-στα λόγια και τις φωτογραφίες
η ομάδα της {στίξης}
Τα μέλη της ομάδας, αντί Χριστουγεννιάτικου αφιερώματος, κλήθηκαν να κάνουν το εξής: κάθε ένας/μία να επιλέξει μια παλιά φωτογραφία από την περίοδο των Χριστουγέννων και να απαντήσει σε μια μονάχα ερώτηση: Πώς αισθάνεσαι βλέποντας αυτή τη φωτογραφία;
Ακολουθούν οι απαντήσεις.

Μάλλον Χριστούγεννα του 1999. Ρώτησα τη μαμά και το μπαμπά, αλλά ούτε και αυτοί ήταν σίγουροι.
Κοιτάζω τη φωτογραφία και χαμογελάω αυθόρμητα! Δεν έχω αλλάξει σχεδόν καθόλου από τότε. Απλά ψήλωσα λιγάκι.
Από μικράκι τα Χριστούγεννα ήταν η αγαπημένη μου γιορτή και ανυπομονούσα για τα δώρα από τον Αϊ – Βασίλη!
Τώρα μπορεί να μη πιστεύω στον Αϊ – Βασίλη, αλλά πιστεύω σε όλη αυτή τη αύρα που έχει αυτή η γιορτή. Γιατί για εμένα Χριστούγεννα είναι η οικογένεια μου, οι φίλοι μου, το ατελείωτο φαγητό και τα λαμπάκια!
Fun Fact: Φέτος στολίσαμε το ίδιο χριστουγεννιάτικο δένδρο. Το μόνο που άλλαξε από τότε ήταν η διακόσμηση της φάτνης. Με τόσες μετακομίσεις, κάπου χάθηκε ο ένας βοσκός. Ακόμη και αυτό είναι ένας συμβολισμός, που δείχνει την ανάγκη μας να διατηρούμε τις παραδόσεις μας ανέγγιχτες στο χρόνο…
Καλή Χρονιά παιδιά μου από την 25χρονη Έλενα πλέον, που δε θα σταματήσει ποτέ να γελάει και να ονειρεύεται, όπως η 4χρονη Έλενα αυτής της φωτογραφίας.
Φιλί,
Το Λενιώ
-Έλενα Ζιάβρα-

Αυτό που δεν αισθάνομαι είναι η ατμόσφαιρα ενός κόσμου ονειρικού που αρκούταν να υπάρχει μέσα σε μόλις μερικά πολύχρωμα λαμπιόνια που τρεμόπαιζαν, αυτό που δεν αισθάνομαι είναι το να μπορείς να υπάρχεις μόνο μέσα σε αυτόν τον κόσμο χωρίς καμία άλλη απαίτηση και που ο τσιριχτός ήχος από ένα σχεδόν χαλασμένο παιχνίδι που έπαιζε κάλαντα μπορούσε πραγματικά να είναι αρκετός κι αυτό που δεν αισθάνομαι είναι ο ήχος, μια ατελείωτη σιωπή με κόκκινο, πράσινο και κίτρινο που ερχόταν και σε έντυνε σαν κουβέρτα ζεστή, και μένει μια έλλειψη, ολοένα μια έλλειψη, του χώρου εκείνου που για λίγα χρόνια υπήρξε, μένει η στιγμή που προσπαθεί με μανία να μιμηθεί πώς είναι να θυμάσαι και, παρόλα αυτά, δεν αρκεί.
-Νίκος Σταϊκούλης-

