Ναπολέων Λαπαθιώτης: ο «άγνωστος» ποιητής και φημισμένος δανδής της Αθήνας


-στα λόγια ο Νίκος Σταϊκούλης

Μια φορά κι έναν καιρό ή καλύτερα τη νύχτα προς τα ξημερώματα της 31ης Οκτωβρίου του 1888, στην Αθήνα, σ’ ένα σπίτι της πλατείας των Αγίων Θεοδώρων, είδε το φως ένα κατάξανθο παιδάκι. Η γέννα ήταν δύσκολη και τη μητέρα -μιαν από τις ομορφότερες γυναίκες του καιρού της- οι γιατροί την είχαν απελπίσει. Κι οι γιατροί που την είχαν απελπίσει ήταν οι πιο ονομαστοί της εποχής εκείνης… Να, όμως, που την πιο κρίσιμη βραδιά, μια γυναίκα ηλικιωμένη και γειτόνισσα, που έκανε χρέη νοσοκόμας, εκεί που αγρυπνούσε στο χαγιάτι, έξω από την κάμαρη της άρρωστης, καθώς την είχε πάρει ο ύπνος πάνω στην καρέκλα, είδε ν’ ανεβαίνουν ξαφνικά τη σκάλα δυο ψηλοί άντρες, παράξενα ντυμένοι, με φορεσιές χρωματιστές, που έπεφταν ως τα πόδια, και που βαστούσαν, ο καθένας τους στο χέρι, κι από μια μικρούλα κασετίνα. Κι όπως εκείνη πετάχτηκε απ’ τη θέση της και με δάκρυα στα μάτια τους φώναξε: -Που πάτε; Μέσα έχουμε την άρρωστη μητερούλα, την καημένη και θα μας πεθάνει… Εκείνοι χαμογέλασαν και κάνοντας της μιαν εκφραστική, καθησυχαστική χειρονομία, της είπαν με πολύ γλυκιά φωνή: -Γι’ αυτήν κι εμείς ερχόμαστε! Ήρθαμε να την κάνουμε καλά! Έννοια σου κυρά μου και θα ζήσει! Κι η γυναίκα ξύπνησε και χάθηκαν… Κι αληθινά απ’ την άλλη μέρα το πρωί, ο πυρετός άρχισε να πέφτει κι η άρρωστη να γίνεται καλύτερα. Και διαδόθηκε στη γειτονιά αμέσως το θαύμα των Αγίων Θεοδώρων…

Ναπολέων Λαπαθιώτης, Η Ζωή μου

Βιογραφία


Γεννιέται στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου του 1888, από πατέρα κυπριακής καταγωγής, στρατιωτικό που αργότερα διετέλεσε και βουλευτής και υπουργός, και μητέρα ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη. Σε μικρή ηλικία μετακομίζει με την οικογένειά του στο Ναύπλιο, όπου πηγαίνει σχολείο και διδάσκεται αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, αλλά και μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής. Με την κήρυξη του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, ο πατέρας φεύγει για το μέτωπο και ο ίδιος με τη μητέρα του επιστρέφουν στην Αθήνα.

Το 1905 ξεκινά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από όπου θα αποφοιτήσει το 1909 με δίπλωμα Νομικής, επάγγελμα που δεν θα ασκήσει, ωστόσο, ποτέ. Όταν ξέσπασε ο Εθνικός Διχασμός στη χώρα, ο Ναπολέων με τον πατέρα του εγκαθίστανται στη Θεσσαλονίκη και εντάσσονται στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας του Βενιζέλου. Λίγο αργότερα θα ταξιδέψουν μαζί στην Αίγυπτο, όπου γνωρίζεται με τον Κ.Π Καβάφη. Έπειτα κατατάσσεται στο στρατό και παραμένει έως το 1921 σαν ανθυπολοχαγός – διερμηνέας.

