο όσο και στο εσωτερικό άψογες, στήσιμο ξεκούραστο, λιτό (χωρίς πολλές σημειώσεις ή στολίδια), χρώματα και υλικό ταιριαστά, αισθητική γενικά αλάνθαστη.

Το bottom line: «Ο σκύλος μου ο Ηλίθιος» είναι ένα βιβλίο που είναι εύστοχο από όλες τις απόψεις. Κερδίζει, αρχικά, πολύ στην εμφάνισή του, η οποία όμως αποδίδει ένα κείμενο εξίσου περιεκτικό, λακωνικό και κομψό. Σε βάζει σίγουρα σε συλλογισμό και σου αφήνει μια αίσθηση αμερικάνικης ηθογραφικής ταινίας, μέσα από τις εικόνες που περιγράφει ο Τζων Φάντε και από την έξυπνη παρουσίαση των χαρακτήρων. Κερδίζει ολοκληρωτικά το στοίχημα και είναι, νομίζω, μια έκδοση που έλειπε από τα ελληνικά δεδομένα.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s