Το αιώνιο ερώτημα των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων, που με πείσμα κάθε χρόνο ανυπομονούσα να μάθω, ήταν αν υπάρχει τελικά Άγιος Βασίλης ή αν όλα βρίσκονται στην φαντασία μου ή τέλος πάντων αν προέρχονται άθελά μου από αυτήν. Λες και ήταν ένα αίνιγμα για δυνατούς λύτες που κανένας δεν μπορούσε να απαντήσει με σιγουριά και να μην αλλάξει με μια έξυπνη προσποίηση το θέμα συζήτησης πριν το πάρω χαμπάρι. Τότε οι δικοί μου, μου έδιναν όλο αμφίσημες απαντήσεις ή λακωνικές ( λες και ήμουν η Μήδεια και καταλάβαινα) ή στην χειρότερη των χειρότερων πέταγαν την πιο κλασσική και χιλιοειπωμένη φράση «Θα μάθεις όταν μεγαλώσεις» και εκεί τα μάγουλά μου γίνονταν ίδια με τις αποχρώσεις του ροζ, έπειτα του κόκκινου και μετά του μπλε, σαν ένα ηφαίστειο που ήταν έτοιμο να εκραγεί μόλις κάτω από το τραπέζι του σπιτιού μας.
Τώρα λοιπόν που βλέπουμε μαζί αυτήν την φωτογραφία, μου βγαίνει ένα θαρραλέο και αυθόρμητο χαμόγελο όχι για το πείσμα και τον ενθουσιασμό που είχα εκείνα τα χρόνια, αλλά για την ανάγκη μου να πιστέψω και να γεμίσω με αστερόσκονη το μέσα μου, να ακούσω αυτήν την απάντηση από τα χείλη των μεγάλων που θα κουνούσε καταφατικά το κεφάλι της χωρίς επεξεργασία σχολίων και αστερίσκων, ένα απλό έναυσμα για να ξεκινήσω το ταξίδι της μαγείας δίπλα από το τζάκι. Ρε παιδί μου σαν αυτούς τους μεσημεριανούς ύπνους που κάναμε στον καναπέ και τα όνειρα ξεχείλιζαν σε όλο το σπίτι μέχρι και την καμινάδα και εκεί που πηγαίναμε να τα αγγίξουμε, πάντα μια ηλεκτρική σκούπα πάταγε το κουμπί του pause και όλα χάνονταν έτσι μαγικά με την ίδια ευκολία που εμφανιζόντουσαν, την μεγαλύτερη παιδική ξενέρα να παρουσιάζεται με επιτυχία μπροστά μας. Κάπως έτσι λοιπόν, τόσο απλά και γρήγορα χανόταν και ο Άγιος Βασίλης με το πέρασμα των χρόνων και όλο και αδιαφορούσα αισθητά για την ύπαρξη του, για το στόλισμα του δέντρου, για τις χριστουγεννιάτικες ταινίες και για τα μελομακάρονα στο τζάκι, μέχρι που κλείδωσα τόσο πολύ μέσα μου και έξω μου, μη και κάνω λάθος, μη και πληγωθώ από την αλήθεια και πέσω ξαφνικά στην σφαίρα ρεαλισμού των μεγάλων και τυφλωθώ. Κι αν τελικά είχαν δίκιο οι μεγάλοι και οι συγγενείς που μου έλεγαν να σοβαρευτώ και να μη πετάω στα σύννεφα; Βέβαια μεταξύ μας, τι τους πείραζε, στο σβέρκο θα τους καθόμουν; Κι αν έπεφτα θα έτρωγα τα μούτρα μου αλλά αν αιωρούμουν πόση σημασία θα είχε αλήθεια ο σύνδεσμος αν, αφού θα γινόταν αυτόματα να (κοίτα με). Γι’ αυτό πάντα τη στιγμή που ανοίγω το άλπμουμ και πέφτω σε αυτή την φωτογραφία, θυμάμαι ακόμα και αυτά τα πέδιλα που αγόρασα τότε και τα βρήκα κάτω από το δέντρο. Και ξέρω πως δεν τα φόρεσα ποτέ, μη και χαλάσουν, μη και πιστέψω και γλιστρήσω στο παγοδρόμιο και ζαλιστώ από την μαγεία, μη και χαθώ στα σύννεφα και πέσω, μη και αφήσω την καρδιά μου να πιστέψει στον Άγιο Βασίλη και μετά πληγωθεί και κλειδωθεί μέσα, μη και πετάξω το κλειδί και κάτσει μόνη της και μόνη -μόνο- άχρηστη θα ‘ναι. Μη και ο Κέβιν ο αγαπημένος μου χριστουγεννιάτικος ήρωας είχε δίκιο όταν μου το εκμυστηρεύτηκε. Τώρα που τα λέμε και η παραμονή -μόνο- για μόνους δεν είναι, γι’ αυτό θα σου βάλω κι εγώ ένα παιδικό αίνιγμα:
Είμαι τόσο μικρή
όσο στην φωτογραφία
και όταν με βλέπεις
γίνομαι τόσο μεγάλη
όσο τα μάτια σου
Τι είμαι; (μη κρυφοκοιτάξεις)
Η μ α γ ε ί α
Και το πολύ πολύ αν γλιστρήσεις, να γλιστρήσεις από αγάπη.
Τώρα μπορείς να μαντέψεις τι σχήμα έχουν τα χείλη μου κάθε φορά που την βλέπω. Και αυτό κράτα το και για ‘σένα!
-Ισμήνη Κατσαβάρου-

Μου ζητήθηκε να απαντήσω σε μία ερώτηση σχετικά με το πώς με κάνει να νιώθω αυτή η Χριστουγεννιάτικη φωτογραφία και στην συνέχεια να γράψω ένα κείμενο με την απάντηση που θα ‘δινα. Πάνε τρείς μέρες που σπάω το κεφάλι μου προσπαθώντας να απαντήσω, γυροφέρνω στο άδειο δωμάτιο μου και πού και πού κόβω βόλτες μέχρι το μπαλκόνι για να αφήσω τον γάτο να βγει να κατουρήσει. Σε μία από αυτές τις βόλτες που πλέον έχουν γίνει μηχανικές κινήσεις, συνειδητοποιώ πως έχω ξεχάσει να στολίσω φέτος, «Οκ, ίσως απόψε είναι μία καλή ευκαιρία να στολίσω όμως» σκέφτομαι καθώς νιώθω πως έτσι θα βρω και την έμπνευση που χρειάζομαι κολλημένη μέσα στα άκαμπτα σιδερένια κλαδιά του δέντρου, «κοντεύει πρωτοχρονιά όμως, αξίζει;» ο ειρμός μου κόβεται απότομα από τον γάτο που νιαουρίζει στην μπαλκονόπορτα για να τον βγάλω έξω. Εκεί χαζεύω τον γάτο μου, ο οποίος κοιτάζει αποχαυνωμένος την πολυκατοικία απέναντι, στα μάτια του τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια καθρεφτίζονται και φαίνεται λες και τα μάτια του αλλάζουν συνεχώς χρώματα. «Πέρασε κιόλας μία ολόκληρη χρονιά, από την τελευταία πρωτοχρονιά, έτσι;» Η σκέψη μου έχει πλέον φύγει από το χριστουγεννιάτικο κείμενο με την φωτογραφία, από το δέντρο στο πατάρι και από τα πολύχρωμα μάτια του γάτου, προσπαθώ να θυμηθώ που βρισκόμουν την προηγούμενη πρωτοχρονιά, καταλήγω όμως και εδώ σε μία ερώτηση όπου δεν μπορώ να απαντήσω. Ξανακάθομαι στον υπολογιστή μετά την σύντομη βόλτα μου, «Πώς αισθάνεσαι όταν βλέπεις αυτήν την φωτογραφία;» -Δεν θυμάμαι.
-Σπύρος Μάρκος-
Καλή χρονιά!