Ενώ στην αρχή ήταν πολιτικά ταγμένος υπέρ του Βενιζέλου, αργότερα, κατά τη δεκαετία του 1920, έρχεται σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες και εντάσσεται στο χώρο του κομμουνισμού, ενώ το 1943 συνδέεται στενά με τους μαχητές του ΕΛΑΣ. Έζησε όλη του τη ζωή με τους γονείς του στο πατρικό, ένα διώροφο νεοκλασικό στα Εξάρχεια, κάτω από το λόφο του Στρέφη, ενώ ήταν φημισμένος δανδής της Αθήνας, προβάλλοντας ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του και εμφανιζόμενος με εκκεντρικές αμφιέσεις. Ο εθισμός του στα ναρκωτικά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν κατάφερε ποτέ να ανεξαρτητοποιηθεί από τους γονείς του, ήταν αυτό που τελικά τον κατέβαλε. Το 1937 πεθαίνει η μητέρα του και πέντε χρόνια αργότερα, το 1942, πεθαίνει και ο πατέρας του, γεγονότα που άφησαν κυριολεκτικά και οικονομικά τον Λαπαθιώτη ορφανό. Καταπονημένος από τις στερήσεις και τον εθισμό του και έχοντας σπαταλήσει την περιουσία του προκειμένου να επιβιώσει, αυτοκτονεί στις 7 Ιανουαρίου του 1944, μέσα στο σπίτι του με το πιστόλι του πατέρα του. Η κηδεία του έγινε 4 μέρες αργότερα, επιθυμία του ίδιου που φοβόταν για το φαινόμενο της νεκροφάνειας, με τα έξοδα να καλύπτονται από έρανο των φίλων του.

Τα πρώτα βήματα


Όπως αναφέρεται, ο Λαπαθιώτης ξεκίνησε να ασχολείται με την ποίηση από μικρό παιδί. Το 1901, στην ηλικία των δεκατριών, συγγράφει ένα έμμετρο δράμα, το «Νέρων ο Τύραννος», που εκδίδεται με τη βοήθεια του πατέρα του. Η επίσημη εμφάνιση στα γράμματα γίνεται, όμως, το 1905 και στο περιοδικό Νουμάς  με το ποίημα «Έκσταση».

Το 1907 ιδρύει μαζί με άλλους εννιά νέους λογοτέχνες το ποιητικό περιοδικό Ηγησώ, που θα κυκλοφορήσει δέκα συνολικά τεύχη έως το 1908 και θα συμπεριλάβει 16 ποιήματά του. Μετά τη διακοπή της κυκλοφορίας του περιοδικού, ξεκινά να συνεργάζεται ως συντάκτης και δημοσιογράφος  με την εφημερίδα Εσπερινή και το περιοδικό Ελλάς. Την ίδια περίοδο γνωρίζεται και με τον Άγγελο Σικελιανό.

Τα επόμενα χρόνια συνεργάζεται με πληθώρα περιοδικών και μέσων όπως, το Ελεύθερο Βήμα, το Διάπλασις των παίδων, το Μπουκέττο, τη Νέα Εστία και τα Νεοελληνικά Γράμματα. Όσο ήταν εν ζωή κυκλοφόρησε μόλις μία ποιητική συλλογή, «Τα πρώτα ποιήματα», που εκδόθηκε το 1939.

Αναγνώριση και κληρονομιά


Παρόλο που η φήμη του Λαπαθιώτη τα τελευταία χρόνια μεγαλώνει ιδιαίτερα και το έργο του γίνεται όλο και πιο γνωστό, ειδικά στις νεότερες ηλικίες, όσο ζούσε δεν έλαβε την αναγνώριση και την καταξίωση. Η ποίησή του έχει έντονες επιρροές από το ρεύμα του αισθητισμού, επηρεαζόμενος από τον Όσκαρ Ουάιλντ, με μελαγχολικό ύφος αλλά προκλητικούς στίχους, μια προσπάθεια για αντίδραση στο συντηρητικό κλίμα της εποχής.

Πέρα από ποιήματα έγραψε επίσης πολλά πεζά (πάνω από 100), πολυάριθμα διηγήματα, δοκίμια, μανιφέστα, κριτικά κείμενα και θεατρικά. Το έργο του παραμένει σε μεγάλο βαθμό κρυφό στο σύνολό του, αφού είναι διασκορπισμένο σε εφημερίδες ή περιοδικά, με μόνο ελάχιστες εκδόσεις συγκεντρωμένου υλικού να έχουν γίνει μετά το θάνατό του.

Θεωρείται πλέον ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του ρομαντισμού και του νεοσυμβολισμού και τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από πολλούς Έλληνες συνθέτες, ενώ το έργο του κερδίζει όλο και περισσότερο σε αναγνωρισιμότητα στις μέρες μας. Ένα κινηματογραφικό έργο που κυκλοφόρησε το 1985 με τίτλο «Μετέωρο και σκιά», είναι βασισμένο στη ζωή του.


#3 ποιήματα του Ναπολέοντα που επιλέγει η {στίξη} :


Στο κέντρο το νυχτερινό


Τώρα που παίζει το βιολί, κι έχουμε πιεί τόσο πολύ,
που μ’ έναν έρωτα τρελό, σα να ’μαστε δεμένοι,
σ’ ένα συντρόφεμα ζεστό, βάνε ξανά, να ζαλιστώ,
μες στ’ όνειρό σου να κλειστώ –το μόνο που μου μένει.

Γιατί αν λείψει το κρασί, και φύγεις, άξαφνα, και συ,
και βουβαθεί και το βιολί, με το γλυκό βραχνά του,
– μες στης καρδιάς μου το κενό, μεγάλο σαν τον ουρανό,
θ’ ακούσω πάλι, το βραχνό τραγούδι του θανάτου…


Νυχτερινό Ι

Μονάχη, η φλόγα του κεριού μου,
κι απέναντί μου, στο τραπέζι
θαρρείς το τέλος της προσμένει:
λίγες στιγμές έχει να ζήσει,
και μες τη νύχτα τρεμοπαίζει,
σα μια ψυχούλα φοβισμένη.

Απ’ όξω εν’ άγρυπνο φεγγάρι
με κόπο χάνεται στα χάη
μιας ατελεύτητης ερήμου.
Σα να μη θέλει να πεθάνει,
μ’ αναλαμπές ψυχομαχάει
το ετοιμαθάνατο κερί μου…

Και το βαρύθυμο φεγγάρι,
που, χρόνια τώρα, έχει σωπάσει,
και το κερί μου που πεθαίνει,
–και, μέσα, η σκοτεινή ψυχή μου ,
χωρίς αιτία, κι οι τρεις, στην πλάση
είμαστε τόσο λυπημένοι….


Νυχτερινό ΙΙ

Ένα φεγγάρι πράσινο , μεγάλο,
που λάμπει μες τη νύχτα, – τίποτ’ άλλο.

Μια φωνή, που γρικιέται μες στο σάλο
και που σε λίγο παύει, – τίποτ’ άλλο.

Πέρα, μακριά, κάποιο στερνό σινιάλο
του βαποριού που φεύγει, – τίποτ’ άλλο.

Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο
στα βάθη του μυαλού μου.  – Τίποτ’ άλλο.


*Προτεινόμενο βιβλίο: Λαπαθιώτης: Ποιήματα | Άπαντα τα ευρεθέντα

*Προτεινόμενη μουσική: Usurum – Κλείσε τα παράθυρα

*Προτεινόμενη ταινία: Μετέωρο και Σκιά (1985)

Πηγές: Βικιπαίδεια | Sarantakos.com
Φωτογραφίες: Pinterest

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Ναπολέων Λαπαθιώτης: ο «άγνωστος» ποιητής και φημισμένος δανδής της Αθήνας

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s